Το σινεμά, ο κινηματογράφος.

Ρε, δε πά' να δούμε κάνα πανί;

Πανί αιώνιο (από GATZMAN, 13/10/09)

Δες και κινηματόγραφος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνομιλώ με την υπόλοιπη μπάντα, μέσα από το όργανο που βαρώ.

Συνεκδοχικά, μιας και το τζάμι συνήθως πάει υπόγεια, επικοινωνία μη άμεσα αντιληπτή.

- Ρε συ, μαζί με τη Χριστίνα δεν μπήκα; Πώς στο διάτανο έγινε και έφυγε με το Ζιακό;;
- Ααασε, τζαμάρανε τα δυο τους, όρτσε και συ γαμβρέ κουφέτα (του σκάει δυο μουτζιλίκια), τσάκα δυο cousano roja μεταξοσκώληκα (με το σκουλήκι) να λαμπικάρουμε, χαρ χαρ χαρ!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αβεβαίας προέλευσης και ετυμολογίας ρίζα.

Πάω στα σκοτεινά τώρα.

Η ατζούμπαλη γυναίκα. Αυτή με τα μεγάλα κανιά, η υπερβολικά ψηλή.

Κανένα, ουχ ήττον, μιας και κρητική η λέξη μάλλον αφορά αρούκατες γυναίκες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίθετο για την βύθιση πλεούμενου με όλο το πλήρωμα και τους επιβάτες πνιγμένους, χωρίς να προλάβουνε κιχ να πούνε.

Συνήθως συμπληρώνει μπινελίκια και καντήλια για αυτοχρισμένους υπερασπιστές δικών μας θέσεων και επιχειρημάτων, που φάγανε μεγάλη ήττα.

- Αυτό το αρχίδι για πρόεδρα, ήθελα και να κάτεχα ποιος το ψήφισε;; εε;;;
- Γιατί ρε κλαψόμουνο, αφού με αυτά που είπε καταφέραμε και πήραμε τις υπερωρίες μας σαν κανονική άδεια.
- Οι 'ρωρίες, ρε όργιο είναι φταλέ εξορισμού, ο πλαστήρας δεν παζάρεψε καν, μας πήγε αύτανδρους, που μουριές να βγάλει το μπορδέλο του γαμώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πάτος, ο τελειωμένος μηχανικός (πολιτικός, χημικός, ηλεκτρολόγος, μηχανολόγος... Ε.Μ.Π. Α.Π.Θ. ή άλλων ευαγών), που πήρε πτυχίο με το μόνο λαμπάκι στον εγκέφαλό του αναμμένο την «έξοδο κινδύνου», όλα τα άλλα νύχτα.

Χρησιμεύει για υπογραφή στον πάτο σχεδίων υπό την ιδιότητα «υπεύθυνος έργου», αλλέως μεκανίκο αυτοφωράκιας.

Η ντροπή του κλάδου.

- Καλά ματάκια μου υπόγραψες για παράδοση, δεν είδες τις διατομές του που είναι αούα;;;
- Μα υπεύθυνος υπογράφει ο dr Καραχάλιος επιθεωρητής δόκτωρ μηχανόλογος μηχανικός.
- Ντοτόρι του κερατά «ο μεκανίκο auditor!!» του Σπαθάρη καραγκιοζάκι, τσίμπα τώρα ένα εξάμηνο σταλίες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μακάβριο κούρεμα, συνήθως δολιχοκέφαλων που πάνε και κουρεύονται α λα κεκαρμένη κεφαλή, τάχα μου δυναμώνει η ρίζα έτσι.

- Παναιιϊα μου!! ο Σύλλας!! πώς εϊνες έτσι ρε παιδί; Τσακώθηκες με τον σκούληκα τον μπαρμπέρη;; Ρε σα τορπίλα έγινες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το ιγγιπόπειο άσμα ασμάτων.

Φυσικά χαρακτηρίζει γκόμενα σκυλί, μαύρο σκυλί.

- Γιώργη, κόψε δεξιά, τη μελαχρινή, την ωχαμάννα!!
- Αχαχούχαααα, ρε Μάνο πόσο έχεις να σμπρώξεις; now i wanna be your dog.
- Μμμ;;;;
- Τι μουου... ρε προστύχειο, «όλα τα ζα πούλησα, μα η σκύλα δεν πουλιέται», ό,τι νά 'ναι...

Iggy Pop, I wanna be your dog (από Khan, 17/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνήθως η γυναίκα, που θέλει συνέχεια αγκαλιές και εκδηλώσεις γούτσου γούτσου (το μάλλον ή ήττον αυτοαναφορικής λατρείας, αλλά όχι πάντα).

- Ρε σκατόγερα, πού το 'βρες ρε τέτοιο φουρφούρι και το σέρνεις... Στην ηλικία σου ρε, θα την πηδάς και αυτή θα καθαρίζει μήλα.
- Άσ' τα Μπάμπη, τη βολή μου έχασα, η γκόμενα κισσός, από πάνω μου δεν ξεκολλά με τίποτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο καραγρουσούζης στα κρητικά των Χανίων (ο «άζουδος» είναι απλά ο κακότυχος).

Η Κρήτη η παντέρμη έχει μακράν παράδοση εις την ατσιποδιά (βλέπε πρυτανεία μητσοτακέικου)

Από συνεκδοχή, το θύμα ατύχων συγκυριών.

- Καλά ρε ατσίποδα, καλά ρε άζουδε, περίμενες τη γυναίκα σου τη Δευτέρα από ταξίδι και δεν άδειασες τα σκουπίδια της χέστρας, με τη ξένη σερβιέτα μέσα!! Πώς να μην σε χωρίσει μετά εε;
- Άντε ρε Σήφη, μη βαράς και συ και στρώσε τον καναπέ σου για μια δυο μέρες για μένα.

μήτσακλας (από northwind, 12/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

α) Στην καρακοσμάρα του, άνθρωπος που δεν καταλαβαίνει χριστό απ' ό,τι γίνεται γύρω του.

β) Εκ του α), συνεννόηση τσιμπούκι, δλδ. γάμησε τα, γάμα τα.

Αγνώστου ετυμολογίας και προέλευσης (πιθανολογείται σύντηξη με το Σεφέρλειο «α καλό εεε;» και το αούα)

- Άσε ρε Γιώρη, πού να σ'τα λέω, ρόμπα έγινα σήμερα ανήμερα του Άη Λια...
- Γιατί τι παίχτηκε;
- Να, πρωί πρωί μπαίνω κόκκαλο στη βάρδια, κολλητά από κλάμπινγκ και έρχομαι στην πύλη, φάτσα κάρτα με τον βάις (vice president) τον Ηλιόπουλο...
- Ε και;; - Εεεε να, τρώω κόλλημα και του λέω χρόνια σας πολλά Κε Ηλιόπουλε, ένεκα επωνύμου...
- ΚΑΛΑΑΑΟΥΑ, γάμα τα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified