Ουδέτερο, πληθ. τα ντέρτια.

Προέλευση τουρκική: dert

Βάσανο, καημός, στενοχώρια, βαλάντωμα.

Ο άνθρωπος που δεν αισθάνεται και καλά και έχει ντέρτια λέγεται ντερτιλής. Βλ. και το τραγουδάκι εδώ.

  1. Ωχ κι αμάν έχω ντέρτια και καημούς
    που δεν είμαι στους πολλούς
    δεν μου κολλούν τα ένσημα μου δίνουν όμως εύσημα ωχ κι αμάν

  2. Άναψε το τσιγάρο, δώσε φωτιά
    Έχω μεγάλο ντέρτι μες στην καρδιά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην έκφραση «θα σου σκάσω μια», έχει τη σημασία «θα σου κοπανήσω μια», «θα σου παίξω μια».

Απειλή κατά ατόμου. Πρόκειται για σφαλιάρα ή χαστούκι. Το «σκάω» λέγεται διότι το χαστούκι συνοδεύεται και από τον ιδιαίτερο ήχο του, σαν να σκάει κάτι.

Μπορεί να είναι όμως και μπουνιά ή γροθιά.

Θα σου σκάσω ένα χαστούκι... και θα δεις τον ουρανό σφοντύλι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κανένας δεν ενδιαφέρθηκε για την περίπτωσή σου και την αρχειοθέτησαν, όθεν ΜΕΘΕΡΜΗΝΕΥΟΜΕΝΟΝ: στο καλαθάκι των αχρήστων η υπόθεσή σου, με ούλη την χαρτούρα που μάζευες τόόόσο καιρό για να στοιχειοθετήσεις το πρόβλημά σου.

- Τον αριθμό πρωτοκόλλου παρακαλώ τον έχετε ;; (ο υπάλληλος)
- Εεε ναι, αυτός είναι ... (ο ταλαίπωρος)
- Αα μάλιστα, ναι ναι την αρχειοθετήσαμε, μην ανησυχείτε όλα πάνε καλά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκεί που περιμέναμε να τα οικονομήσουμε, τελικά τον φάγαμε τον πούλο. Αντί για διαμάντια πήραμε κάρβουνα. Άλλα περιμέναμε και άλλα πήραμε. Είχαμε υψηλές προσδοκίες αλλά δεν ευδοκίμησαν.

Τελικά διαβάζουμε ότι και τα διαμάντια είναι (από ιστό): Το διαμάντι είναι η τετραεδρική μορφή άνθρακα. Η ισχύς των δεσμών που συνδέουν τα άτομα άνθρακα σε αυτή τη διάταξη είναι η αιτία της σκληρότητας του διαμαντιού και της σχετικής μ' αυτό αξίας χρήσης του.

-Ναι ρε φίλε σου λέω, έδωσα ένα καρό χρήματα να αγοράσω το αυτοκίνητο, αλλά άνθρακας ο θησαυρός, δεν είναι να αγοράζεις μεταχειρισμένο βγήκε μπαγκατέλα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ήταν σφιγμένο και δεν επέτρεπε μετακινήσεις, αλλά τώρα λασκάρισε, ξέσφιξε και είναι ένα βήμα πριν το ξεβίδωμα: λασκάρισε η βίδα του σημάνει ότι τρελάθηκε η, αλλιώς, του έστριψε.

Και μου ήρθε, τέλη κυκλοφορίας φίλε μου, 1.821 ευρώπουλα! Τι να κάνω ο άνθρωπος, με τιμωρούν που δεν έχω χρήματα να πάρω καινούργιο, τους έχει λασκάρει στα οικονομικά επιτελεία και προσπαθούν να μας τα κλέψουν από όπου μπορούν. Αλλά δεν μου έστριψε να τα πλερώσω, θα αλλάξω κινητήρα από 2000 cc σε 1800 cc και θα πάρουν μόνο 351 ευρώπουλα οι ΗΛΙΘΙΟΙ που σταμάτησαν την απόσυρσή για να πληρώσει ο κοσμάκης τα αυξημένα τέλη κυκλοφορίας! Και αντί να δώσουν, θα πάρουν αλλά λογάριασαν χωρίς τον ξενοδόχο: οι παραδόσεις πινακίδων είναι πολλαπλασιασμένες αυτές τις μέρες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τον άρπαξε από τον σβέρκο κυριολεκτικά.
Επίσης: έφαγε μια σβερκιά (φάπα).

Τον σβέρκωσε και αμέσως ΠΑΡΑΙΤΗΘΗΚΕ να παλεύει, έτσι τον κουτούπωσε και του φόρεσε τα βραχιόλια ο μπάτσος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καραβανέζικος όρος που τον χρησιμοποιούν οι παλιοσειρές κατά την εκτέλεση καψονιού (ΣΩ.ΒΕ, σωματική βελτίωση το λένε).

Ο παλαίουρας φάνταρος προς το νεούλι:

Πάρε 20, ρε παλιομπακαλιάρε υπηρεσίας και καπάκι... ακόμααα;;;; ρεεεεε θα σε πήξω, θα σου πιω το αίμα με το μπουρί από την σόμπα ρεεεεε, κ.α.π.π (και άλλα πολλά παρεμφερή).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νύχτοκαματιάρικη έκφραση που δεικνύει το τέλος της βραδινής εργασίας.

- Άντε ρε Μάνθο να το παίξουμε και το τελευταίο τραγουδάκι...
- Ναι ρε την τσουλήσαμε και αυτή τη νύχτα άντε να ΤΕΛΕΙΩΝΟΥΜΕ και να το κόψουμε πέρα για το τσαρδί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το νυχτοκάματο, αυτός/-ή που δουλεύουν την νύχτα (επαγγελματίες).

- Άντε ρε Μάνθο να το παίξουμε και το τελευταίο τραγουδάκι...
- Ναι ρε την τσουλήσαμε και αυτή τη νύχτα άντε να ΤΕΛΕΙΩΝΟΥΜΕ και να το κόψουμε πέρα για το τσαρδάκι...
- Ναι ρε νύχτοκαματιάρη Μένιο, ναι, πιάσε τον μπάρμπα μου τον Παναή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φεύγω από εδώ, κόβω δρόμο και πάω παραπέρα, κόβω λάσπη. Παίζει επίσης και το δίνε του.

- Άντε ρε Μάνθο να το παίξουμε και το τελευταίο τραγουδάκι...
- Ναι ρε, την τσουλήσαμε και αυτή τη νύχτα άντε να τελειώνουμε και να το κόψουμε πέρα για το τσαρδάκι!
- Ναι ρε νυχτοκαματιάρη Μένιο, ναι, πιάσε τον μπάρμπα μου τον Παναή...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified