Η γυναίκα που μονίμως κλαίει και παραπονιέται με το παραμικρό ή έχει μια κλαψιάρικη, μίζερη φάτσα, και ποτέ μα ποτέ δεν δείχνει ότι κάτι την ευχαριστεί.

Πιθανώς η ετυμολογία της λέξης έχει να κανει με τα υγρά κλαμμένα μάτια που παραπέμπουν σε υγρό μουνί, είτε με την σλανγκ έκφραση της γυναίκας ως μουνί.

Αμάν βρε παιδί μου αυτη η Αννούλα, τι κλαψομούνα που είναι. Την πήγα για καφέ, την πήγα σινεμά, προχθές βγήκαμε για φαί, και πάλι μυξοκλαίει ότι δεν την προσέχω. Δεν την αντέχω!

Δες και -μούνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασική ερώτηση ψευτόμαγκα προς αδαείς και μη, με στόχο να αποδείξει την εμπειρία του σε πλείστους τομείς, την καπατσοσύνη του και ότι γενικώς δεν μπορεί να τον ξεγελάσει κανείς. Όλα αυτά βέβαια ισχύουν αν όντως πέσει σε φελλό τύπο, γιατί άμα πέσει σε κανέναν πιο έξυπνο, την έβαψε.

Προς κατανόηση του ορισμού, όρα παράδειγμα.

- Άσε μας ρε, που θα μας υποδείξει πώς να συμπεριφερθούμε στην γκόμενα! Άντε τράβα πες μας από πού κλάνει το μπαρμπούνι!
- Δεν κλάνει ρε ούφο, αν έκλανε δεν θα ήταν κόκκινο!!!

(από Vrastaman, 22/11/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ατάκα αυτή λέγεται για όσους, θέλοντας να δείξουν ότι είναι έξυπνοι και καπάτσοι, ξεσκεπάζουν από μόνοι τους, άθελα τους, τις μπαγαποντιές που έχουν κάνει.

Πήγε να μου κρύψει ότι φόρεσε κέρατο στο έτερο ήμισυ, αλλά είχε τόση χαρά που κατάφερε αυτό το δίμετρο μωρό που στο τέλος τα ξέρασε όλα... και χωρίς να του κάνω φάλαγγα. Η πουτάνα θέλει να κρυφτεί και η χαρά δεν την αφήνει.

(από panos1962, 07/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πιάνουν συνήθως οι γυναίκες την πρωτομαγιά και φυσικά δεν πρόκειται για κλαρί δέντρου, αλλά για το αντρικό μόριο.

Η πρωτομαγιά πριν καθιερωθεί ως εργατική αργία, ήταν η ημέρα πολλών παγανιστικών εορτών, τελετών και λατρείας προς τη φύση και φυσικά δεν υπήρχε μεγαλύτερη ένδειξη τιμής προς την μητέρα φύση από το να συνευρεθούν ερωτικά οι γυναίκες με τους άντρες.
Συνήθως σε αυτές τις τελετές ο αρχιερέας κρατούσε ένα κλαδί δέντρου στολισμένο με λουλούδια και από εκεί και έπειτα η σημειολογία έκανε το έργο της και το πέος απέκτησε και άλλο όνομα.

Αχ! την πρωτομαγιά λέμε να πάμε εκδρομή, να κάνουμε στεφάνι από λουλούδια, να πιάσουμε και κανένα μαγιόξυλο... αααχχχ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αντικείμενα ενός χώρου ή μικροεξαρτήματα ενός εργαλείου που είτε δεν γνωρίζουμε την ονομασία τους είτε βαριόμαστε να τα αναφέρουμε ένα προς ένα.

  1. Αγόρασα ένα καινούριο πολυμηχάνημα κουζίνας μπας και καταφέρω να πετάξω όλα τα άχρηστα τσάντζαλα μάντζαλα που μου πιάνουν τον χώρο στον πάγκο.

  2. Αγόρασα νέο κινητό, αλλά ρε γαμώτο δεν πρόσεξα την προσφορά και βρέθηκα χρεωμένος με όλα τα τσάντζαλα μάντζαλα που το συνόδευαν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάποιος δεν βρίσκει μέρος να καθίσει και ρωτάει, συνήθως με παράπονο, «και εγώ πού θα καθίσω;», οφείλει η ομήγυρις να του απαντήσει «στου φούρνου την κατσούλα».

Αγαπημένη έκφραση στις προηγούμενες γενιές, τότε που όλοι ήξεραν το σχήμα του ξυλόφουρνου, όπως διατηρείται βέβαια ακόμη σε διάφορα χωριά, αλλά πια χωρίς να έχουν και πολλές ευκαιρίες οι νέοι να συναντήσουν.

Και για να γίνει πιο κατανοητή η φράση ας εξηγήσουμε πώς έχει το σχήμα του φούρνου.

Είναι, λοιπόν, ένα μικρό θολωτό οίκημα, δεξιά και αριστερά του είναι «τα μάγουλα» και το υψηλότερο μέρος του σφαιρικού τμήματος του φούρνου λέγεται «κατσούλα».

Οπότε, η φράση αυτή είχε καθαρά σημειολογικό χαρακτήρα και παρουσίαζε με σεμνό ύφος αυτό που θα δείχναμε σήμερα με αισχρή χειρονομία.

-Αμάν ρε, όλοι πιάσατε τις καλύτερες θέσεις! Εγώ που θα καθίσω τώρα;
-Στου φούρνου την κατσούλα, και πολύ σού είναι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απάντηση στην ερώτηση «πού», ειδικά όταν αυτή η ερώτηση είναι αποτέλεσμα αφηρημάδας ή απλώς πρόθεσης του έχοντος την απορία να σπάσει τα νεύρα του συνομιλητή του (τέτοιες συζητήσεις λαμβάνουν χώρα κυρίως μέσα στην οικογένεια, με πρωταγωνιστές μικρούς και μεγάλους).

— Μαμά! πού είναι η στολή του σπάιντερμαν;
— Στο δωμάτιο σου, παιδάκι μου! Εκεί που την άφησες χθες! Πήγαινε να την πάρεις μόνος σου!
— Πού;;
— Εκεί που κλάνει η αλεπού! Άιντε, που κάνεις ότι δεν ακούς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κλασσική απάντηση όταν μετά από μια εκτενή αφήγηση ενός περιστατικού την οποία ο ακροατής ουσιαστικά δεν ακούει και στο τέλος ρωτάει τον αφηγητή «ε, τί;»

- Με πήρε, που λες, τηλέφωνο και δεν έτρεχε μία που με έστησε χθες το βράδυ. Μα τι ηλίθια που είναι, δεν την αντέχω άλλο! Δεν φτάνει που με έστησε, δεν φτάνει που δεν απαντούσε στο κινητό, μου μιλούσε λες και δεν έτρεχε μία. Τέτοιο αναίσθητο άνθρωπο δεν έχω ξαναδει!
- Ε.. τί;
- Τυρί και ψωμί, ρε! Παπάρα, έ, παπάρα, σου μιλάω δέκα ώρες και σου λέω τον πόνο μου και εσύ το μυαλό σου και μια λίρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γενικός όρος που αναφέρεται σε σύνολο διαφόρων μουσικών οργάνων που προκαλούν (κατά τον ακροατή) θόρυβο άνευ ουσίας και λόγου. Χρησιμοποιείται επίσης και για να περιγράψει όλα τα μικροαντικείμενα τα οποία βρίσκονται παραπεταμένα και σκορπισμένα δεξιά και αριστερά.

Σαν λέξη προέρχεται από παραφθορά της λέξης κλειδοκύμβαλο, το έγχορδο και κρουστό μουσικό όργανο που απετέλεσε τον προπομπό του πιάνου.

- Φίλε μου την έβαψα! Αύριο ξεκινούν πολιτιστικές εκδηλώσεις στην γειτονιά μου. Ξέρεις τι σημαίνει αυτό;
- Τι σημαίνει;
- Ότι θα έχουμε ολονυχτία απ' τα κλαμπατσίμπαλα τους και θα πάμε για δουλειά μετά το πέρας του 3ημέρου σαν τα ζόμπι απ' το ξενύχτι!

- Μαιρούλα! μάζεψε τα κλαμπατσίμπαλα σου παιδί μου στο κουτί τους και έλα να φάμε, για να πας για ύπνο νωρίς! Δεν θα σηκώνεσαι πάλι αύριο το πρωί!

Βλ. και κλαπατσίμπαλο, κλαπατσίμπανο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αποτρεπτική έκφραση που κόβει την φόρα σε όσους πουλάνε εξυπνάδα, μαγκιά και προειδοποιήσεις. Αυτός που ξεστομίζει αυτήν την φράση δείχνει στον άλλο ότι δεν φοβάται και γενικώς δεν μασάει!

- Μαράκι, δεν γουστάρω όταν συναντούμε γνωστούς να σαχλαμαρίζεις μαζί τους τάχα μου ότι κάνεις δημόσιες σχέσεις για το μαγαζί. Θα σου σκάσω καμιά μπούφλα καμιά φορά, να μου το θυμηθείς σου λέω! - Ασε ρε, φτύσ'τα μπούτια σου, που μας φοβερίζεις κιόλας. Εγώ έτσι φέρομαι στους φίλους και άμα σ'αρέσει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified