Χιουμοριστική προσφώνηση θαυμασμού που χρησιμοποιείται για να δηλώσει τον τσίφτη και καραμπουζουκλή άνθρωπο, αλλά και την μερακλαντάν-φυσφιριλέ κατάσταση.

Μάλλον προέρχεται από τα αρχικά της παλαιάς Αστυνομίας Πόλεων (Α.Π.) και το «ψηλά τα χέρια», που οι αστυνομικοί φώναζαν, παρηλλαγμένο σκωπτικά σε «ψηλά τα ρούχα», που συγγενεύει με το «κάτω τα σώβρακα» (δηλ. κάτσε να σε πηδήξω).

Το «μάρκα» λέγεται για το ποιόν του ανθρώπου, όπως λέμε «διαόλου κάλτσα», «μυστήρια φόδ(ι)ρα», «μυστήριο τραίνο», «μεγάλη μάρκα», «μάρκα μ' έκαψες», «μυστήριο καπνό φουμάρεις» κτλ.

Για μια ιδιαιτέρως ευχάριστη κατάσταση, λέγεται επίσης το «Μάχη μαύρων εν καιρώ νυκτός, εντός υπογείου με σβηστά τα φώτα» ...

Η έκφραση έχει καταγραφεί ατόφια στο ελληνικό σινεμά «Σκληρός άνδρας», όταν η τροτέζ Σπεράντζα Βρανά, υποδέχθηκε τον Χατζηχρήστο στο γκιζ-ντάνι.

  1. - Που λες, για τα λεφτά που χρωστάς στην τράπεζα, μη χολοσκάς. Εγώ είμ' εδώ, τ' αδέρφι σου, έτσι θα σ' αφήσω;
    - Αδερφέ μου, να σε φιλήσω ! Είσαι μάρκα άλφα-πι και ψηλά τα ρούχα!

  2. - Ορίστε και τα ουζάκια σας!
    - Πώ ρε κάτι μεζεκλίκια μάρκα άλφα-πι και ψηλά τα ρούχα!
    - Κάτσε να κρυώσουν λίγο πρώτα, ρε γύφτο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιαπωνική νεανική έκφραση, (απόδοση με λατινικούς χαρακτήρες: gamo-toshiba-n), η εισαγωγή της οποίας αποδίδεται μάλλον εις τον μελετητήν της νεότητος Γιάννη Δαλιαννίδη (ή Ζαν Ντάλ για τους παλαιότερους ή «Πρόξενο» για τους παροικούντας εφήβους το πάρκον των Ιλισίων), διά στόματος Πάνου Μιχαλόπουλου στην ταινία «Τα τσακάλια» (1981).

Εις την γλώσσαν προελεύσεως, μαρτυρεί απέχθειαν προς συγκεκριμένην εταιρία κατασκευής μπαταριών τύπου «n» (εν) λόγω ενδεχομένης χαμηλής ποιότητος (π.χ. πίπτει ταχύτατα).

Μια διαφορετική προσέγγιση εις την ελληνικήν υποδηλώνει οτι ο τοιουτοτρόπως εκφραζόμενος νεαρός, θεωρών οτι έχει φθάσει προώρως εις την θέωσιν, ούτω πως, δύναται να «φουσκώσει» το σύμπαν προκειμένου να γεννηθουν πολλά νέα άστρα εις το στερέωμα (βλ. Monty Python 'Universe song'), παρά τας αστρονομικάς θεωρίας και τα θρησκευτικά θέσφατα.

Δηλώνει την πλήρη αγανάκτησιν ή απόγνωσιν του λέγοντος, ένεκα αναποδιάς.

Συνώνυμα: γαμιέται ο Δίας, γαμώ το ντι-εν-έι μου, τον Αντίχριστό μου, τη θεία κτλ.

- Τί θα γίνει, θα ετοιμαστείς καμιά φορά; Τα παιδιά έχουν διπλοπαρκάρει απο κάτω και κορνάρουνε. Έχουμε κλείσει το δρόμο, κουνήσου!
- Δε βρίσκω το μαγιώ μου, γαμώ το σύμπαν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση, που χρησιμοποιείται ως επίδειξη αδιαφορίας έναντι μηδαμινής απειλής προερχομένης εκ στόματος εξ ίσου μηδαμινού υποκειμένου.

Σημαίνει: δε μασάω, σ' έχω χεσμένο, κουνιούνται κτλ.

Ταυτόσημη με: θα μου κλάσεις τ' αρχίδια, μια μάντρα αρχίδια, μια μάντρα λιμουζίνες, δυο μάντρες ταξί , τη μάντρα του Αττίκ, τη Μάνδρα Αττικής κτλ.

Προέρχεται εξ εννοιολογικής συντμήσεως της παροιμιώδους φράσεως: πάρε φόρα κι έλα να μου τα κλάσεις!

-Μαλάκα, έτσι και σε δει τ' αφεντικό να γράφεις αυτές τις μαλακίες στο slang.gr, σ' έχει γαμήσει !

-Πες του να πάρει φόρα και να ' ρθει να με την όπισθεν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Μεταφορικώς): Ο αρρενωπός και σθεναρός άνδρας, που το λέει η καρδιά / περδικούλα του, έχει κότσια, δεν κωλώνει, είναι αρχιδάτος, είναι της φυλής των δε μασάει, δεν ορρωδεί προ ουδενός, δεν αμφιταλαντεύεται κτλ.

Φαίνεται ότι, κατά λαϊκήν τινά δοξασίαν, η θρίξ του απηυθυσμένου, λειτουργεί ως αλεξικλάνιον, ήτοι ότι ο έχων τρίχωμα άρκτου εις την έδραν, δεν τα κλάνει την δύσκολην στιγμήν και τραβάει μπροστά με δύναμη και ορμή, παρά την έλλειψιν φυσικής τινός ώσεως. Άλλωστε, ο διαθέτων μπαξέ με λουλούδια (βλ. λήμμα), τυγχάνει ιδιαιτέρως συμπαθής εις τα συμπαθείς τάξεις των κωλόμπων, ένεκα αυτού τούτου του κάλλους, που προμηνύει άμα και σωματικήν roaming (ρώμην)...

Συνώνυμα: Έχω τον κώλο πίσω, άμα έχεις κώλο έλα, κωλοπετσωμένος κτλ.

Ιταλιστί: Clle pelle sullo stomacho/culo = Είμαι ο αμάσητος.

- Τα 'μαθες; Ο Μητσάρας χτες πλακώθηκε μ' έναν σφίχτερμαν στη Νίκαια, επειδή, λέει του πείραξε τη γκόμενα.
- Σιγά μη σκίσει κάνα σώβρακο πες του, η κωλώστρα...
- Τί λε ρε; Τις προάλλες τα 'βαλε με πέντε σ' ένα κωλόμπαρο στο Κερατσίνι, σαν το ΛεΠα, στο «Θέλεις;» και τους έκανε αλόγατα. Μπροστά ήμουνα σου λέω! Ο τύπος είναι μαλλιαρόκωλος κι οι πούτσες μέσα!
- Άλα κουστουμιά ο σακάτηςςςςςς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην ναυτιλία, το χοντρό σχοινί, παλαμάρι(του γνωστού λεμβούχου), με το οποίο δένονται τα πλοία στις μπίντες του ντόκου. Στην Καλαμάτα καλείται «σουλάτσο», από το γλίστρημα στα όκια.

Μεταφορικώς, είναι το κορδονάκι, το οποίον βυθίζεται γλυκά ανάμεσα εις τους γλουτούς από το στρινγκ, κωλοκόρδι, τάνγκα, thong, κουραδοκόφτης κλπ, που φορεί μια ευτραφής γκόμενα στην παραλία ή διαφαίνεται μέσα από τρανσπαράν φούστα (αίσχος !), δεδομένου ότι το κορδονάκι αυτό, είναι αναγκαστικώς χονδρό κατ' αναλογία...

- Άλα της στρινγκάκι η φακλάνα!

- Τι στρινγκάκι ρε μαλάκα! Αυτό είναι κάβος! Μου φαίνεται θα κόψω το κρέας και θα το ρίξω στα όσπρια ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Πάτρα): Ευσεβής πόθος προσωποποιήσεως - ταυτίσεως ατυχούς σεξοστερημένου με το αντικείμενο του πόθου.

Δηλαδή, ο τάλας αγαμέας, προκειμένου να γευθεί τον απαγορευμένο καρπό, καταδέχεται μέχρι και να γίνει ο ίδιος αυτό που ονειρεύεται, όπερ χρήζει μάλλον ψυχιατρικής εξετάσεως, δια το οποίον ο γράφων τυγχάνει αναρμόδιος. Τον λόγον έχει η επιστήμη...

Άλλωστε, εις πλείστα όσα παρ' ημίν δημοτικά άσματα αλλά και εις Ινδίας, προσωποποιούνται τα γεννητικά όργανα.

Να μην συγχέεται με τον Ιάπωνα κίναιδο: Νάμουνα-μουνάκι.

-Τί έγινε ρε; Γαμείς καθόλου, για το' χεις ρίξει στη σουηδική γυμναστική;
-Μπααααα... Έχω να δω μουνί από βάφτιση φίλος. Ε, ρε, και να 'μουνα μουνί, να γαμιέμαι όλη μέρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται μεταφορικά για τον παροπλισμένο εραστή, ένεκα ηλικίας ή μαλακίας (που μπορεί και να είναι καλή αναλόγως της ηλικίας, κατά το δημώδες) και του οποίου αι ορμαί (αναγκαστικώς) καθεύδουσιν. Ιδίως για τον τελευταίο, η μαλακία του συνίσταται, είτε στο γεγονός οτι τυγχάνει παπάρας, είτε εκ νόσου (π.χ. χαντούμης).

Είναι ο «δε γαμώ», δηλαδή, που συνήθως αντικαθιστά το σέξ με ψάρεμα. Συνειρμικώς, συνδέεται με τους παλαιμάχους ποδοσφαιριστάς, που κατά την δύσιν της καριέρας των, κρεμούν τα παπούτσια ή τη φανέλα των.

Προέρχεται απο τας φιλοτίμους οικοκυράς, αι οποίαι (στοι)βάζανε την άνοιξη τα μάλλινα και τα εν γένει χειμωνιάτικα στο γιούκο (= στοίβα χειμερινών ή θερινών ρούχων στο σπίτι, με κάλυμμα απο πάνω, που φαίνεται απο μακριά σαν σκεπασμένο έπιπλο). Τώρα τα βάζουν στο πατάρι με ναθφαλίνη.

Η αναφορά εις τους όρχεις δεν είναι τυχαία, δεδομένου του τριχωτού της επιδερμίδας των, όθεν η ανάγκη όπως φυλαχθούν εν αχρησία, στη ναφθαλίνη, μη και τσου φάη ο σκώρος. Βέβαια, υπάρχουν και οι πούτσες μάλλινες (=μαλακίες που λέγει τις αστόχαστος) αλλά και η μάλλινη τσουτσοθήκη, (αγγλιστί: codpiece / crotch = πεοφυλάκτρα / καβάλος), προκειμένου να μην κρυολογήσει μια ευαίσθητος τσουτσούνα.

Parole αυτά, υφίσταται έκφρασις αντίστοιχος ειδικώς διά τας πούτσας: Έχει κρεμάσει τον πούτσο του στο κελλάρι (μαζί με τα λουκάνικα).

-Τίιιιι έγινε παππούλη ; Καλά ;
-Τί καλά και τρίκαλα, έχω βάλει τ' αρχίδια μου στο γιούκο μαζί με τα μάλλινα, άστα να πάν' στο διάολο. Δεν είμαι παππούς εγώ πιά, λύκος είμαι.
-Τί λύκος ρε παππούλη ;
-Ξέρεις απο πότε έχω να γαμήσω ;
-Απο πότε ;
-Ουουουουουουου ...

Ο Ρώσος ακτιβιστής street artist Pyotr Pavlenski που κρέμασε τους όρχεις του στην Κόκκινη Πλατεία για να διαμαρτυρηθεί για τον αυταρχισμό του καθεστώτος Πούτιν. (από Khan, 16/11/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Ναυτικό): Χιουμοριστική ερώτηση πιλαφιού, μετ' ελαφράς θυμηδίας, (διότι τί ξέρεις εσύ από φουρτούνες ...) προς ναυτάκο: «Από ποια υπηρεσία προέρχεσαι / πού υπηρετείς;»

Η ερώτηση είναι πονηρή, διότι αν έχεις κάνει καμιά γκάφα, θα πέσει τηλε-άκυρο στην υπηρεσία σου και θα τιμωρηθείς! Μπορεί όμως και να την γλιτώσεις. Π.χ. αν είσαι από πλοίο και είναι η φόρμα εργασίας σου (τζιν πουκάμισο-παντελόνι) ξεσκισμένη ή είσαι γεμάτος λάδια, σε σέβονται (σπέκια) λόγω των βαρέων και ανθυγιεινών εργασιών (αλήθεια!) που εκτελείς και δεν λένε τίποτα, ακόμη και στο γραφείο του Ναυάρχου. Αν όμως είσαι τίποτις γραφιάς και έχεις το παραμικρό ψεγάδι, δεδομένου και του στραβώματος, λόγω της ολοφάνερης βυσματικής σου ιδιότητας, παίζει να φας κάνα Σ.Εξ..

Η ερώτηση αυτή έχει σημασία μόνον εσχάτως, διότι οι ναύτες φοράνε τζόκεϊ και δεν φαίνεται η υπηρεσία τους, που άλλοτε ήτανε γραμμένη στο κούτελο (κυριολεκτικώς) - δεδομένου ότι η ασπιρίνη τους (πιλίσκος/ναυτικό καπέλο/τάπα κλπ), είχε μια μαύρη κορδέλα γύρω-γύρω, με το όνομά της.

Βέβαια, πρόσφατα οι ναύτες των πλοίων αγοράζουν μόνοι τους από τον Προμηθευτικό Οίκο Ναύτου τζόκεϊ σπέσιαλ με τον θυρεό του πλοίου τους (και καμαρώνουνε με το σύρε-κι έλα). Άσε που και να ζητήσεις κορδέλα από την υπηρεσία σου, έστω για ενθύμιο (sic), η έτοιμη απάντηση θα είναι «δεν έχουμε», «μας τελείωσαν», ''δεν μας φέρανε ακόμα« (αφού δεν παραγγείλατε) και λοιπαί ιστορίαι Ελληνικού Δημοσίου.

Σήμερα ασπιρίνη φοράνε μόνον οι προπαιδευόμενοι (Πόρο ή Παλάσκα/Σακίπη κτλ), χωρίς κορδέλα, αφού δεν έχουν σταλεί ακόμα σε υπηρεσίες, τα στραβόγιαννα - για όσον καιρό ορίσουν οι παλαιοί - και μετά βάζουν τζόκεϊ (αλλιώς βρέχει), οι βαρδιούχοι όρθιοι ή ένοπλοι φρουροί, οι φέροντες στολή εξόδου και τα μαλακιστήρια της Δοκίμων.

Οι στρατέοι είναι ολιγότερον επινοητικοί εις τας εκφράσεις των. Συνηθίζουν να ψαρώνουν τα φανταράκια με το: «τί είσαι σύ ρε;», το οποίον προσαρμόζεται συχνότερα στην φωνητική τους ως: «τ' σσσσύ ρα;» (βλ. Σειρήνες στο Αιγαίο) ένεκα καταγωγής, στο οποίον η απάντησις θα πρέπει να είναι όνομα, επώνυμο, πατρώνυμο, α-σι-μι, υπηρεσία και «διατάξτε» (ζωηρά και δυνατά εις στάσιν κλαρίνου). Αν θέλουν να γελάσουν οι καραβανάδες, δεν έχουν παρά να επαναλάβουν την ερώτηση και ο δυστυχής φαντάρος θα ξαναπαίξει το ρολάκι ...

Ναυτάκος-ταμτάκος: - Έφερα τα σήματα ...
Πιλάφι: - Για έλα δω εσύ. Πού τρώς ψωμί εσύ;
Ναυτάκος-ταμτάκος: - Σηματωρείο στο «Οινούσαι» (αρματαγωγό).
Πιλάφι: - Πάει καλάαααα ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Ναυτικό): Ο ατσούμπαλος ναυτάκος. Από την αλήστου μνήμης ταινία με το Μόσιο «Ο Ταμτάκος στο ναυτικό» (τύφλα να ' χει ο Λαρς φον Τρίερ ...)

Πιλάφι:
- Πού πα' ρε ταμτάκο;
Στραβόγιαννο:
- Με στείλανε να φορτώσω καύσιμα για άπαρση του Γλαύκου.
Πιλάφι:
- Δεν έχει έρθει το σήμα ακόμα. Έλα αργότερα ...

Σκηνοθεσία: Τάκης Βουγιουκλάκης (1985).  (από poniroskylo, 25/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Ναυτικό): Παράγγελμα που ακολουθεί το «Έι!» (δηλ. «Προσοχή!» στα στρατέικα - όπως τσουκαλέικα, βραχνέικα κτλ).

Σημαίνει: Ανάπαυσις!

Το πιλάφι δίνει το προπαρασκευαστικό παράγγελμα: Ομοχειρία - Διμοιρία - Λόχος - πλήρωμα - άνδρες κτλ (αναλόγως) και τα ναυτάκια τραβούν μια βαθιά εισπνοή (όπως γίνεται πριν την κατάποση βότκας μπόμποβας ή την παρά φύσιν συνουσία) και προτάσσουν τα φουσκωμένα από υπερηφάνεια στήθη τους (δεν κάνω πλάκα).

Ακολουθεί: Στον καιρό! (=ανάπαυσις, χαλαρώστε, ξεφυσήξτε) οπότε οι ναύτες ξεφυσούν και τα στήθη τους επανέρχονται στην κανονική τους θέση.

Στη συνέχεια εκ νέου (κλήση ανδρών αναλόγως του οργανικού τους τμήματος ως ανωτέρω): Οι ναύτες ξανακρατούν την αναπνοή τους και καπάκι: Έι! (=Προσοχή!)

Μεταφορικώς σημαίνει: Χαλάρωσε δικέ μου, όπως άλλωστε χρησιμοποιείται κατά κόρον από τους νυν και πρώην ναύτες.

Τα βλαχαδερά του στρατού ξηράς, για να μην κουράζονται (sic) λένε εν συντομία ιέ! (=προσοχή) - ό! (=ανάπαυση).

Σημείωση: Στο ναυτικό μέχρι πολύ πρόσφατα (50 περίπου χρόνια), έλεγαν τα παραγγέλματα στα αρβανίτικα, δεδομένου ότι οι καλύτεροι ναυτικοί της Ελλάδας ήταν (και είναι) αρβανίτες (π.χ. απ' το Ύντρα, το Σπέτσα, Πόρο, Κούλουρη, Γαλαξίδι, Λεψινιώτες-Ελευσίνα κλπ). Βλ. έ-για μόλα / έ-για λέσα κτλ. Ένα δε απο τα επίσημα λάβαρα του Πολεμικού Ναυτικού είναι το Υδραΐικο μπαϊράκι (βλ. εμβλήματα σχολής δοκίμων). Ωστόσο, η ναυτική εκπαίδευση, όθεν και ο σχετικός τουπές των πιλαφιών, είναι εγγλέζικιας προελεύσεως.

- Πάμε ρε να δούμε τι κάνει ο Γιαννάκης στο Φ-2 (φυλάκιο) ;
- Στον καιρό ρε, αφού βλέπεις, κοιμάμαι τώρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified