Είναι ο ορισμός που δείχνει εγωιστή άνθρωπο.

Προήρθε από την άρνηση μετά από χωρισμό και απομάκρυνση λίγων μέτρων από την σκηνή του χωρισμού να γυρίσει το κεφάλι προς τον άλλο / άλλη που έχει μείνει σύξυλος.

Διότι ως γνωστόν το γύρισμα της κεφαλής δείχνει ελπίδα προς γυρισμό...

Αγύριστο κεφάλι αυτή η μάνα του ρε Ιουλία δεν τον αφήνει τον μαμάκα γιο της να με παντρευτεί...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καθώς ο αξιωματικός κάνει έφοδο στο φυλάκιο (κοιτάτε κορίτσια τη τραβάμε και δεν ξυρίζεστε και κάθε μέρα) βλέπει τον φαντάρο να τον έχει πάρει (αμάν πια, τον ύπνο) και του σφυράει και το μαναράκι ξυπνά τρομαγμένο και η αξιοματηκάρα του ρίχνει 10 ήμερο στην ψειρού.

Καραβανέζικη σλανγκιά.

Θα σου σφυρίξω μια δεκαήμερο ρε μικρέ ψάρακα και θα με θυμάσαι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι ονομάζεται ο άνθρωπος όταν είναι ξαφνιασμένος, τρομαγμένος, σκιαγμένος (τρομαγμένος από τις σκιές).

Κατά πάσα πιθανότητα προέρχεται από το ξάφνιασμα του ελαφιού όταν βόσκει και ακούσει ένα ύποπτο θόρυβο.

Μην αλαφιάζεσαι ρε δεν είχε aids η γκόμενα που γάμησες χθες χωρίς καπότα από την τύφλα που είχες από το ποτό πήδηξες την πλαστική κούκλα....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως και το θα σου πατήσω μια που αναφέρεται σε γροθιά η φάπα, έτσι και το θα σου σφίξω ένα αναφέρεται στο «θα σου τον καρφώσω» και «θα σου τον καρφώσω σφιχτά»

- 'Eλα δω, μανάραμ, να σου σφίξω ένα καλό να ξεθουλόσου ...

είπε ο τσοπάνος, και η μανάρα απάντησε ...

- μπέεεεεε ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχει ο ορισμός, αλλά δεν...

Shoot = πυροβολώ.

«Σουτάρω» είναι η κλοτσιά στην μπάλα του ποδοσφαίρου. Σουτάρουμε κάτι κάπου και μπάλα στα δίχτυα του αντιπάλου τέρματος. Στα στρατά όμως, σουτάρω κάποιον στην σέντρα (σέντρα - center - είναι στο στρατό η πρωινή αναφορά) είναι ότι αναφέρω κάποιον στην αναφορά του λόχου, τάγματος, ταξιαρχίας κ.λπ.

Το σουτάρω παραπέμπει σε ποινή και όχι σε άδεια ή εύφημον μνεία ή ό,τι άλλο αλλά μόνο σε ποινή, δηλαδή δεν λες του άλλου «σε σεντράρω για τιμητική άδεια», αυτό είναι λάθος.

Επίσης χρησιμοποιείται όταν θέλουμε να πλακώσουμε κάποιον στις κλωτσιές («θα τον αρχίσω στα σούτια τα ατελείωτα»).

-Τί έγινε ρε παλιοσειρά! Τί έμαθα; Σε σούταρε στην σέντρα ο λοχαγίσκος, διότι, λέει, παρήγγειλες πίτσες και του τις χρέωσες ρε πεινάλα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κουμαντάρω τις δουλείες μου, τα προβλήματα μου, προγραμματίζω τι να κάνω στο μέλλον.

Θα το ακούσουμε σαν «έχω κάνει το κουμάντο» ή «τα κουμάντα μου». Εκ του «κουμαντάρω το καράβι» δηλαδή το οδηγώ και το περιποιούμαι και το φροντίζω. Τα πάντα όλα για το προς κουμαντάρισμα πράγμα.

Μην ανησυχείς έχω προμήθειες στο καταφύγιο για πέντε χρόνια έχω κάνει τα κουμάντα μου και δεν φοβάμαι τον πυρηνικό χειμώνα…

πού σουν μάγκα τον πυρηνικό χειμώνα; είχα κάνει τα κουμάντα μου (από xalikoutis, 08/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τουμπάρω σημαίνει αναποδογυρίζω ένα πράγμα ενίοτε όμως σλανγκοχρησιμοποιείται για να δείξει ότι ανατρέψαμε μια κατάσταση με πονηρά ή έξυπνα μέσα.

Τουμπάρουμε μια κατάσταση, μια γνώμη, μια γκόμενα για να μας κάτσει και να μην είναι ξινό το γαμήσι.

Δεν μπορούμε να τουμπάρουμε τον θάνατο, όσο και αν προσπάθησαν μερικοί δυστυχώς δεν κατάφεραν τίποτα, νάδα, ζίπ.

Κοίτα πως θα την τουμπάρω ρε Μητσάρα και θα μου δείξει κοιλιά για χαδάκια η σκύλα μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Μη περιμένεις να γίνει τίποτα», «Μπααα δεν το νομίζω», «Τι λες; Μπααα, δε σφάξανε».

Ορίζει ότι δεν πρόκειται να γίνει τίποτα. Μην περιμένεις να φας διότι δε σφάξανε (μεταφορικά). Ή, και σε Κανά χωριό, σε Κανά φτωχό γάμο, μπορεί και να μην έχουν σφάξει, οπότε μην περιμένεις τίποτα.

-Μην κάνεις όρεξη, δεν πήρες την προαγωγή εσύ, μου το είπε η γραμματέας του μεγάλου.
-Ναι καλά, δε σφάξανε, κοίτα τον φάκελο που κρατώ, τί λες να έχει μέσα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξεκαθαρίζω, σκοτώνω, to smoke somebody, εκ του παστρικό.

Βλ. και παστρικιά.

- Ε ρε πόσα μεμέτια θα ξεπαστρέψω αν γίνει κάτι με τα γειτονόπουλα μας! Και ας με καθαρίσουν! Αλλά έως ότου το κάνουν ε, ρε πόσοι από δαύτους θα δαγκώσουν λάσπη...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πάγωσα από φόβο, έκπληξη, ντροπή κ.λπ.

Αντίστοιχο αλλά βιβλικό: «έμεινα στήλη άλατος».

Εάν κάποιος παρατηρήσει τον άνθρωπο όταν μένει παγωτό, βλέπει ότι, την στιγμή της παγωτοποιήσεως, το υποκείμενο λαμβάνει μια κοντή ανάσα που την κρατά για λίγο, διότι θέλει να συνειδητοποιήσει τί τρέχει προτού αντιδράσει

Κόβοντας στην γωνία να δω αν έρχομαι, έμεινα παγωτό βλέποντας τον ευδαίμονα να φιλά γαλλικό φιλί τον Βάγκουλα… φτου τον πούστη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified