Ειρωνικός χαρακτηρισμός φωτογραφικών συσκευών που, ενώ έχουν φακό μεγέθους φακής, πλασάρονται ως «υψηλής ποιότητας» προβάλλοντας μόνο τον αριθμό των megapixel.

- Πολύ πρώτο το κινητό του Τάκη. Έχει εφτά μεγαπίξελ.
- Καλά, άμα του κουτσουλίσει μύγα το φακό, θα έχει εφτά μυγαπίξελ.

Got a better definition? Add it!

Published

Αψυχολόγητη πράξη, βλακώδης ενέργεια, άτεχνη κίνηση.

Χαρακτηρίζεται έτσι μια πράξη όταν, τη στιγμή που όλα πάνε σχετικά καλά, «καταφέρνει» να τα κάνει όλα σκατά.

Από το όνομα του ποδοσφαιριστή Λουκά Βύντρα.

Στο τάβλι:
Ρε μαλάκα τι βυντριά ήταν αυτή; Δεν είδες ότι σου πιάνει τη μάνα με ντόρτια;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Απαξιωτικός χαρακτηρισμός εκείνου που δεν ανέχεται την διαφορετική άποψη και προσπαθεί με οποιοδήποτε κόστος να επιβάλλει την δικιά του.

  2. Κρυφο-σταλινικός.

Από το όνομα του ΓΓ της ΚΕ του ΚΚ της ΕΣΣΔ, Ιωσήφ Στάλιν.

- Δεν ξαναμιλάω με τον Μπάμπη. Ιωσηφίνα έχει καταντήσει.

- Η Ιωσηφίνα του Περισσού.

Ιωσηφίνα iaction (από Vrastaman, 23/04/09)Η τύπισσα δεξιά, είναι μια άλλη Ιωσηφίνα. Η γυναίκα του Ναπολέοντα. Στη φωτό παίρνει το διαζύγιο της. (από GATZMAN, 23/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τεράστια κοιλιά.

Πανουσιακή λεξιπλασία από την σύνδεση των λέξεων κοιλιά και μαντζάρε (ιτ. mangiare) = τρώω, με συνειρμική μεταφορά στο όρος Κιλιμάντζαρο της κεντρικής Αφρικής.

Μεγάλε! Τι κοιλιμάντζαρο είναι αυτό που έχτισες μέσα σε έναν χρόνο;

(από baznr, 26/04/09)(από baznr, 26/04/09)Κιλιμάντζαρο. Το σλανγικό χιόνι του είναι το υποδόριο λίπος (επιφανειακό λίπος) (από GATZMAN, 27/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο εντελώς ανίδεος στη χρήση υπολογιστικών συστημάτων. Ο ανίκανος να παστώσει το κοπίδι.

Από το αλβανικό μπιτ=εντελώς και μάπας=βλάκας, παραπέμποντας στις ψηφιακές εικόνες τύπου bitmap.

Καλά ρε πούστη! Μπίτμαπ είσαι; Έδωσες την πιστωτική σου στο hackers.net;

(από baznr, 27/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απαγορευμένο σβούρισμα της πεντάδας ή της τριάδας στο ποδοσφαιράκι, μπας και βγει η κόντρα. Δείγμα χαμηλής τεχνικής στο συγκεκριμένο άθλημα.

Εκ μεταφοράς και στο ποδόσφαιρο, όταν η μπάλα πάει όπου λάχει, με γιόμες και συνεχή λάθη στο κέντρο.

  1. Χάνει πλερώ, στα τρία. Χωρίς πούστηδες και φουρφουρίκια (πούστηδες: οι πλαϊνοί της επιθετικής τριπλέτας.)

  2. Πάμε να φύγουμε ρε! Δε βλέπεις; Άρχισαν τα φουρφουρίκια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο καθένας από τους δύο ακραίους της επιθετικής τριπλέτας στο ποδοσφαιράκι. Συνήθως απαγορεύεται το σκοράρισμα με αυτούς τους παίκτες, με εξαίρεση την κόντρα.

Στο εντελώς στρέιτ ποδοσφαιράκι, ο μεσαίος «σφίγγει», περιμένει τον αντίπαλο να «πιάσει» την άμυνα, «αλλάζει» με τον πούστη και μετά «καρφώνει».

Δουλεύει τον πούστη με την σπόντα.

(από Τσακ εις την μέσην, 25/10/10)

Δες και μπανιστήρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάνω επικόλληση αυτό που μόλις πριν έκανα αντιγραφή, σε υπολογιστή με Λειτουργικό Σύστημα Γραφικής Ενδομετώπης Χρήστη (Graphical User Interface), όπως γιά παράδειγμα τα Παράθυρα της Μικρομαλακιάς (Microsoft Windows).

Από το αγγλικό copy paste.

- Δεν προλαβαίνω ούτε με σφαίρες να παραδώσω την ιστοσελίδα μέχρι αύριο.
- Έλα μωρέ! Πάστωσε τους δυό - τρία κοπίδια από ένα άλλο και πάμε για μπύρες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λειτουργικό σύστημα που έκατσε στο σβέρκο της παγκόσμιας κοινωνίας της Πληροφορικής, καταδικάζοντάς την να κάνει βήματα πιο αργά κι από τον Έβερτ.

Λέγεται ότι ο ιδρυτής της Μικρομαλακιάς, Βασιλάκης Πόρτες, ονόμασε το δημιούργημά του «Παράθυρα» οραματιζόμενος την ελληνική νομοθεσία, η οποία χαρακτηρίζεται από παραθύρια, τρύπες, κενά, τσόντες, μπαλώματα, παραπομπές, αντιφάσεις, πασαλείμματα και εξυπηρετικά «πακέτα».

Βλέποντας μπροστά, με θάρρος και αυτογνωσία, ο οραματιστής Πόρτες, δεν δίστασε να βγάλει το πράμα του, το μαγαζί του, «Μικρομαλακιά» και αυτό είναι κάτι που η ανθρωπότητα πρέπει να του αναγνωρίσει.

Από την άλλη μεριά, ο Πόρτες λατρεύεται σαν θεότητα από τους υπαλλήλους των εταιριών παρασκευής αντι-ιϊκών, οι οποίοι κάθε μεσημέρι στρέφονται προς το Ερυθρομόνδιο της Πλυντηριούπολης και γονατίζουν σαν Πέντιουμ ΙΙΙ με Παράθυρα ΧρωΠη.

- Σούλα μου! Το πισί μου αρρώστησε.
- Στα λεγα γω Πόπη μου. Κόψε την Μικρομαλακιά να δεις φως.

(από baznr, 28/04/09)(από baznr, 28/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι μιά άγρια παρερμηνευμένη λέξη, που συχνά χρησιμοποιείται με λάθος τρόπο και μάλιστα από αυτόν τον ίδιο τον Μπαμπινιώτη!

Ο Μπαμπινιώτης λοιπόν, στα χαλαρά και αβλεπί, γράφει ότι ρουφιάνος είναι ο καταδότης, ο προδότης, ο ραδιούργος, ο χαφιές, ο σπιούνος, ο δολοπλόκος, ο συκοφάντης, ο μαστροπός.

Άρτσι μπούρτσι και λουλάς!

Στην πραγματικότητα, αυτή είναι η εννοιολογική φθορά της λέξης και όχι η πραγματική σημασία της.

Ρίζα της λέξης:
Στην ιταλική, ruffiano λεγόταν αρχικά το ψωράλογο που βάζουν μαζί με την φοράδα την εποχή του οίστρου της. Η φοράδα όμως είναι ζόρικο ον και δεν κάθεται εύκολα. Τις πρώτες μέρες κλωτσάει άσχημα, δαγκώνει και μπορεί να τραυματίσει άσχημα το αρσενικό. Γι' αυτό οι εκτροφείς, θέλοντας να αποφύγουν τυχόν τραυματισμό του καθαρόαιμου επιβήτορα, βάζουν πρώτα μαζί με την φοράδα τον ρουφιάνο. Όταν η φοράδα αρχίσει να «μαλακώνει», τότε βγάζουν τον κακομοίρη τον ρουφιάνο και ρίχνουν μέσα το άτι για τα περαιτέρω.

Πραγματική σημασία της λέξης:
Ρουφιάνος είναι ο αναλώσιμος άνθρωπος που εκτελεί μια ποταπή αποστολή για λογαριασμό άλλου, ώστε να μην εκτεθεί ο εντολέας του. Ο αχυράνθρωπος.

Συνηθέστερες αποστολές του ρουφιάνου είναι:
- η νύξη για σύναψη παράνομης ερωτικής σχέσης χωρίς να εκτεθεί ο εντολέας (βολιδοσκόπηση).
- η έκφραση απειλών, ο εκφοβισμός.
- η προβοκάτσια

Να σημειωθεί ότι μέχρι πριν όχι και τόσα πολλά χρόνια, η λέξη χρησιμοποιείτο με την σωστή έννοια...

Και τώρα μπορώ να το πω: Μπαμπινιώτη σε έσκισα!
Ένα όνειρο ζωής έγινε πραγματικότητα!

  1. - Με μια δεκάρα κάλπικη χίλιους ρουφιάνους βγάζεις. (= αναλώσιμα ανθρωποειδή)

  2. - Αλήτες, ρουφιάνοι, δημοσιογράφοι! (δηλαδή μεταφέρουν τα λόγια των αφεντικών τους)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified