Sorry!

You do not have permission to view this page!

You may be allowed to view this page if you log in below.

Τσααακ ακριβώς στη μέση του κούτελου. Το σημείο που ξεκινάει ο χριστιανός ορθόδοξος τον σταυρό του και που λέει ο παπάς «Δόξα Πατρί και Υιώ και Αγίω Πνεύματι». Αμήν.

Σήκωσε το λέιζερ ο Ηρακλής, μπαμ, εκπυρσοκρότησε και μια λεπτή δέσμη φωτονίων τρύπησε το κεφάλι του Προκρούστη. Tην έφαγε ακριβώς στο δόξα πατρί ο καημένος και δεν θα ξανά κοντύνει ή μακρύνει κανέναν ένι μορ.

βλ. και χριστιανοσλάνγκ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η πολύ αδύνατη γυναίκα (δηλαδή σιγά τη γυναίκα). Να μην συγχέεται με την κωλοπετσωμένη.

Συνώνυμα: δείγμα γυναίκας, ακτινογραφία, οδοντογλειφίδα, μισοριξιά, υποδιαστολή γυναίκας, ολίγον από γυναίκα και απολειφάδι.

Τι με λε ρε ότι είναι μουνάρα, μουνόγδαρμα είναι το απολειφάδι και μας το παίζει κάποια και καλά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάνω τσιριτσάντζουλες η τσιριτσάντζολες: δεν είμαι ευθύς, δεν λέω όλη την αλήθεια ή κρύβω την αλήθεια ή μέρος αυτής.

Συνώνυμα: κάνω κόλπα, κάνω λοβιτούρες, κάνω κορδελάκια.

Ρε, άσε τις τσιριτσάντζουλες και λέγε πού το έκρυψες το ρευστό.

Ως τσιριτσάντζουλες, δεν εννοούμε αυτό το είδος καλλιγραφίας; (από allivegp, 12/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γκαζμάς, ή αλλέως πως αξίνα. Oμοιάζει με σκαλιστήρι, αλλά σε μεγάλο μέγεθος. Με αυτό σκάβουμε το χώμα (μαλακό και σκληρό): είναι χαμαλοδουλειά / και δεν θέλει ντοκτορά.

Στην ανθρωπoμεριά δένει με τον βλάκα και τον άκομψο, χωρίς τακτ, δίκην ταύρου σε υαλοπωλείο.

Καλυφθείτε ρεεε… γκαζμάς εν όψει, έπονται γκαζμαδιές!

Βλ. και γκασμάς

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τέλεια σοβατισμένη επιφάνεια ενός τοίχου.

Τι έκανες ρε μάστορα, έγραψες! Και γαμώ το χαρτί από τα πλάγια... Στην πρόσοψη όμως του γάμησες τη μάνα που το πέταγε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πακέτο βρισιών που αφορούν στα θρησκευτικά πιστεύω του άλλου και δη χριστιανού.

Συνώνυμο: «κατεβάζω καντήλια».

Τη γαμοσταύρισε την γυναίκα του Κυριακή πρωί και έφυγε για την εκκλησία να ακούσει την λειτουργία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μαρσάρω κάποιον: τον γκαζώνω, του τα ψέλνω, τον βρίζω, τον τσιτώνω.

Τη λες ρε φίλε, δηλαδή τον μάρσαρε και μετά του τα έψαλε, δηλαδή τον σκότωσε πυροβολώντας τον και μετά στο καπάκι τον έπνιξε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Του τα ψέλνω, δηλαδή του τα ρίχνω (με την έννοια του επιτίθεμαι λεκτικά - να μην συγχέεται με το τον ρίχνω η αδικώ), τον βρίζω κλπ κλπ, με μαλακή μορφή και μονότονα, όπως η ψαλμωδία, και όχι με καλές κουβέντες αλλά με μπινελίκια.

Τι λες, ρε φίλε, δηλαδή τον γκάζωσε και μετά του τα έψαλε - δηλαδή, τον σκότωσε πυροβολώντας τον και μετά, στο καπάκι, τον έπνιξε !!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα κάνω όλα και πολύ καλά (και σε καλές τιμές, οφκόρς)

Και διότι τα παραπάνω είναι αληθή με προτιμούν πολλοί

Και, σαν συνέχεια των ανωτέρω, κάνω και δύσκολα πράγματα, πράγματα δυσκοίλια για τους άλλους και τα καταφέρνω άριστα, κάνω παπάδες εν ολίγοις

Κανένας, ρε, δεν το έφτιαχνε το κομμάτι. Βλέπεις, σπασμένο αντιμόνιο, άντες να το κολλήσεις - εξωτικό αλουμίνιο το λένε. Αυτός ο πούστης το κόλλησε, ρε κάνει παπάδες σε λέω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτό που λέμε είναι οριστικό.

Προέρχεται από το νέτο που είναι το τέλος μιας εργασίας (ή το τέλος ενός σφιξίματος) και το σκέτο, χωρίς κρυμμένα κόλπα.

Να μην το συγχέετε με την εξήγηση σπαθί που αυτός που την κάνει την εξήγηση αυτή την κάνει πάντα.

Άλλα νέτα σκέτα δεν σημάνει και εξήγηση σπαθί. Μπορεί να είναι μια άδικη τελική απόφαση.

Του εξήγησα το πρόβλημα μου νέτα σκέτα, ότι δεν είχα άλλα χρήματα, και η εξήγηση του ήταν σπαθί... δεν θα ξαναέπαιζε τζόγο, το ορκίστηκε κιόλας. (Σιγά μην τον πίστευα).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified