(Ναυτικό): Παλιά έκφραση των ναυτών, που έχει και συνέχεια: «...το Πι-Νι για να τελειώσει - το μουνί για να καβλώσει».

Το Πι-Νι στη φράση είναι το Πολεμικό Ναυτικό (Π.Ν.), όπου η θητεία πάντοτε υπερέβαινε χρονικά αυτή των άλλων όπλων, κατά 1-2 μήνες (π.χ. το '50 ήτανε 38 μήνες, μετά 36 κλπ και κατέληξε για ολόκληρη τη δεκαετία '80-'90 21 μήνες, ενώ η αεροπορία ήταν 20 κι ο στρατός ξηράς 18).

Υπ' όψιν δε, οτι μέχρι και το 2002 περίπου, που καταργήθηκε η θητεία σε πολεμικό πλοίο και σιγά-σιγά μέχρι σήμερα και στα βοηθητικά, το ναυτικό όχι μόνον βυσματικό όπλο δεν ήταν, αλλά σε πολλές περιπτώσεις χειρότερο απο την πιο ελεεινή μονάδα του στρατού ξηράς (!)

Είχε πολλές, σκληρές, βαριές κι επικίνδυνες δουλειές, πολλά μακρινά ταξίδια, αβέρτα ασκήσεις κτλ και όλα αυτά κλεισμένος σε ένα σαρδελοκούτι υπό άθλιες καιρικές, βιωτικές (ποινολόγια, κατσαρίδες, αρουραίοι, μπόχα, κλεισούρα, ζέστη, έλλειψη καθαρού νερού/λουτρών) και διατροφικές (βάλαν τον κώλο μάγειρα-σκατά θα μαγειρέψει) συνθήκες.

Για το λόγο αυτό, έλεγαν οι παλιοί ναύτες στους νέους το τραγουδάκι (κατά το «Σαμιώτισσα»):

[i]Στραβόγιαννα-στραβόγιαννα, πότε θ' απολυθείτε; Είκοσι-ένα τα σκαλιά, στραβόγιαννα και πώς θα τ' ανεβείτε;[/i]

Ήθελε υπομονή λοιπόν η κατάκτηση του απολυτηρίου, όπως ακριβώς και της γυναίκας, αφού λέγε-λέγε το κοπέλι, κάνει την κυρά και θέλει!

- Πού υπηρετείς;
- Στο Α/Τ Θεμοστοκλής (αντιτορπιλικό).
- Έχεις πολύ ακόμα;
- 405 και σήμερα είναι πολλές;
- Αμάν! Έχεις να φάς κουραμάνα...
- Τί να κάνουμε; Το Πι-Νι και το μουνί, θέλουνε υπομονή...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άκρως υποτιμητικός χαρακτηρισμός για το ναύτη ή το βυσματωμένο πιλάφι, που δεν έχει κάνει στόλο (στα πλοία). Κατά το άμπαλος («δεν ξέρει από μπάλα).

Στα πολεμικά πλοία λόγω των εξαιρετικά δυσμενών βιοτικών και καιρικών συνθηκών, υφίστανται άγραφοι κανόνες ηθικής, η απειθαρχία τιμωρείται αμείλικτα, παίζει αλληλοσεβασμός ανάμεσα στο πλήρωμα, είναι περήφανοι ναύτες και πιλάφια για «το πλοίο τους» διότι δουλεύουν σκληρά, το επισκευάζουν και ζουν εκεί μέσα και χτίζονται γερές φιλίες αλλά και βαθιές έχθρες.

Ιδίως οι υποβρύχιοι είναι οι πιο σεβαστοί απ' όλους τους ναυτικούς, διότι ούτε που ασχολούνται με ταρατατζούμ, μια ζωή φοράνε φόρμα ακόμα κι οι πλωταρχαίοι, δουλεύουν υπεύθυνα, είναι δεμένα τα (μικρά) πληρώματα και δεν διαφέρουν οι συνθήκες άσκησης από αυτές της μάχης: Αν κάνεις μαλακία «έμεινες κάτω», όπως λένε.

Οι άστολες κουφάλες του ντόκου και των γραφείων, που είναι πολυπληθέστεροι από τα πληρώματα, είναι άλλο ανέκδοτο: Σφηκοφωλιά, τεμπέληδες, οχτάρες-στολάρες χοροί και φιοριτούρες, ποιός θα βγάλει το μάτι του άλλου, βύσματα, σταρχιδισμός, ρουφιανιλίκι, κλοπές, μοιχείες, μικρότητες κλπ-κλπ. Γι' αυτό οι θαλασσοβρεγμένοι τους κοιτάνε με μισό μάτι. Όχι από ζήλεια. Από περιφρόνηση...

Αργκό του Π. Ναυτικού.

- Τράβα μια στο σηματωρείο του Ναυστάθμου, να τους δώσεις ένα επείγον να στείλουνε!

- Μα ύπαρχε, μου είπε ο οπλονόμος τους, να μην πάω τώρα, γιατί κοιμούνται για μεσημέρι λέει...

- Ρε πήγαινε εσύ και πες σ' αυτόν τον άστολο, έτσι και δεν τσακιστούν να το στείλουν αμέσως, θα του πάρω τις τσέπες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλη μια κινηματογραφογενής έκφραση (από την ομώνυμη ταινία με το Κωνσταντίνου), που λέγεται από τα πιλάφια και δηλώνει με ελαφριά ειρωνεία την παρουσία πολλών ναυτών (πλάκωσε ναφτουργιά που λένε), τους οποίους ψημένοι μάγκες οι ίδιοι (λέει) θεωρούν ανάξιους στη ναυτοσύνη και ψιλοκοροϊδάκια, κάτι σαν τ' αμερικανάκια του έκτου στόλου, που μας γαμήσανε την αδερφή κι εμείς τους παίρναμε κανά δολάριο στον παπά και περνιόμασταν για αλάνια...

- Πάμε για κανά ΣουΚου στον Πόρο;

- Τρελός θα' σαι! Θα' ρθει ο Πρόεδρος Δημοκρατίας για την ορκωμοσία των ναυτών και θα πήξουνε οι δρόμοι από δαύτους. Καλώς ήρθε το δολάριο θα γίνει!

Ντροπαλός Κωνσταντίνου (από Khan, 23/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γνωστή μαθητική έκφραση, κατά πρωκτών θηλέων συγγενών οιουδήποτε βαθμού συγγενείας απονενοημένη, βλ. «της μάνας σου ο κώλος» (ή «της μάνας σου» σκέτα), «της θείας σου ο κώλος (mutatis mutandis)», «της γιαγιάς σου (ομοίως)», «της μητέρας σου (για μοσχαναθρεμμένους)» κ.α. ενώ, προκειμένου για αδερφή, προτιμάται παραδόξως μόνον το αιδοίο: (βλ. «το μουνί της αδερφής σου») μάλλον διότι, είναι και νεότερη όσο να' ναι... Στις ανωτέρω εκφράσεις υπονοείται το ρήμα «γαμιέται».

Ο ανθοστόλιστος απηυδυσμένος (sic), παραπέμπει ευλόγως στο γνωστό: «Κώλος με τρίχες - μπαξές με λουλούδια» και το «Θα σου κάνω τον κώλο τριαντάφυλλο» ή μαργαρίτα, (προκειμένου να τον μαδήσει ο επιβήτωρ και να μάθει τα μυστικά της καρδιάς)! Η ποικιλία δεν βλάπτει.

Οι νεοέλληνες, δεν κατέχουν το προνόμιο της καθυβρίσεως συγγενών και θείων. Οι Ισπανοί και οι Ιταλοί λόγου χάρη, διαθέτουν θαυμάσια σχετικά μπινελίκια, με την διαφορά όμως ότι οι πρώτοι δεν απειλούν ότι «θα γαμήσουν», αλλά ότι «θα χέσουν» βλ. «me cago en tu madre», ενώ οι δεύτεροι αποκαλούν γουρούνια τους οικείους του υβριζομένου, ως ύστατον εξευτελισμόν. Καθείς και τα όπλα του... Ιδίως όμως οι Ναπολιτάνοι, διαθέτουν εξόχως ευρύ υβρεολόγιο, (το οποίο μάλλον κληρονομήσανε κι οι Κεφαλλονίτες) με ευφυέστατα και βαρύτατα αυτοσχέδια μπινελίκια, τα οποία εκτοξεύουν ταχύτατα στη μάπα του ταλαίπωρου, που θα τους προκαλέσει την μήνιν. Ειδικώς για συγγενικά προσώπατα, οι Ναπολιτάνοι σε περνάνε γενεές δεκατέσσερες, όπως π.χ. «a mammeta – zitta – sorreta – nonnata – papata - fratteta κ.τ.λ.» (δηλ. της μαμάς – θείας – αδερφής – γιαγιάς – πατέρα - αδερφού σου κ.τ.λ.).

Ακούστε το εξαιρετικό: «Io mammeta e tu» απο τον Domenico Modugno ή τον Renato Carosone, στο u-tube στα ναπολιτάνικα, που στο τέλος, ουσιαστικά στέλνει στο διάολο τη γυναίκα του μαζί με το πολυπληθές σόι της!

- Του’ πες του Μιχάλη να σου δώσει τα κλειδιά απ’ το σπίτι στην Κρήτη;
- Του’ πα, αλλά δεν τα δίνει λέει, γιατί την τελευταία φορά του ανακατέψαμε τα σι-ντι, που τα’ χε με αλφαβητική σειρά και τα πήρε!
- Της θειάς του ο πάτος γαρούφαλα γιομάτος, πές του μαλάκα!

(από Khan, 23/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Στρατός ξηράς): Σαδιστική έκφραση, που μεταφορικώς δηλώνει ματαίωση σχεδίων του φανταράκου, μετά από σχετική προσμονή και γενικώς άνωθεν αναίρεση ευχάριστης κατάστασης.

Κυριολεκτικώς, προέρχεται από το την αργκοτική λέξη «τσιμπάω» (= παίρνω - λαβαίνω, ισπαν. pillar / ιταλ. pigliare) και το παράγγελμα «άκυρο» (ναυτ. = στον καιρό), που φωνάζουνε οι καραβανάδες, προκειμένου να καταργηθεί προηγούμενη εντολή τους, την οποίαν είχαν ξεκινήσει να εκτελούν οι φαντάροι π.χ. «Τους ζυγούς λύσατε!» (αρχίζουν να φεύγουν οι φαντάροι) – Άκυρο! Ξαναστοιχηθείτε!.

Πολλές φορές, γίνεται σκόπιμα για σπάσιμο, δηλ. ο καραβανάς «ρίχνει» και ο φαντάρος «τρώει» άκυρα, για να σπάσει πλάκα ο πρώτος!

Υποτίθεται ότι τα ατομικά καψόνια στο στρατό απαγορεύθηκαν, ότι εκδημοκρατίσθηκε η ηγεσία για να μην έχουμε πάλι κανά χουνέρι (δηλ. κάθε κυβέρνηση βάζει τους δικούς της) κ.λπ., κ.λπ., πλην όμως το στράτευμα είναι εγγενώς πηγή αυθαιρεσιών και ευρύτατης διακριτικής ευχέρειας του κάθε καραβανά, περί των μέσων που θα μεταχειρισθεί, προκειμένου να συνετίσει / στρατιωτικοποιήσει / εκπαιδεύσει τους κληρωτούς. (Βλ. σχετικά το μεταχουντικό ντοκυμαντέρ - ταινία ενός Δανού τύπου, με τίτλο «Ο γιός του γείτονά σου», σχετικά με την εκπαίδευση (;) των παλιών ΕΣΑτζήδων).

Ούτω πως, άκυρο κατ' εξέλιξη, πήρε να σημαίνει και βάσανο – ταλαιπωρία, αλλά και την πειθαρχική τιμωρία του φαντάρου, (π.χ. αφού υπολόγιζε να βγει έξω το σουκού και τον έγραψε ποινολόγιο ο δίκας, άραζε χαλαρουίτα στο κα-ψι-μί και τον τσακώσανε και τόνε στείλανε για μπαλάκι κτλ)

Οι καλοθελητές παλιοί τότε, πλησιάζουν τον ακυροφάγο και σαρδόνια προσθέτουν: «Τσίμπησες το άκυρο και δεν σε χάλασε κιόλας!».

Το «δεν σε χάλασε)» στον στρατό ξηράς, δεν έχει την έννοια που έχει επικρατήσει στην καθομιλουμένη και στο ναυτικό, δηλ. σου ‘κατσε θετικό αποτέλεσμα, αλλά αντίθετα σου γαμεί την ψυχή, δηλαδή, όχι μόνο τον ήπιες στεγνά, αλλά να μη σε χαλάει και καθόλου, μην παραπονιέσαι, γιατί μπορούσε να ήταν (και θα γίνει) χειρότερα. Στο ναυτικό, ανάλογη έκφραση είναι το «δε γουστάρεις;» (δηλ. πρέπει να πήξεις και να γουστάρεις κι από πάνω)...

Θυμίζει το εκμηδενιστικό αμερικάνικο: «Do it and like it» (=θα κάνεις την αγγαρεία «και θα πεις κι ένα τραγούδι» δηλ. υποχρεούσαι να το ευχαριστηθείς κιόλας!), δηλαδή στερεί απάνθρωπα από τον φανταράκο, ακόμα και τη δυνατότητα να στενάξει...

Κατά συνέπεια, σε «άκυρο» μεταφράζεται κάθε εξέλιξη με αρνητικές επιπτώσεις στη ζωή του φαντάρου (και ήδη και του πολίτη - αφού η έκφραση πέρασε στην καθομιλουμένη).

- Σκοπός!
- Διατάξτε!
- Μόλις τελειώσεις απο 'δώ, να πας να βοηθήσεις στα μαγειρεία! (φεύγει)
- Γαμώ τον Αντίχριστό μου! Είμαι οχτώ ώρες όρθιος σερί, έλεγα να την πέσω και με γάμησε ο πούστης! Θα τελειώσω το βράδυ και μετά πάλι έχω γερμανικό...
(πάλιουρας)
- Τσίμπησες το άκυρο και δεν σε χάλασε κιόλας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετο εκ του ζα (πρέζα) + ευγένεια.

Είναι η φαινομενικώς ευγενέστατη (αλλά στο βάθος υστερόβουλη) συμπεριφορά των πρεζάκηδων, διανθισμένη με χατζηαβάτικους θεατρινισμούς, που πάντα αποσκοπεί σε όφελος.

Τα πρεζάκια, όταν είναι στη ζήτα, για να πάρουνε κάνα χαρτί να πιούνε/σπάσουνε (όπως λένε), μεταμορφώνονται όπως-όπως εξωτερικώς σε κουλαριστά και καλοντυμένα άτομα, ενώ παρουσιάζουν έναν ευγενέστατο, άδολο και αναξιοπαθούντα εσωτερικό κόσμο, ταυτόχρονα πασάροντας κι ένα τετριμμένο παραμύθι (π.χ. είμαι φαντάρος, μόλις βγήκα απ' τη στενή, είναι άρρωστη η μανούλα μου, δώμου να πάρω εισιτήριο για το τραίνο, να φάω κλπ) στους περαστικούς επίδοξους σπόνσορές τους.

Βέβαια, κανείς δεν ψήνεται με τέτοιες κλαπαρχιδιές, αφού πρώτα-πρώτα ζέχνουνε από χιλιόμετρα είτε σωματίλα είτε πατσουλιά που βάζουν για να την καλύψουν, δεδομένου ότι αποφεύγουν να πλένονται, και λόγω αυτοεγκατάλειψης αλλά και διότι η ουσία προκαλεί εκφυλισμό του δέρματος που δεν ανέχεται το νερό (βλ. μελέτη γιατρών Α. Δαβαρούκα-Γ. Σουρέτη, Junky του Μπάροουζ κ.α.).

Μάλιστα, το καλοκαίρι του 2004, που γίνονταν συχνά-πυκνά «σκούπες» από την ευαισθητοποιημένη Πολιτεία (sic), για να παραχώσουνε τη σκόνη κάτω απ' το χαλάκι, μη και πάρουνε χαμπάρι οι τουρίστες τα χάλια μας, τα επινοητικά πρεζόνια ντύθηκαν όλα στην πέννα με σούπερ ρούχα-κινητά και ανέμελο «τουριστικό» ύφος για να ξεγελάσουνε (δήθεν) τους μπάτσους και να μην τους τζάσουνε από Ομόνοια και πέριξ(!).

Η σκόνη αυτή όμως, μόνο κάτω απ' το χαλάκι δεν κρύβεται, του οποίου η καμπούρα όλο και διογκώνεται και κάποια στιγμή θα το αποτινάξει και θα πάμε όλοι στο διάολο...

- Καλώστονε κι ας άργησε!
- Σόρρι ρε φίλος, μου 'τυχε κάτι, περίμενες πολύ;
- Άμα σου πώ οτι περάσανε μέχρι τώρα καμιά εξηνταριά μαύροι και καμιά σαρανταριά πρεζάκηδες που με τρελάνανε στη ζαγένεια, πόσην ώρα λές;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χιουμοριστικό σύνθετο εκ του σεξ + σπυρί = καυλόσπυρο /«IEK ακμή»/«boutons de jeunesse» (σπυριά της νεότητος για τις Σουσούδες).

Ο μακαρίτης ο γνωστός μου στην Αυστραλία (καλός άνθρωπος θεοσχωρέστον), είχε λέει ακούσει, πριν χρόνια κάτι Μαόρι, που δεν τους πολυήξερε, να λένε οτι τα σπυριά αυτά εμφανίζονται όταν κάνεις πολύ σέξ (μόνος σου) και ότι εξαφανίζονται όταν αποφασίσεις να παίξεις και με άλλα παιδάκια ή κάτσεις σ' ένα τρίστρατο με πανσέληνο, μ' ένα πνιγμένο κουνέλι στο χέρι και κάνεις μιαν ευχή.

Το clearasil, εξαφανίζοντας τις αντενδείξεις των κατά μόνας ηδονών, δημιούργησε αυταπάτες περί το σεξ σε μια ολόκληρη γενιά...

Να μην συγχέεται με μέγα ποιητή της αλβιόνος, που άλλωστε λέγεται Σακεσπήρος (όπως Γλάδστωνας, πλατεία Κάνιγγος, Βάκωνας, Καρτέσιος κ.λπ.).

- Τί την καλαφατίζεις τη μάπα σου έτσι μωρή; Θα σε πάνε μέσα για πλαστοπροσωπία!
- Άσε, έχω βγάλει κάτι σέξσπυρ και δε φεύγουνε με τίποτα! Πώς θα κυκλοφορήσω έτσι;

Ο εθνικός τρομπαδούρος της Αγγλίας. (από Khan, 24/07/09)

Βλ. και καυλόσπυρο / καβλόσπυρο, Καυλόσπυρος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Ναυτικό): Απειλή – κυρίως παλιού προς νέο – ότι, αν δεν συμμορφωθεί προς τας σεπτάς οδηγίας του, θα τιμωρηθεί διά του ξηλώματος της τσέπης του πουκαμίσου ή του παντελονιού του. Λέγεται και ως: «Θέλω τσέπη», «Νέος! Σου περισσεύουν τσέπες;», «θα σε ξηλώσω!», «Ξηλώσου μόνος σου και στείλε μου τις τσέπες» (να μην κουράζομαι) κ.α.

Επίσης οι κακοραμμένοι γιακάδες των ναυτικών πουκαμίσων αγγαρείας, δεν αφήνουν ασυγκίνητους τους συλλέκτες, αφού ο παλαίουρας συνήθως θα κρατήσει την τσέπη ή το γιακά ως σουβενίρ!

Βέβαια, η απειλή αυτή έχει περιεχόμενο, μόνον όταν ο παλιός είναι μεγαλύτερος ή χειροδύναμος, αλλιώς η ιστορία μπορεί να καταλήξει σε φιάσκο εις βάρος του... Ένας ναύτης μια φορά στο ΚΕ/Παλάσκας, ήταν τόσο άγριος (αν και νέωψ) που είχε μαζέψει τόσους γιακάδες, που τους έδεσε κόμπο τον έναν με τον άλλον κι έκανε σχοινί που ακουμπούσε το χώμα απ' το παράθυρο στο δεύτερο όροφο του κτηρίου Διοικήσεως (το έχω δει με τα μάτια μου!).

Άλλο αντικείμενο συλλογής είναι τα κουμπιά του ναυτικού επενδύτη ή του πουκαμίσου, τα οποία ο αφαιρών αρχίζει να τα στρίβει δήθεν αθώα ως διακόπτες παλιού ραδιοφώνου «για να δούμε αν πιάνει» κι έπειτα τα τραβάει απότομα.

Εννοείται ότι τέτοιες πρακτικές, κάθε άλλο παρά συναδελφικές είναι μεταξύ ναυτών και εγκυμονούν μπερντάχι: Κάποιος γνωστός μου από την Αυστραλία, νέος ναύτης, διαπληκτίσθηκε (λέει) σε πλοίο με κάποιον παλαιότερο, που φορούσε στολάρα αποχωρών για άλλη υπηρεσία και που επέμενε να του πάρει τσέπη (διότι δεν του είχε δοθεί μέχρι τότε η δυνατότητα, αφού ο νέος τον είχε χεσμένο). Ο παλιός πήρε σβάρνα τον Πειραιά, να ψάχνει μπελαμάνα στο νούμερό του...

Βέβαια, υπάρχει και η οικειοθελής παράδοση τσέπης σε μπάνικο παλιότερο ή κληρούχα τιμής ένεκεν: Αδειάζεις την τσέπη σου, την ξηλώνεις όμορφα - όμορφα (να μη σκιστεί το πουκάμισο), γράφεις στην πίσω όψη τ' όνομα και το Α.Γ.Μ. σου με αφιέρωση και τη δίνεις στον αποχωρούντα ή όταν εσύ την κάνεις γι' αλλού. Η πρακτική αυτή όμως έχει ένα μειονέκτημα: Στερείται ο άλλος τη γλύκα της αρπαγής, οπότε σε προλαβαίνει και τη βουτάει μόνος του, κατά το «τα φιλιά μου θα στα 'δινα - μα ήθελες να τα κλέψεις» (Γαλάνη).

Επιπροσθέτως, υφίσταται και το οικειοθελές και ολοσχερές ξήλωμα / εκτραχηλισμός των απολυομένων, μόνον από κληρούχες τους: Ο απολυόμενος ανοίγει χέρια-πόδια όρθιος ή ξαπλωτός και οι άλλοι με χαρά κα-τα-ξε-σκί-ζουν τη (μισητή) στολή αγγαρείας του φίλου τους, που ωρύεται «απολύομαι και διαλύομαι»!

Υπ’ όψιν, αν σε κάνουν τσακωτό τα πιλάφια, ακομβίωτο, με σκισμένο γιακά, ξηλωμένη τσέπη ή μπλάνκο στο γείσο του τζόκεϊ (με τους μήνες σου), γενικώς την έχεις γαμήσει, εκτός αν:

1) Είσαι στο μήνα σου (εικοστός = σεβαστός / εικοστός πρώτος = ιερός).
2) Προέρχεσαι από πλοίο (οπότε συμπάσχουν και κάνουν τα στραβά μάτια).

Η συνήθεια, προφανώς προέρχεται από το ατιμωτικό ξήλωμα των διακριτικών, σε περίπτωση αιχμαλωσίας ή καταδίκης σε καθαίρεση, που σημαίνει: «Δεν είσαι πλέον στρατιωτικός!». Έτσι, έκαναν στο στρατηγό Χατζηανέστη το '22 (μετά τη δίκη των εξ) πριν τον περάσουν από μουσκέτο, καθώς και στον ρίψασπη Ιάπωνα στρατηγό του πρώτου παγκοσμίου Παράτα – τα - χαρακώματα...

- Μπά-μπά; Εδώ μου μαζευτήκατε όλοι οι ανοιχτομάτηδες;
- Γιατί σε χάλασε;
- Άμα σου πάρω την τσέπη, θα σου πώ εγώ, στραβόγιαννο!
- Εγώ λέω να πάρεις τ' αρχίδια μου να τα κάνεις καπνοσακκούλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραστατική έκφρασις, σημαίνουσα συναγερμόν προς εσπευσμένην αφόδευσιν ένεκα αχαλινώτου κουράδος, ήτις έχει ήδη (φευ!) ανατείλει ανάμεσα στον Όλυμπο και τον Κίσσαβο. Όπως λένε και για την οδοντόπαστα (και όχι μόνο), όση βγει-μέσα δεν ξαναμπαίνει!

Η προπετής λοιπόν κουράς, φυτρώνει εξ αίφνης ωσάν ουρά εις τον απηυθυσμένον του δυστήνου χέστου, συνήθως εις ώρας και τόπους ακαταλλήλους π.χ. κατά την διάρκειαν κρισίμου επαγγελματικής συνεντεύξεως, σε θερινήν επιθεώρησιν ναυάρχου (βλ. και σχετικές κατάρες: Που να χεστείς σε ίντερβιου / σε παρέλαση και να' ναι καλοκαίρι και να φοράς άσπρα, σε οικτρό μποτιλιάρισμα, απολογούμενος σε δικαστήριο για κακούργημα, γνωρίζοντας σε πάρτι φίλου το κορίτσι των ονείρων σου που είναι έτοιμο να φύγει για Ανταρκτική, πέφτοντας με αλεξίπτωτο. κτλ..)

Συχνότατα, η μουσούδα της εν λόγω κυρίας, ξεπροβάλλει ανεπιστρεπτί κατόπιν αστοχάστου πορδής. Ήτοι όταν τις πέρδεται υπαιτίως αλλά και εσφαλμένως, είτε χρονικώς (άκαιρα) ή τροπικώς (βεβιασμένα), συσπάται το κωλάντερόν του και διακινδυνεύει εν γνώσει του ένα σκατουλάκι χωρίς συμμαζεμό.

Ας ενθυμηθώμεν κανα-δυο σχετικά ανέκδοτα:

[i]1. Πρέπει (λέει) στην τάξη του Τοτού να σχηματίσουν οι μαθητές προτάσεις με την (καινούρια) λέξη που μάθανε: «οπωσδήποτε».

Διαβάζει η Αννούλα: «Αν διαβάσω τα μαθήματά μου, τότε οπωσδήποτε θα λάβω καλούς βαθμούς». Μπράβο Αννούλα. Διαβάζει ο Γιωργάκης: «Το καλοκαίρι που θα βοηθήσω τον πατέρα μου στο μαγαζί, εκείνος θα μου πάρει οπωσδήποτε ποδήλατο». Μπράβο Γιωργάκη.

Λέει ο Τοτός:

- Κυρία-κυρία! Έχει μάζα η κλανιά;
- Τι είναι αυτά που λες παιδί μου;
- Βρε, έχει ή δεν έχει;
- Τέλος πάντων, όχι…
- Ε, τότε «οπωσδήποτε» χέστηκα!

  1. Είναι δυο κατάδικοι στο ίδιο κελί της φυλακής και θέλουνε να παίξουνε. Τι να παίξουνε, ζάρια απαγορεύονται, κρυφτό-κυνηγητό δε γίνεται (το κελί είναι 3x3), θα παίξουμε (λέει) τριανταμία με τις πορδές. Όποιος φτάσει πρώτος ή κοντινότερα στις τριανταμία κερδίζει. Αρχίζει ο ένας και τραβάει κάτι γενναιόδωρες πορδές, αλλά στις 27 ξεμένει από καύσιμο. Ο άλλος σφίγγεται και τραβάει μια, δυο, δεκαπέντε, δεκαοχτώ, είκοσι, εικοσιμία και του φεύγει ένα κουραδάκι… Περιχαρής φωνάζει: Κέρδισα! Εικοσιμία κι η φιγούρα - τριανταμία![/i]

Λένε ότι στο φαΐ, στο γαμήσι και στο χέσιμο δεν χρειάζεται βιασύνη. Συμφωνώ. Πλην όμως, πρέπει να ευαισθητοποιηθεί η Πολιτεία (και οι φορείς), ώστε να τοποθετηθούν απανταχού εις την επικράτειαν και δη εις πλείστα κεντρικά σημεία, δωρεάν αξιοπρεπείς και καθαραί βεσπασιαναί προς ανακούφισιν των ατυχών συμπολιτών ημών, ώστε να αποφεύγονται αι κακοτοπιαί.

Δει δη αποπάτων ώ άνδρες Αθηναίοι και άνευ τούτων, ουδέν εστί γένεσθαι των δεόντων.

Συνώνυμα: Γιομάτο κλανίδι, φορτωμένη/καργαρισμένη πορδή, τορπίλλα, κουφέτο, μου φύγανε/είπανε του παλαβού να κλάσει κι αυτός χέστηκε (παροιμία) κλπ.

Ιταλιστί: Scoreggia vestita (“επενδεδυμένον κλανίδιον”)

- Αργείς;

- Μια στιγμή να κατουρήσω…

- Τελείωνε! Δεν προλαβαίνω, έχει σκάσει μύτη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιά σκληρή παιδική έκφραση κατά αδέξιου ή αργόστροφου παιδιού. Χρησιμοποιείται ιδίως στα αθλήματα, σε περίπτωση απρόσμενης αστοχίας σε εύκολο στόχο ή καθυστέρησης στην κατανόηση συνθηματικών εκφράσεων.

Προέρχεται από το αρκτικόλεξο Π.Ι.Κ.Π.Α. = Πατριωτικόν Ίδρυμα Κοινωνικής Αποκαταστάσεως & Αντιλήψεως, (1914 - 2003), που στόχο είχε κυρίως την αποκατάσταση και μέριμνα παιδιών με ειδικές ανάγκες.

Δηλαδή η έκφραση σημαίνει ούτε λίγο-ούτε πολύ: Είσαι καθυστερημένο!

Συνώνυμα: Άγαρμπο, καθυστερημένο, παράλυτο, ημιπλήγας, παραπλήγας, μαλακιασμένο, παπαρόμπεης, παλτό, μηναρόμπεης, κουλό, κουλομαρία, κουλαρία, κουλαμάρα, σαπατελό, μανταλάκια, παρμένο, αφαιρεμένο, άμπαλο, παρμενίων, ερείπιο, σαπάκι κ.τ.λ.

Ας θυμηθούμε και παλιό σχολικό πείραγμα, όπου πρότεινε η παρέα σε αφελή συμμαθητή, να προφέρει την ερώτηση «πού με πάει το πουλμανάκι;» με τη γλώσσα του κολλημένη στον ουρανίσκο, οπότε η απάντηση δίνονταν ατάκα και ομαδόν: «Στο Π.Ι.Κ.Π.Α.!»

Για άλλη μια φορά, αποδεικνύεται οτι ουδέποτε τα σχολιαρόπαιδα υπήρξαν ούτε άδολα ούτε τρισχαριτωμένα, βλ. βασανιστήρια σε ζωάκια π.χ. καλάμι στον κώλο βατράχου και φούσκωμα ως να σκάσει, αφαίρεση φτερών μύγας ή χωνάκι στον κώλο της (!) κλείσιμο σφήκας σε μπουκάλι, πετάλωμα γάτας, ντενεκέδες στην ουρά σκύλων, επιθετικότητα στους σωματικά ή ψυχικά ασθενέστερους (βλ. Lord of the Flies του William Golding 1954 – σινεμεταφορά του Peter Brook 1963), ανταγωνισμός και επίδειξη λόγω κοινωνικών και ήδη εθνοτικών διαφορών, που κυμαίνονται μεταξύ προνομιακής κατοχής σάκας «Χατζηγιάννης» και σούπερ κασετίνας και μέχρι το σημερινό λεγόμενο school bullying και τον Άλεξ στη Βέροια.

Ώστε, η Πάνια δεν μας ήρθε ουρανοκατέβατη...

  1. - Παίρνω στην ομάδα μου το Χρήστο και το Γιάννη. Εσύ πάρε όποιους θέλεις.
    - Σοβαρά; Κι εγώ τί θα' χω τότε ρε φίλε, που μου' χεις αφήσει εδώ πέρα όλο το πίκπα;

  2. - Καλά ρε, έχασες το γκολ με κενή εστία;
    - Αφού γλίστρησα...
    - Τί πίκπα είσαι συ ρε παιδί μου!

(από xalikoutis, 24/08/09)(από johnblack, 24/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified