Μαλακιοβόλο άνευ οπισθοδρομήσεως.

Τουβλοβόλο άνευ οπισθοδρομήσεως.

Στρατιωτική αργκό για τα φανταράκια μας όταν λένε διάφορα περίεργα / χαζά / παλαβά.

Το άνευ οπισθοδρομήσεως αναφέρεται στο Π.Α.Ο, αρχικά του «πυροβόλο άνευ οπισθοδρομήσεως». Όπως λοιπόν όταν αυτό το όπλο βάλλει κατά του στόχου δεν παράγει οπισθοδρόμηση, έτσι και οι μαλακίες εκτοξεύονται χωρίς ο εκτοξευτής να οπισθοδρομεί σε αυτά που λέει.

Δεν παραθέτω περισσότερες πληροφορίες για το ανωτέρω όπλο. μιας και είναι απόρρητο από το Βιετνάμ!!!

Τι λε ρε παλιόψαρο που μας γέμισες με Μ.Α.Ο και Τ.Α.Ο με αυτές τις μαλακίες που λες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρωτοχρησιμοποιήθηκαν από τους Έλληνες κατά την κατοχή τους από τους Τούρκους, για να μη τους καταλαβαίνουν, βάζοντας πχ το τσι μπροστά από κάθε συλλαβή μιας λέξεως (βλέπε κατωτέρω παράδειγμα). Τώρα, αντί για τσι βάζανε και διάφορα άλλα όπως πο, ρο, κο, κλπ.

— Τσιτί τσικά τσινείς; (Τι κάνεις;)
— Τσιεί τσιμαί τσιπό τσιλύ τσικά τσιλά. (Είμαι πολύ καλά.)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σίδερα λέγονται οι σιδηροδρομικές γραμμές και οι χειροπέδες.

Εάν τώρα γράψετε στο ψαχτήρι του σλανγκρρρ, θα βρείτε και τοις υπόλοιπες ερμηνείες.

- Πέρασε του τα σίδερα του απατεώνα!

- Σίδερα Μαυρομάτη (η σιδηροδρομική γραμμή στην περιοχή Μαυρομάτη).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρίχνω φάπα, επίσης και σφαλιαρίζω.

Και επειδή δεν υπάρχει και περιγραφή, είναι ως εξής:

Με την χείρα ανορθωμένη, την καταφέρομε καθέτως και με ταχύτητα προς το σβέρκο του δεχόμενου την φάπα.

Υπάρχει δε φόβος, επειδή από το σβέρκο περνάνε κάποια νεύρα, να προξενήσεις βλάβη στον δεχόμενο την φάπα και να τον μισερώσεις.

Στο βικιλεξικό αναφέρεται και σαν συνώνυμο το ράπισμα που, όμως, είναι λάθος. Το ράπισμα είναι το χαστούκι ενώ η φάπα πέφτει στο σβέρκο.

Κάτσε καλά, μικρέ, γιατί θα φας τις φάπες τις ζωής σου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πείσμωσε, δεν αλλάζει γνώμη, αυτό είναι και τέρμα, μουλάρωσε.

- Έλα Κωστάκη κατέβα από το δέντρο να φας το αυγό σου παιδί μου! Πες του και εσύ κάτι Μαράκι αδελφός σου είναι.
- Τι να του πω μαμά, δεν βλέπεις, κατσικώθηκε!

(από Vrastaman, 25/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίσης, θα τις φας.

Απειλή για ξυλοδαρμό - συνήθως απευθύνεται στα παιδιά και τους μωρούς.

Κωστααααάκη , Κωσταααάκη , πού είσαι παιδί μου;;;
(Ρε μούλικο, αχ, αν σε βρω θα τις αρπάξεις)
Κωστααάκη, πού είσαι μωρό μου;;; Έλα να φας το αυγό σου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από το κάφρος. Υποτιμητικός ορισμός προς άλλους ή καταστάσεις. Σημαίνει μαυρίλα ή, ενίοτε, αναφέρεται στην ιδιαίτερη οσμή ιδρώτα του μαύρου δέρματος.

Ουρά στα ταμεία μιας κλεφτοτράπεζας (το όνομα διαλέξτε το κατά το δοκούν, after all όλες ίδιες είναι):
- Ρε Μητσάρα, τι γίνεται εδώ ρε; Μέχρι στην είσοδο είναι η ουρά!
- Ναι ρε φίλε, πάμε να την κάνουμε, δεν αντέχω τέτοια καφρίλα…

(από Vrastaman, 28/11/09)

Οι νεότεροι σλάνγκοι ας εκλάβουν τον ορισμό, το παράδειγμα αλλά τα σχόλια του λήμματος αυτούνου ως οδηγό για το πώς [i]δεν πρέπει να λημματοδοτεί[/i] κανείς το σλανγκρρρ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προστακτική που σημαίνει σταμάτα τις μαλακίες (φυσικές η λεκτικές).

Συνώνυμα: σταμάτα, αρκετά, έως εδώ (και μη παρέκει).

- Να σου πιάσω το μπουτάκι Μαρικάκι;
- Αχαμάν, κόφ' το ρε μαλακάκι, αρκετά και μας τα έπρηξες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Και μας τα έπρηξες τα αρχίδια μας με αυτά που λες, αχ αμάν πια!

Βλ. επίσης:

- Και δεν γράφεται έτσι το ουσιαστικό...
- Όχι ρε δεν είναι ουσιαστικό είναι γερούντιο...
- Ναι αλλά μπορεί να είναι και επίρρημα τονίζοντας το στον παρονομαστή της ληγούσης...
- Παύτε ρεεεε και μου τα ζαλίσατε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βουβαμάρα, σιωπή, το αντίδοτο του μιλάω!

Όταν λοιπόν κάποια σου μιλάει, τότε εσύ βουβαίνεσαι (Προσοχή, μόνον αν έχεις κάνει κουτσουκέλα ).

Άστην να χτυπιέται σαν μιξεράτσι (Κ)*. Κούνα καμιά φορά το χέρι σου όταν σου μιλάει σα να θέλεις να πεις κάτι για να έχει και την ικανοποίηση του να σου πει μιλάω! και μετά κατέβασε το κεφάλι και άστην να λέει, άστην να πει.

** (Κ)=Κρητικάτσι*

- Kόοοτ κοτ κοτ... κοτ κοτ κόοοτ κοτ κοτ...
- Μαα....
- ΜΙΛΑΩ... κόοοτ κοτ κοτ κοτ κόοοτ κοτ...
- (Βούβα, μαλάκα, γιατι θα τις αρπάξεις, τα εχει πάρει ανάποδα).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified