Υπό αίρεση απειλητική ύβρις, που εκστομίζεται με ταυτόχρονη πρόταση του μεσαίου δακτύλου: Θα τιμωρηθείς, θα αναχαιτισθείς, θα αντιμετωπίσεις σθεναρά αντίσταση.

Εξυπονοείται ότι, ο προς ον η απειλή, θα καθίσει πάνω στο προτεταμένο κωλοδάχτυλο δίκην τίσεως, εάν επιχειρήσει να ανταγωνιστεί ή επιτεθεί στον προτείναντα.

Συνώνυμα: «Θα φας πούτσα» / «θα σε γαμήσω» / «τη γάμησες» κ.ο.κ.

- Τί έγινε, έμαθες τάβλι ή θα χάσω τζάμπα την ώρα μου;
- Εδώ θα κάτσεις! Θα σε πάω κωλοφεράτζα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιά έκφραση του υποκόσμου και ήδη κοινότατης χρήσης: «Σε ξεγέλασα», «σ' έπιασα κορόιδο», «σε εκμεταλλεύθηκα», «σε νίκησα».

Αγνώστου ετύμου.

Συνώνυμα: «Σου την έστησα (τη μηχανή) », «σου την έσκασα» (βλ. στίχους «μέσα στου Μάνθου τον τεκέ»), «σου την κοπάνησα» (βλ. Κιτσάρας στέλνων το Ζήκο να πάει να δεί αν έρχεται, για να του φάει την καρέκλα), «σ' έπιασα κορόιδο / Κώτσο» κ.α.

Κλασικό παράδειγμα: «Τσικαμπούμ κι εγώ την έπεσα στη Βίκυ / σου την έφερα ρε κάλπικο ραδίκι (κ.τ.λ.)» από το τραγούδι «Τσικαμπούμ» του ομώνυμου δίσκου του Γιάννη Κούτρα.

-Ρε πώς γίνεται κι άλλαξε ο ρήγας θέση, αφού τον είχα δεί;
-Σου τη φέρανε ρε κορόιδο οι παπατζήδες, τρυκ είναι για να σου φάνε το εικοσάρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περιπαιχτικός χαρακτηρισμός ποντίου μετανάστη στη Γερμανία.

Εκ του: Λαζός (= Πόντιος) + Γερμανός.

Η παρευξείνεια φυλή των Λαζών όμως, δεν είναι ελληνική και συνεπώς δεν έχουν καμία σχέση με τους ποντίους γείτονές τους, οι οποίοι έχουνε χάψει και οι ίδιοι αυτό το παραμύθι.
Απλά, κάποια στιγμή (περί το 522 μ.χ.) επί Χοσρόη της Περσίας, βαφτίστηκε συλλήβδην εσφαλμένα όλος ο Εύξεινος «Λαζική», επειδής οι λαζοί εκχριστιανίσθηκαν και αρχίσανε τα σούρτα-φέρτα με το Βυζάντιον. Οι Τούρκοι τους λένε laz, οι αρχαίοι Έλληνες τους αποκαλούσαν Κόλχους (<Κολχίς) και ο Φαλμεράγιερ (το ακάθαρμα) τους συσχέτιζε με την φυλή των Τζάνες.

Υφίσταται και ως επώνυμο (π.χ. Λαζόπουλος κτλ).

Τελοσπάντων, είναι ο τύπος, συνήθως από την Βόρεια Ελλάδα, ο οποίος έχει πάει χρόνια στη Γερμανία σουβλατζής gastarbeiter, όπως άλλωστε και πολλοί άλλοι τέως οθωμανοί υπήκοοι, έχει κάνει σερμαγιά και γύρισε στην πατρίντα ντικό του με μερτσέντες ή μπεμπέκα, που παλαιά είχε γερμανικές οβάλ πινακίδες ή έγραφε ΑΜΟ κόκκινο, χωρίς να καταστεί ο δυστυχής μήτε γερμανός, μήτε τα ελληνικά να καλοθυμάται.

Δεν πουλάει μούρη ένεκα το παραδάκι όμως ο ταλαίπωρος, γι' αυτό δεν ταυτίζεται με τον αντίστοιχό του μπρούκλη (= εξ αμερικής επιδειξίας βλαχομετανάστης).

Έ ρε μια κουρσάρα που' φερε απο το Ντούισμπουργκ ο λαζογερμανός! Κι εμείς εδώ, τη βγάζουμε με τις τογιότες... Δεν ήξερα κι εγώ να τυλίγω κεμπάπ να κονομήσω;

(από vikar, 02/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χιουμοριστικόν σχόλιον συνήθως συν-αφοδεύοντος / ουρούντος προς ουρούντα εις δημοσίους αποπάτους.

Εφιστεί την προσοχήν (!) εις τον ουρούντα, ώστε, τινάσσων την κοκκώναν του προς αποστράγγισιν, να μην υποπέσει εις το αμάρτημα του αυνανισμού, με το οποίον ισοδυναμεί το ύποπτον τρεμοπαίξιμό της, πλέον των τριών φορών.

Εν πάσει περιπτώσει, η τελευταία ρανίς, θα μείνει οπωσδήποτε εις το εσώβρακον...

-Πάω για κατούρημα.
-Μην αργήσεις! Πάνω απο τρία τινάγματα είναι μαλακία!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ των αριστερός + αριστοκράτης.

Περιπαιχτικός χαρακτηρισμός ευπόρου τύπου με αριστερ(-ιστικ)ή ιδεολογική τοποθέτηση.

Το είδος συνήθως προέρχεται από αστική οικογένεια, της οποίας τα συμφέροντα δεν συγκρούονται με την πολιτική του δράση (;). Άλλωστε, αποφεύγει (σαν το διάολο το λιβάνι) το ιστορικό κόμμα της αριστεράς, θεωρώντας τους κοινωνούς του ακαλαίσθητους και μπανάλ. Περί άλλα τυρβάζον, αερικό της πολιτικής ζωής, διαθέτει καλές (αλλά ανώφελες) προθέσεις. Σχετικά όμως με την αξιοπιστία του, δέον να παραβληθεί η ερώτηση του Κωσταντάρα προς τον Γαβριηλίδη στο «Υπάρχει και φιλότιμο», όπου ο πρώτος ως υπουργός, ρητορικώς ζητά από τον δεύτερο επίσης υπουργό, να δεχθεί να τον εγχειρίσει καίτοι δεν είναι χειρουργός, δεδομένου ότι έχει όλη την καλή πρόθεση να το κάνει. Η απάντηση είναι η αναμενόμενη.

Καλός άνθρωπος ...

- Πήγες στο γκάζι στο φεστιβάλ ;
- Πήγα και ξενέρωσα τη ζωή μου. Όλο αλτέρνατιβ και αριστεροκράτες που χαριεντίζονταν ήτανε.

Ο αριστεροκράτης Λουκίνο Βισκόντι (από Hank, 12/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκωπτικός χαρακτηρισμός παλιομοδίτικων (50'ς-60'ς) γυαλιών ηλίου ή οράσεως, με βαρύ κοκάλινο σκελετό, σκούρου χρώματος, τα οποία μέχρι πρότινος φορούσαν οι μπαρμπάδες αλλά (φεύ!) ξανάρθανε στη μόδα.

Τα φορούσαν πλείστοι κομπάρσοι του παλιού ελληνικού σινεμά, κυρίως σε ρόλους δικαστικών, πρακτόρων ή γιατρών.

Κλασσικό παράδειγμα, τα γυαλιά του στρατηγού της χούντας Φαίδωνος Γκιζίκη, που όρκισε τον Καραμανλή, όταν επέστρεψε το '74.

- Κοίτα ένα μωρό! Αμάν τσολιά μου!
- Ποιά, αυτή με το χουντικό γυαλί; Σε λίγο θα πεταχτεί από καμιά γωνιά κι ο Κούρκουλος να λύσει το μυστήριο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στρατιωτική έκφραση, που υποδηλώνει μακρό διάστημα χωσίματος, τρεξίματος, αγγαρείας, σκοπιάς κτλ.

Συντάσσεται με το ρήμα τρώω: Φάγαμε πούτσα με λέπι.

Το λέπι παραπέμπει στην υφή, δομή και λειτουργία των λεπιών του ψαριού, το οποίο εμποδίζει την έξοδο (απο στενή οπή, επί παραδείγματι) ή την καθιστά εξόχως επώδυνη.

Παρόμοια είναι και η λειτουργία της παλιάς μικρής μποτίλιας κόκα-κόλα, της οποίας το καπάκι έμπαινε εύκολα, αλλά έβγαινε δύσκολα, κατά το γνωστό τουρκικό μαρτύριο (!).

Εξάλλου, περί εισαγωγής ιχθύος ή φιάλης κόκα-κόλα (ή πέπσι - η ποικιλία είναι φίλος μας), προς ηδονισμόν μαρτυρούν αστικές φήμες για γνωστό παλαιό τραγουδιστή αμφιβόλου επιτυχίας και για τέως και νυν και αεί τόπ τραγουδιάρα, αντιστοίχως.

Τουρκική παροιμία λέει: Το λιοντάρι, πριν να φάει το κόκκαλο, πρώτα το βάζει στον κώλο του και μετά στο στόμα του (=δηλ. καλά μπαίνει, να δούμε όμως και αν βγαίνει εύκολα και σημαίνει την περίσκεψιν προ αναλήψεως εγχειρήματος, ως προς τας δυνατότητες ολοκληρώσεώς του).

Άσε φίλε, έχει να 'ρθεί σειρά να μας απαλλάξει πέντε μήνους κι έχουμε φάει πούτσα με λέπι! Βαράμε γερμανικά και καπάκι βούρ στα μαγειρεία. Τρέμουν τα κωλομέρια μας απ' την αϋπνία ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκωπτικός χαρακτηρισμός κωλώστρας που συρίζει με σιγανή φωνή μπινελίκια με ύφος 40 καπανταήδων, με απειλητική έκταση των χειρών, ζωηρή περιστροφή της κεφαλής και φτύσιμο χάμω, όταν ο αντίπαλος δεν ακούει ή μόλις έχει φύγει.

Συνήθως, επιδίδεται ακκιζόμενος στο ψιθυριστό (ερήμην) μπινελίκι παρουσία τρίτων, των οποίων μη θέλοντας να απωλέσει την αξιοπιστία ως βαρύμαγκας, παρουσιάζεται με ύφος μεγαλόθυμου μαχαιροβγάλτη που δεν επιθυμεί να λερώσει (πάλι;) τα χέρια του με το αίμα μη ανταξίων του. Χαρίζει η ομάδα, δηλαδή ...

Βλ. σσσσσσου γαμήσσσσσσσω (σεμνά και ταπεινά)

Συνώνυμα: ψευτόμαγκας, αρκουδόμαγκας, αποφάγια-μάγκας (χαρακτηρισμός κάποιου ρεμπέτη για το Μάρκο), γιαλατζή-ντερβίσης, κουραδόμαγκας, χέστης, καραγκιόζης, κουραμπιές κτλ.

Σημείωση: δεν είναι σωστό να συγχέεται με τον κουτσαβάκη ο ψευτόμαγκας. Αυτή η άποψη επεκράτησε μετά την κατασυκοφάντηση των πληρωμάτων του υποκόσμου από τον Μπαϊρακτάρη, αλλά και παλαιότερα στο θέατρο σκιών (βλ. Ηλίας Πετρόπουλος, «Υπόκοσμος και καραγκιόζης»), την οποίαν και συνεχίζει ο Σόμπολος και άλλοι. Άλλωστε, ο κουτσαβάκης ήταν ο πρόδρομος του μάγκα, ο δε τελευταίος δεν είναι ο ντόμπρος, βαρύς και ωραίος τύπος, όπως επίσης λάθος νομίζεται.

Η πολυπληθής μικροαστική τάξη ή νοοτροπία, όχι μόνο δεν γνωρίζει τον ειδικό κώδικα τιμής των ανθρώπων του υποκόσμου, αλλά και προβαίνει σε συγχύσεις, δεδομένης της αναμόχλευσης των κοινωνικών διαστρωματώσεων λόγω πολέμων και κυρίως της χούντας: ο κάθε κλαπαρχίδας κάνει τον μόρτη (γιατί νομίζει ότι είναι κάτι το θετικόν) κι η κάθε μοσκομούνα παριστάνει τη ζωηρή νταρντάνα της παλιάς (σκατά!) γειτονιάς ...

Αλλά, οι μετανάστες θα βάλουνε τα πράγματα στη θέση τους.

Υποκοσμιακοί τύποι είναι και ο μάγκας και ο κούτσαβος, οι οποίοι και ωραίοι μπορεί να είναι, αλλά και θα δώσουν συνάδελφό τους, και πουστιά θα παίξουν, και έγκλημα θα κάνουν, ενώ δεν πρέπει να θεωρούνται γελοίοι, επειδή γελοιοποιούνται από τις κρατικές δυνάμεις καταστολής κατόπιν βα-σα-νι-στη-ρί-ων ...

(Βλ. σχόλιο υποφαινομένου στο λήμμα πουτσαβάκης).

- (άντε να μη) σσσσσσου γαμσσσσσσσσσσ τίποτα...
- Είπες τίποτα;
- Ποιος εγώ; Όχι αδερφέ, να' σαι καλά έλεγα...
(Φίλοι):
- Να μας ζήσεις ρε σιγανόμαγκα! Τον τελείωσες τον τύπο! (χάχανα και exeunt).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του Α.Σ.Ε.Π. + τουρκ. κατάληξη –τζής (άρρεν) / τζού (θήλυ) + παρεμβολή ευφωνικού «α», δηλ. αντί ασεπτζού, όπως π.χ. πασοκ-α-τζής έναντι του τουρκομερίτικου: πασοκζτή / πασοκτσή.

Σκωπτικό σχόλιο έναντι κατηγορίας γαμπριζόντων τακτοποιημένων νεαρών γυναικών, που λυσσάξανε να περάσουνε Α.Σ.Ε.Π., περάσανε, διορισθήκανε, λυσσάξανε να βυσματωθούν σε καλή θέση και κοντά στο σπίτι τους και τώρα λυσσάνε να βρούνε γαμπρό (μετά θα λυσσάξουνε να κάνουνε παιδί-να πάρουνε αβέρτα άδειες και να την πέσουνε κ.ο.κ.). Πρόκειται λοιπόν, περί νεάνιδος, ήτις βγάνει τα μάτια της στο διάβασμα, ουχί όμως εμφορουμένη υπό των υψηλών ιδανικών της γνώσεως, της προσφοράς εις το κοινωνικόν σύνολον, της ευγενούς άμιλλας κτλ αλλά διά να βολευθεί εις το Δημόσιον και εις την συνέχειαν να γιομίσει τον τόπο με τον κώλον της και με τους απογόνους της, διαρκώς γκρινιάζουσα διά την παρούσαν κατάστασίν της και διαρκώς αποβλέπουσα εις καλυτέραν θέσιν εις την κοινωνίαν, το οποίον συνήθως και επιτυγχάνει είτε με τον ένα είτε με τον άλλον τρόπον.

Ο εντοπισμός του είδους είναι ευχερέστατος, δεδομένου ότι συνήθως, χάνουν προώρως το χιούμορ τους και γερνάνε γοργά, δηλαδή μετατρέπονται σε θχιά ως διά μαγείας (αντιθέτως προς τον Φάουστ), ήτοι δίνουν ψυχήν και εις αντάλλαγμα παίρνουν αντίς να χάνουν χρόνια. Αι δοσοληψίαι με τον Εωσφόρον βλάπτουν.

Η μελλοντική πορεία του είδους είναι προδιαγεγραμμένη, το οποίον γνωρίζουν και αποδέχονται ανεπιφυλάκτως, ήδη προ των εξετάσεών τους ενώπιον της ονοματοδοτούσας το είδος των, ανεξαρτήτου αρχής: Τρέπεται εις κλώσσαν, διότι μόνον τα παιδιά της την ενδιαφέρουν, τα οποία φυσικά, στερουμένη και η ιδία ηθικών αρετών, θα γίνουνε σαν τα μούτρα της. Άλλωστε, δεν θα διστάσει να μυκτηρίσει ερήμην τους ακόμα και τα ίδια της τα τέκνα, των οποίων αποκρουστικά σκίτσα συνήθως φέροντα υπότιτλον προσφιλούς προσώπου των (βλ. «η μαμά», «ο μπαμπάς», «ο θείος Νικόλας» κλπ), θα αναρτά εις τον τοίχον, θεωρούσα αυτά «ταλέντα» και εαυτόν «ήρωα», (που τα καταφέρνει να τα φέρει βόλτα με τόσο μικρό μισθό, πολλή δουλειά, υποχρεώσεις, δύστροπο αφεντικό, μπήχτη προϊστάμενο κτλ), κουσκουσουρεύοντας με τας συναδέλφους της εν ώρα εργασίας, τας οποίας με την σειράν τους θα θάπτει, ότε κάθε μια απο δαύτες υπάγουν εκεί που και ο βασιλεύς μεταβαίνει ασυνόδευτος.

Ψυχοκοινωνικαί αντενδείξεις:

  • Η εργασία, αυτή καθ' αυτή, ποσώς θα την ενδιαφέρει και θα απεχθάνεται ιδιαιτέρως τας ευθύνας και τας πρωτοβουλίας.
  • Θα εκτελεί χειρωνακτικήν εργασίαν ως επί το πλείστον, δεδομένου ότι αι αρμοδιότητές της θα περιορίζονται εις το να νίπτει τας χείρας της (αλλά και ανομήματα συναδέλφων της), όταν πρόκειται περί ανάληψιν ευθύνης αλλά και εις το λιμάρισμα των ονύχων της, μετά ζήλου αποδρώντος καγκελοφάγου βαρυποινίτου των φυλακών Σινγκ-Σίνγκ.
  • Θα καταστεί η χονδροκώλα μανδάμ εις το πρωκτόκολλον (!) η οποία θα παραλάβει μετά θυμηδίας την αίτησίν σου και κατόπιν θα βγάλει παραπεμπτικόν για Άννα-Καϊάφα-Πιλάτο-Γολγοθά κλπ.

    Ιατρικά παραφερνάλια:

Θα παρουσιάζει απότομον πτώσιν του ενζύμου της ευγενείας, ενώπιον ευγενικών, νεαρών ή διστακτικών ατόμων, με ραγδαίαν απωλείαν της αισθήσεως του πληθυντικού αριθμού και της συναισθήσεως της πραγματικής θέσεώς της (βλ. κατωτέρω).

Θρησκευτικαί παρενέργειαι:

Θα προσηλυτισθεί εις το Καθολικόν δόγμα, εμφανίζουσα παράκρουσιν ταυτίσεώς της με δυτικόν προκαθήμενον, η οποία μετράται με την κλίμακα των καρδιναλίων, ήτοι:

  • Αν έχει θέσιν κλητήρος εις δικαστήριον, φέρει ύφος τουλάχιστον Αρεοπαγίτου = 40˚ cardin.
  • Αν έχει θέσιν πολιτικού προσωπικού εις στρατιωτικήν υπηρεσίαν, φέρει ύφος τουλάχιστον Αρχιστρατήγου = 50˚ cardin.
  • Αν έχει θέσιν νοσοκόμου πάπιας εις νοσοκομείον, φέρει ύφος τουλάχιστον Αρχιάτρου = 60˚ cardin.
  • Αν έχει θέσιν γραμματέως εις υπουργείον, φέρει ύφος τουλάχιστον Υπουργού = 70˚ cardin.
  • Αν έχει θέσιν αληθούς εξουσίας = tilt

    Οι κατά πεποίθησιν εργένηδες, οφείλουσιν να τας εξορκίζωσιν με τον απήγανον και να κάνουνε και κανά ευχέλαιον (καλού-κακού).

Οι λοιποί, ας δοκιμάσωσιν την τύχην των, προκειμένου να εξασφαλίσωσιν φαΐ και σεξ μετρίου ποιότητος (άνευ φαντασίας).

Ρε σύ, να πάρω τηλέφωνο τη Χριστίνα να φέρει τις φίλες της, να κάνουμε καμιά κατάσταση;
— Άσε με ρε, με τις ασεπατζούδες ! Δεν τις βλέπεις που κάνουνε κρά για γαμπρό; Δεν έχω καμία όρεξη να ξυπνήσω αύριο με καρούμπαλο στο κεφάλι και βέρα στο χέρι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απειλητική έκφραση, που σημαίνει: «Θα σε σκοτώσω!»

Χρησιμοποιείται και για απλούστατα πταίσματα όπως: «Θα σε καθαρίσω», «σ' έφαγα», «σε γάμησα», «θα σου φάω το μάτι» κτλ, αφού οι νεοέλληνες σπανιότατα πραγματοποιούν τις (βαρύτατες) απειλές που εκστομίζουν, δεδομένου ότι παρ' ημίν συνήθως η λεκτική βία κατισχύει της σωματικής.

Προέρχεται από το πληρέστερο «θα φάει χώμα ο κώλος σου» = θα πεθάνεις και ειδικότερα, θα εκτελεστείς. Δηλαδή έχουμε μετάθεση του υποκειμένου (κάπως λέγεται), αφού δεν θα φας εσύ το χώμα στην κυριολεξία, αλλά το χώμα εσένα (βλ. «θα σε φάει το μαύρο χώμα»).

Χρησιμοποιείτο κατά κόρον τις δεκαετίες 30, 40 και 50 από τους υποδίκους αντιφρονούντες (αλλά και τους διώκτες τους), οι οποίοι επρόκειτο να εκτελεσθούν με συνοπτικάς (!) διαδικασίας, κατ' ερμηνείαν των διατάξεων του «ιδιωνύμου» νόμου του Βενιζέλου (1929) και των αναγκαστικών νόμων 375/1936 του Μεταξά και 509/1947 του Τσαλδάρη.

Προς τιμήν των θυμάτων, πονηρά ο αγωνιστής Λάμπρος Κωνσταντάρας, προκειμένου ν' αποφύγει τη χουντική λογοκρισία έκανε έμμεση αναφορά στα ταραγμένα χρόνια με την ταινία «Τί 30, τί 40 τί 50», θέλοντας στην ουσία να καταδείξει την ταυτότητα και συνέχεια στο ανελεύθερο καθεστώς, παίζοντας τον τρελοπενηντάρη για ξεκάρφωμα.

Οι αντάρτες χρησιμοποιούσαν επίσης την έκφραση «τον έστειλαν στον μαϊμουδόκοσμο», προκειμένου για εκτελεσθέντα, ενώ η προσφιλής έκφραση του Άρη Βελουχιώτη ήταν «θα ιδωθούμε στα ταμπάκικα» = ραντεβού νεκροί στα βυρσοδεψεία, όπου θα κρεμάσουν οι εχθροί τα τομάρια μας ...

Να μην συγχέεται με την φράση «φάτε χώμα ρεεεεεεεεεεε», δεδομένου ότι κυριολεκτεί ο λέγων (γκαζολίν / γκαζοκίλλερ / γκαζοφονιάς / γκαζόκαβλος), αφού πατάει γκάζι στη μάπα του όπισθεν εποχουμένου και σηκώνεται κουρνιαχτόστ.

- Άμα σε ξαναπιάσω να μιλάς στην αδερφή μου, θα φας χώμα ! Τ' άκουσες ;
- Θα μου τα κλάσεις...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified