Ο ενεργητικός ομοφυλόφιλος. Αυτός που του αρέσει να κεντάει άλλους από πίσω. Αντίστροφο του πισωγλέντης.
Οι περισσότεροι μόδιστροι είναι πισωγλέντηδες. Οι γαμιάδες τους όμως προφανώς είναι πισωκέντηδες.
Ο ενεργητικός ομοφυλόφιλος. Αυτός που του αρέσει να κεντάει άλλους από πίσω. Αντίστροφο του πισωγλέντης.
Οι περισσότεροι μόδιστροι είναι πισωγλέντηδες. Οι γαμιάδες τους όμως προφανώς είναι πισωκέντηδες.
Got a better definition? Add it!
Ο τύπος που είναι μέσα σ' όλα, που δε χάνει γεγονός για γεγονός, αλλά που η ύπαρξή του δε στιγματίζει, μιας κι όλοι τον έχουν πλέον συνηθίσει.
- Και ποιοι ήταν εκεί;
- Ο Τάκης, ο Λάκης, ο Σούλα, η Τούλα, ο Μάκης, η Κούλα...
- Τι; Ο Σάκης δεν ήταν;!
- Ε ο Σάκης δε θα 'ταν; Ο αρχι-μαϊντανός;!
Got a better definition? Add it!
Το κόκκινο φανάρι, όταν το έχουμε περάσει και είναι πλέον αργά, ενώ μας γράφει ο μπάτσος.
- Καλά ρε, δεν το είδες το κόκκινο;
- Ε, φανταστικέ μου τροχονόμε, βαθύ πορτοκαλί ήταν...
Got a better definition? Add it!
Η μάλλον βίαιη πράξη που χαρακτηρίζεται από combo κλωτσιδίων μετά μπουνιδίων. Γενικά, βρώμικο ξύλο.
-Και του βρίζω τη μάνα, και μ' αρχίζει στα κλωτσομπουνίδια. Μου πιάνεις λίγο την πάπια...;
Βλ. σχετικά: τρώω ξύλο, πέφτει ξύλο, βρωμόξυλο, κολυμπηθρόξυλο, ξύλο μετά μουσικής, το, της αρκούδας, ξύλο της χρονιάς, το, ταβερνόξυλο, βαράτε, το
Got a better definition? Add it!
Η μάρκα τσιγάρων του μεγάλου τρακαδόρου. Προκύπτει από το:
τράκα + Παπαστράτος = Τρακαστράτος
Βλ. και Απόλλων.
-Φέρε ένα τσιγαράκι ρε φιλαράκι... -Άντε πάρε πάλι. Και τώρα που το σκέφτομαι, δεν έχω δει ποτέ τι τσιγάρα καπνίζεις... -Ε... Τρακαστράτο μωρέ...
Got a better definition? Add it!
Ο καλλίγραμμος, μικρού σχετικά μεγέθους κώλος. Το κωλαράκι.
Κοίτα τώρα που σκύβει! Τι κωλυθρίνι είν' αυτό μάνα μ'!
Got a better definition? Add it!
Χαρακτηρίζει κάποιον που δεν ξεκολλάει από κάποιον άλλο, ή που γνωρίζει τα πάντα γι' αυτόν τον άλλο.
-Πού ήταν χθες ο Γιώργος; -Πού να ξέρω; Σπυρί στον κώλο του είμαι;!;
Got a better definition? Add it!
Συνώνυμο των χαιρέτα μου τον πλάτανο, φέξε μου και γλύστρησα, άντε γειά, κάααααλα... Εκφράζει ψιλο-αποδοκιμασία, ψιλο-βαρεμάρα, και λίγο σταρχιδισμό.
- Και τι πρέπει να κάνεις για να πάρεις το χαρτί;
- Πρέπει να πας στη γραμματεία, να στο επικυρώσουν, μετά να πας στο ταμείο, να... (μετά από 10 λεπτά) ...και τέλος στο διευθυντή για να σου δώσει το χαρτί....
- Κάαααλα, Τρεχαγυρευόπουλος δηλαδή...
Got a better definition? Add it!
Η κατάσταση μετά από χρήση ηρεμιστικών ναρκωτικών ουσιών. Τη βαράμε.
-Ήπιαμε και βαρέσαμε ντάγκλες και δεν ήμασταν να βγαίναμε έξω. Σόρρυ για το κλάσιμο ρε φιλαράκι...
Got a better definition? Add it!
Μάπα, πίπα, κόφα, κακής ποιότητας, κακών προδιαγραφών, κακής αποτελεσματικότητας.
-Το πήρα καινούργιο και σε μια βδομάδα είχε χαλάσει...
-Στο 'πα οτι τα «μάρκα_εδώ» είναι μούφες...
Λέξεις σχετικές με απομίμηση: Artisti Gargaliani, γιαλαντζί, γκρέκα, Emporio d' Armani, ιμιτασιόν, κόκα φόλα, λαϊκόστ, μαϊμού, μάρκα μ' έκαψες, μέιντ ιν Τσάινα, μουσαντέ, μούσι, μούφα, ντόλτσε καμπάνα, πανεράι, πασλέ (Γιάννενα), πατσαρδέ (Καρδίτσα), περιπτερέημπαν, φέσι, φόλα, φόλεξ, Χαρμάνι, ψέμα.
Got a better definition? Add it!