Λέγεται όταν διαφαίνεται ζόρι, αποτυχία, χασούρα στον ορίζοντα και, γενικά, όταν υπάρχει αρνητικό προαίσθημα.

Δηλαδή = θα φάμε πούτσα (μεταφ.).

-Τί έγινε ρε; Πώς τα βλέπεις με την καινούρια δουλειά;
-Πούτσα το μενού φίλε. Το αφεντικό είναι μουλάρι του πυροβολικού. Θα μου αργάσει το τομάρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Πάτρα - Ιόνιο) : Βρίσκομαι σε δύσκολη κατάσταση, καταστρέφομαι, χάνω το παιχνίδι, μου καταγιγνώσκεται ποινή (δικαστική, πειθαρχική ή γκολ).

Συνώνυμα : Τρώω πούτσα / καβλί / ψωλιά (μεταφορικώς) / τον ήπια κ.τ.λ.

  1. Μήτσο! Στείλε γρήγορα τα χαρτιά στο λογιστή, μη φάμε κανά παστέλι από την εφορία.
  2. Η ΑΕΚ έφαγε τρία παστέλια χτές απ' το γαύρο.
  3. Άσε, τρία χρόνια παντρεμένος με την Ουρανία, έχω φάει τρελό παστέλι. Μου' χει ψήσει το ψάρι στα χείλη η κουφάλα.

Δες και ρίχνω, τρώω, πέφτω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Βρετανικό) : Σύνθετο εκ του smoking & flirting.

Από τότε που λυσσάξανε και απαγορέψανε το κάπνισμα σε εσωτερικούς χώρους στη Βρετανία, ο κοσμάκης που δουλεύει στα γραφεία κ.τ.λ., αναγκάζεται να βγαίνει έξω στο χιονιά να ξεχαρμανιάσει κι αυτό μόνον κατά το lunch break ή το tea break, δηλαδή όταν οι μη καπνιστές αράζουν στη ζεστασιά, πίνοντας αχνιστό τσάι.

Αυτή η σκαιά αντιμετώπιση των καπνιστών, προϊούσης και της αμηχανίας τους, δημιούργησε μια συσπείρωση, εγκαρδιότητα και «συνενοχή» μεταξύ των μπλαβιασμένων «αποβλήτων» των γραφείων. Ούτω πως, το φουμάρισμα απέβη συνδετικός κρίκος μεταξύ των ανθρώπων, συχνότατα με ερωτική κατάληξη

(Μετά τον Ιούλιο 2009):
-Βαρέθηκα εδώ μέσα. Πάμε να σμερτάρουμε κάτω;
-Έχω την εντύπωση ότι ο ψηλός απο τον τρίτο σε γουστάρει. Παραμονεύει πότε θα κατεβείς.

(από Vrastaman, 18/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Βρετανικό): Σύνθετο εκ του straight & gay. Είναι ο πονηρός μορφονιός (ουίτ τριαλαριλαρό), ο οποίος γκεϊφέρνει και συναναστρέφεται πολλά και ωραία μωρά εν είδει φιλενάδας - εξομολογήτρας και την κατάλληλη στιγμή, πετάει την προβιά και εμφανίζεται ο λύκος. Δηλαδή είναι στρέιτ, το παίζει λίγο γκέι και γαμεί έξυπνα. Μάστορας!

-Είδες το Νίκο τελευταία ;
-Ναί, το' χει γυρίσει ή μου φαίνεται ;
-Μπα, στρέι είναι ο κερατάς. Έτσι έκανε κι όταν ήμασταν συγκάτοικοι. Έφερνε ένα σωρό γκομενάκια στο σπίτι, οτι δήθεν φίλοι, σε ρεσό, στικ, κουβεντούλα κτλ και μετά τους τράβαγε ένα φελιάν-φιστίκ, που ράιζε το πεζοδρόμιο... Πολύ γαμίκος.

Stray it like Beckham! (από Khan, 20/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τσατσόχαρτο: Εξοδόχαρτο στο Ναυτικό.

(Ναυτονόμος πύλης):
-Για να βλέπω τσατσόχαρτα...
(Στραβόγιαννος):
-Τί 'ναι αυτό;
-Μάγκες, χωρίς τσατσόχαρτο βγαίνουν μόνο αυτοί απ' τα πλοία, με εντολή κυβερνήτη. Εσείς είστε από ΔΝΟ. Πίσω ολοταχώς!
-Φτου! Και κάναμε τόσο δρόμο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τσατσοπαγίδα: Η φαινομενικά βυσματική θέση, που εποφθαλμιούν όλοι, αλλά τελικά αν δεν έχεις inside information από κανά πιλάφι, για το τί παίζει, τρως τρελό μπαλάκι (χώρια που υποχρεώνεσαι κιόλας και δεν μπορείς να κάνεις και τίποτα πλέον διότι χρησιμοποίησες τη βοήθεια του κοινού).

-Πού είσαι τώρα ρε ;
-Άσε πήγα Γ.Ε.Ν., πίκρα...
-Ουου κωλόβυσμα!
-Τι κωλόβυσμα ρε μαλάκα! Έχω πήξει στη 12-4 όρθιος στην πύλη κι έχω ένα σωρό μεγαλοπίλαφα πάνω απ' το κεφάλι μου! Έχω κουλαθεί στη χαιρετούρα. Την πάτησα, τσατσοπαγίδα οι μεγάλες πόρτες φίλοστ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τσατσόπλοιο: (άλλως: προέκταση του ντόκου) βυσματικό πλοίο, που δεν πάει ποτέ πουθενά και το πλήρωμα είναι συνεχώς έξω με άδεια (μιλάμε για τρανταχτά βύσματα, απ' αυτά που δεν χρειάζεται να έχουν γνωστό, είναι οι ίδιοι γνωστοί).

Ρε συ, έμαθες τί έγινε ο γιός του τάδε ; Πήγε σε τσατσόπλοιο και το απολυτήριο θα του το στείλουν ταχυδρομικώς στο σπίτι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραφθορά του αρχιεπιστολέα, συνήθως υψηλόβαθμου (αρχιπλοιάρχου, ναυαρχούκου κτλ) προϊσταμένου κεντρικής υπηρεσίας του ναυτικού.
Σλανγκιά του πολεμικού ναυτικού.

Τί θα γίνει ; Θα υπογράψει ο αρχιπιστολέρο να πούμε, ν' απολυθούμε καμιά φορά ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θα βρέξει (ναυτικό): Απειλή παλιών στα πολεμικά πλοία, ότι αν δεν συμμορφωθεί ο blind john με τις εντολές τους, κατά τη νυχτερινή του κατάκλιση θα φάει στη μάπα σακκούλα/δοχείο με ακαθαρσίες, απόνερα από τα κύτη, λάδια μηχανής κ.α. (από ''αγνώστους'').

Συνήθως, ο νέωψ, ούτε που καταλαβαίνει το περιεχόμενο της απειλής, μέχρι να πραγματοποιηθεί.

Σε περίπτωση που παρίσταται μεμυημένος (και ρουφιάνος) ναύτης ή βαθμοφόρος, ο λαίουρας δεν λέει τίποτα και κάνει κρυφά την ταυτόσημη χειρονομία με τα δυο χέρια ψηλά, με τους καρπούς κρεμασμένους προς τα κάτω, εν είδει βροχής.

Δε γουστάρεις να κάνεις την αγγαρεία σου εεε; Καλάααα. Το βράδυ θα βρέξει ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι αισθάνεται ο πρώιμα ξεψαρωμένος νεοσύλλεκτος φαντάρος, κατά την γνώμη των λεουροειδών.

Νέος! Αισθάνεσαι παλιός αγόρι μου; Καλάαααα. Θα βρέξει το βράδυ ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified