Είναι εκτός του κανονικού αιμοδότη και ο παθιασμένος η άγρια εθισμένος άνθρωπος σε μια συνήθεια. Με τη συνήθεια αυτή πληρώνει σε ορισμένους έμπορους το προς αγορά εμπόρευμα. Τώρα οι έμποροι, αν τον δουν κατά τα λημέρια τους, γελάνε και μεταξύ τους λένε: «Ωπ! Να τονα τον αιμοδότη, έσκασε μύτη».

Αναφέρομαι στο παζάρι (μοναστηράκι), που εκεί το πρωτάκουσα και εννοούν ότι, αφήνοντας χρήματα είναι η αιμοδοσία για τα μαγαζάκια τους.

Αν ο ορισμός παίζει και στα ναρκωτικά δεν το γνωρίζω, μια και δεν το έχω δοκιμάσει το σπορ, εφόσον είναι άκρως εθιστικό και καλα θα κάνουν οι νέοπες να μη δοκιμάζουν και ας λένε παπαγαλάκια για αφορισμούς, δοκιμές και άλλα χαζά. Όσο για τους παλαίοπες, ας κάνουν ότι θέλουν και ας μη διαφημίζουν την συνήθεια τους.

Σκέψεις κάποιου: Αχ ρε γαμώτο, πότε θα έρθει η Κυριακή, να κατέβω στο μοναστηράκι και να βουτήξω στις ευκαιρίες και να αγοράσω οτιδήποτε και ας μη το χρειάζομαι άμεσα που ξέρεις θα το χρειαστώ κάποτε
Σκέψεις κάποιου άλλου: Αχ ρε γαμώτο, ποτέ θα έρθει η Κυριακή, να κατέβω στο μοναστηράκι στο μαγαζί και να πλακώσουν οι αιμοδότες να βγάλουμε κάνα ευρουλάκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρχαίος αιγυπτιακός θεός (Άνουβις).

Έκφραση που αναφέρεται στο Μοναστηράκι και ιδιαιτέρως στο παζάρι του σαββατοκύριακου, όταν κάποιος προσπαθεί να αγοράσει ή να πουλήσει κάτι σε κάποιον και υπάρχει η αμφιβολία της γνησιότητας του αντικειμένου.

Αναφέρεται και σε εγχειρισμένους που το παίζουν γνήσιοι αλλά... δεν.

1 - Έλα φίλε, κοίτα, αυτό το τραπεζάκι είναι Λουί, Λουί σου λέω! - Άσε ρε τα παραμύθια, το βλέπω τι είναι, δεν με ξεγελάς...

2 - Ρε συ Μένιο, βλέπεις τι βλέπω ρε; - Ε τι είναι, τι; - Καλά ρε, δε βλέπεις τη καραμουνάρα που περνά; - Εεεε καλά, θες γυαλιά, ο Νίνος είναι που γύρισε από τη χώρα του καφέ μετά την εγχείρηση, δεν τον γνώρισες ρε; Κάτσε να τον φωνάξω τον παλιο-Ανούβη: Νίναααα! Νίναααα, έλα για cofee μωρή!

(από Hank, 10/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίκαιρο τώρα που κόβετε το τσιγάρο.

Αν λοιπόν δίπλα σας καπνίζει σαν αραπλής και αρειμανίως ο άλλος και σαν άκαπνα παιδάκια σας ενοχλεί, του λέτε το ανωτέρω.

Τι χάλια, τι χάλια, ούτε τα σούπερ ελαφρά δεν μας αφήνουν να χαρούμε πλια, πτύου!

(πάφα πούφα πάφα γκοχ γκουχ πούφα)

- Σιγά ρε φίλε, θα μας πνίξεις και εμάς, κόψε δεξιά την εξάτμιση και συνέχισε να σε χαρώ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε για να μην ανακατεύουμε τον Καίσαρα μια και αποτελεί παρελθόν. Τα του Καίσαρος τω Καίσαρι, του αποδίδουμε ό,τι του αξίζει, όπως και οφθαλμός αντί οφθαλμού και φρονιμίτη για κυνόδοντα και μάχαιρα έδωσες μάχαιρα θα λάβεις και άλλα αμέτρητα και αμελέτητα.

– Πάλι διόδια ργμτμ, ένα κάρο φράγκα έχουμε δώσει.
– Α φίλε μου, καλά τα δίνουμε, φτιάχνουν δρόμους και παράδρομους και σοκάκια και βάλε και βάλε, και το κυριότερο χωρίς λακκούβες και καρμανιόλες στροφές με ανάποδη κλίση κλπ, α, όλα και όλα, τα του τω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεγάλη κουβέντα. Να φας, να πιεις, μεγάλη κουβέντα να μην πεις.

Δεν μιλάμε για ξεκούραση, όχι, μιλάμε για ήσυχη συνείδηση (light) και για ύπνο (αραχτός). Βέβαια το «αραχτός» δεν είναι και υποχρεωτικά ο κοιμώμενος.

Κάποιος που κοιμάται χωρίς χάπια, σαν πουλάκι -χωρίς τις Ερινύες να του στοιχειώνουν τον ύπνο του ώστε να μην έχει ένα ρεμ ήρεμο.

Αν κάποιος ενήλικας κοιμάται 7 ώρες κατ' ελάχιστο, προλαβαίνει ο οργανισμός του να αναδομηθεί. Μεγάλο πράγμα ο ύπνος, πιστέψετε με.

Πρέπει να το έχει πει ο Χάρης ο καθαρός.

- Τέρμα το αραχτός και light για μένα. Έχω πέντε μέρες να κοιμηθώ σαν άνθρωπος ρε φίλε, από τότε που χτύπησα αυτό το σκυλάκι στον δρόμο... Βλέπω τη φάση σαν εφιάλτη...
- Μην ανησυχείς αδελφέ, ο χρόνος είναι μεγάλος γιατρός.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με χαλάει που δεν μου μιλάει, δεν με γονιμοποιεί, δεν με ρωτάει, δηλαδή σπάζομαι, τρελαίνομαι.

Αν η διάθεσή μας είναι φτιαγμένη, ας πούμε κτισμένη, η συμπεριφορά του / των άλλων μας τον γκρεμίζει τον χτισμένο τοίχο της διάθεσής μας, άρα μας τον χαλάει.

Επίσης με χαλάει η πίτσα με αντζούγιες και βατόμουρο, δεν πίνω θεσσαλικό τσίπουρο γιατί με χαλάει.

Δεν το κάνω με προφυλακτικό μωρό μου, με χαλάει η μυρουδιά του καμένου λάστιχου...

Σχετικά: μου την σπάει, μου την δίνει

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το battery = συστoιχία όπλων (κανονιών) που είναι τοποθετημένα σε ένα πλοίο (παλαιό - ξύλινο). Την ώρα που η συστοιχία βάλλει κατά του εχθρού από την μια πλευρά, λόγο αντιδράσεως η άλλη πλευρά γέρνει (μπατάρει) ελληνιστί.
Μπαταρισμένος είναι ο γερμένος (φυσικά ή πνευματικά)
Φυσικά = κάποιο ελάττωμα, μεθυσμένος, μαστουρωμένος, συγκαμένος, ελεφαντίαση στους όρχεις και περπατώ και γέρνω λες να τον παίρνω και ό,τι άρρωστο κατεβάσει ο νους σας.
Πνευματικά = ο έχων πνευματικό κώλυμα (στο τι ;;;;; το αφήνω στην φαντασία του κάθε ενός από εσάς).

Μπατάρουν και τα αυτοκίνητα.

- Ρε για κοίτα τον Μιχαλάκη... πώς περπατάει έτσι, ρε σα μπαταρισμένος πάει!
- Δεν είναι τίποτα, θα του πέρασει, χθες ήταν με την Μαρία την κουτσή και έκαναν κουτσό γαμήσι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικός όρος για μικρότερους σε ηλικία που παρεισφρέουν σε μια παρέα μεγαλυτέρών τους.
Σπόρος διότι δεν έχει μεγαλώσει (φυτρώσει) ακόμα.
Και χαριτωμένα «σποράκι», «σπορίκλα». Θα προσπαθήσει να πει κάποια εξυπνάδα στην παρέα και θα τον κοιτάξουν υποτιμητικά λέγοντας του «πάψε ρε σπόρε τι είναι αυτά που λες».

Ωχ κοίτα ρε, ο Γιάννης με τον αδελφό του τον σπόρο... Θα μας τα ζαλίσει πάλι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιά έκφραση ταξιτζήδων για το γέμισμα του ρεζερβουάρ (reservoir, δεξαμενή καυσίμων). Σημαίνει ότι το γεμίζεις μέχρι που δεν παίρνει άλλο, μέχρι το χείλος, ξέχειλα.

Χρησιμεύει όταν θέλουμε μα πούμε σε κάποιον να αυξήσει ταχύτητα σε ένα μηχάνημα (αυτοκίνητο - μοτό).

  1. Φουλάρισέ το φίλε μέχρι τα μπούνια, έχω δύσκολη νύχτα απόψε.
  2. Φουλάρισέ το ρε μαλάκα, πάει, μας προσπέρασε ο πουστάρας!

Βλ. και φουλάρω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρελάκιας.

Δεν πρέπει να συγχέεται με τον τρελό. Ο μουρλάκιας το κάνει επί τούτου.

Παίζει σε στρατό προς απόκτηση τρελόχαρτου και απαλλαγής από την υποχρέωση στρατεύσεως. Δεν γνωρίζει όμως ότι το τρελόχαρτο θα τον ακολουθεί μέχρι να πεθάνει με πολλές δυσάρεστες συνέπειες στην εργασιακή του καριέρα.

Αν, λέω αν, είναι όμως παιδί πολιτικού τότε δια μαγείας χάνεται το τρελόχαρτο μετά την απόλυση του.

Τι καλά να γεννιόμουν και εγώ από χρυσό νεροχύτη αλλά, δυστυχώς, ήταν πορσελάνινος.

Ποιον να ψηφίσω ρε, αυτόν τον καραγκιόζη; Ήμασταν και μερικές μέρες μαζί στο στρατό μέχρι που έφυγε με τρελόχαρτο. Το έπαιξε μουρλάκιας... ΕΡΕ, και να είχα και εγώ τα μέσα... ΑΠΟΧΗ ρε, όλοι ίδιοι είναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified