Ένας νέος εις -σεξουαλ ανδρότυπος, εκ του αγγλικάνικου lumber = ξυλεία. Πρόκειται δηλαδή για τον ξυλοκόπο, ή μάλλον για έναν άντρα που θεματοποιεί και προβάλλει σεξουαλικώς το γεγονός ότι (προσπαθεί να) μοιάζει με ξυλοκόπο, με lumberjack που λένε και στο χωριό μου.

Προφ έρχεται ως αντίδραση στον μετροσέξουαλ, που, όπως, -φευ-, αποδείχτηκε, δεν ήταν παρά ένας ευφημισμός για τον πουστοσέξουαλ. (The Lumbersexual is here to chop down metrosexuals, όπως γράφει χαρακτηριστικά ένα σάη). Όμως ο λαμπερσέξουαλ δεν είναι απλώς ένας ρετροσέξουαλ, δηλαδή ένας ειλικρινής οπισθοδρομικός μπάρμπα-Μπρίλιος, αλλά είναι μάλλον ειρωνικά ρετροφουτουριστικός, ήτοι διανθίζει με βιντατζιές σχετιζόμενες με την ξυλοκοπτικήν ένα εξαιρετικά ποζεράδικο κλάριν λουκ.

Με τρεις λέξεις ο λαμπερσέξουαλ είναι ο άντρας που χέζει στο δάσος. Εκτός όμως από οδηγούς επιβίωσης στην άγρια φύση και κωλόχαρτο για χέσιμο στο δάσος μαζί με τις αρκούδες, ο λαμπερσέξουαλ διαθέτει και μερικά άλλα αξεσουάρ, όπως πολύ καρό, λ.χ. καρό κασκόλ και πουκάμισα κυρίως κοκκινόμαυρα, δερμάτινα, φθαρμένα τζιν, φανέλες άλα Marlon Brando, τιράντες, παπούτσια ορειβασίας και δασέα μούσια, είτε τ. χιπστερικού ironic beard, είτε πιο κλαρινογαμπρικού μουσιού Λεονάιντας (περιποιημένο, σιασμένο και μυτερό προς τα κάτω). Και βεβαίως άφθονα τατουάζ, μανίκια κυρίως, αλλά γιατί όχι, και εφημερίδες και ταπετσαρίες. Επίσης: μάλλινους σκούφους και κάλτσες, σακίδια Field Pack (before it was made cool by Σταύρος Θεοδωράκης), φλασκιά κ.ά. εξαρτήματα (για πλήρη λίστα δες εδώ).

Στη συμπεριφορά, ο λαμπερσέξουαλ θα είναι ο άντρας που πιάνουν τα χέρια του, που δεν θα καλέσει ποτέ μάστορα να φτιάξει μια ζημιά, μην κινδυνεύοντας από τον κάθε Σάκη τον υδραυλικό, αλλά θα τα ρυθμίσει όλα μόνος του ανάλογα με τον βαθμό ειρωνείας ή ειλικρίνειας του πρωκτάγματός του. Ενίοτε θα έχει κάτι και από μπεκροσέξουαλ κλανιαρογαμπρό, στο σεχ δε, θα αυτοπροβληθεί ως ωμοσέξουαλ. Άλλες φορές πάλι θα διατηρεί μια μυστικιστική σιωπή στην παρέα ως νέο μελαγχολικό αγόρι αποτραβηγμένο στις σκέψεις και στον διάλογο με τη φύση. Απαραίτητο αξεσουάρ σε αυτήν την περίπτωση είναι το χαλάκι της γιόγκα.

Ενστάσεις (δες εδώ): Ξέρει πράγματι ο λαμπερσέξουαλ να κόβει δέντρα, να φτιάχνει τα υδραυλικά και τα ηλεκτρολογικά, ή μήπως δεν ξέρει ούτε πώς λειτουργούν οι Zippo; Ο αστικός δασάνθρωπος (Urban Woodsman), ήτοι ο άντρας που ναι μεν χέζει στο δάσος, όμως κατά τα άλλα μάλλον συχνάζει στις χιπστεροτοπίες του άστεως, δεν είναι ένα πρώτης τάξεως μεταμοντερνιάρικο ντεκαφεϊνέ; Ακόμη πιο ντεκαφεϊνέ θεωρείται το να είσαι τριχολάτρης στη μούρη και τριχοφοβικός στα αρχίδια, ήτοι ο δασυπώγων ξυρισαρχίδας, ή, όπως λέμε στο χωριό μου, folksy on the face, creepy on the balls. Στα οποία η πειστική αντένσταση είναι μία και μοναδική: Ο,τιδήποτε αξίζει τον κόπο, αρκεί να κηρυχθεί εκτός μόδας ο επαίσχυντος μετροσεξουαλισμός.

Καλά όλαφ τα, αλλά ευδοκιμεί η φυλή των λαμπερσέξουαλ στην Ελλάδα; Μια βόλτα από τον γούγλη δείχνει ότι μάλλον πρόκειται για αμερικανιά ή και καναδιά για την ακρίβεια, την οποία ορισμένα έντυπα και σάη τύπου Πουτσοπόλιταν επιχειρούν να μετακενώσουν στο Ελλαδιστάν δίκην Επομένου Μεγάλου Πράματος (Next Big Thing που λέμε και στο χωριό μου). (Ακόμη και από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, εξάλλου, ορισμένοι εκλιπαρούν please stop trying to make lumbersexual happen). Πάντως, αν και δεν διαθέτει την ιθαγένεια του κάγκουρα ή του κλάριν, ωστόσο ο λαμπερσέξουαλ έχει όντως κάνει την εμφάνισή του στο ιδίωμα των Αθηνέζων πασχόντων από χιπστερίαση για να χαρακτηρίσει κάποιους πιο ματσό χιπστεροκάγκουρες. Το μέλλον θα δείξει.

1. Η εποχή του φρεσκοξυρισμένου άντρα που περιποιούταν τον εαυτό του και την εμφάνιση του όπως μια γυναίκα, έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Οι μετροσέξουαλ είναι πια πολύ πασέ και τη θέση τους πήρε το ακριβώς αντίθετο. Ο άντρας που δεν περιποιείται καθόλου τον εαυτό του ή τουλάχιστον έτσι θέλει να δείχνει. Ο λάμπερσέξουαλ.
Ποιες είναι οι λέξεις κλειδιά για τον λαμπερσέξουαλ; Ξύλο, Φύση, Μούσι, Καρό σχήματα, Δερμάτινα, Τζιν, φανέλα και φυσικά Τατουάζ.
Σύμφωνα με το Cosmopolitan, οι lumbersexual άντρες φτιάχνουν τα δικά τους έπιπλα, γνωρίζουν τη μυστική τοποθεσία για τα πιο γλυκά βατόμουρα και έχουν μακριά μούσια που φαίνονται απεριποίητα και αλλόκοτα. Η λέξη lumper απαντιέται στους άντρες που κάνουν ξυλουργικές εργασίες, αλλά κανένας λαμπερσέξουαλ δεν κάνει στην πραγματικότητα κάτι τέτοιο. Αυτοί οι άντρες έχουν ένα πολύ καλά υπολογισμένο στιλ με την επιθυμία να φαίνονται άγριοι και να δημιουργούν μια ετεροπροσδιοριζόμενη εκδοχή του αρσενικού. Εσείς που ανήκετε λοιπόν; Είστε στη μόδα των λαμπερσέξουαλ αντρών;

2. Χρήσιμες Ιδέες Δώρων Για Τον Λαμπερσέξουαλ Άντρα Στη Ζωή Σας: Λάδι για το μούσι (απαραίτητο), ένα ατσάλινο φλασκί, έναν οδηγό επιβίωσης στη φύση (αν και αμφιβάλλω ότι έχουν καν βρεθεί μερικοί σε δάσος), μινιμαλιστικά τυπώματα για μούσια, ένα σπέσιαλ μπέρμπον, αντιανεμικά σπίρτα, ένα σχετικό T-shirt, ένα τσεκούρι τσέπης γιατί υπάρχει πάντα το ενδεχόμενο να κόψουν ξύλα, έναν χειροκίνητο μύλο καφέ, μια κούπα απλή και λιτή, ένα καρό κασκόλ (απαραίτητο), ένα μικρό μαχαίρι τσέπης, μια τσατσάρα τσέπης (απαραίτητο), μια θήκη ξύλινη φυσικά για τις μπίρες του, μια ξύλινη σφεντόνα, ψεύτικα τατουάζ για να ολοκληρωθεί το λουκ του.

3. Για να το κάνουμε ακόμη πιο λιανά, και όπως εύστοχα αναφέρει το BuzzFeed, ο νέος lumbersexual είναι το κράμα του Ron Swanson και του Ryan Gosling. Φυσικά ο διάλογος στρέφεται γύρω στου «τι νέο έχει αυτό το στυλ» και στην όλη ιδέα του «μοιάζω ξυλοκόπος αλλά στην πραγματικότητα είμαι προγραμματιστής και στο σακίδιο μου έχω κρυμμένο ένα MacBook Air που τρέμω στην ιδέα μήπως πέσει κάτω και γρατσουνιστεί».

4. Θα τα παρατήσω όλα και θα γίνω λαμπερσέξουαλ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εις -σέξουαλ ανδρότυπος. Σχηματίζεται και αυτός ειρωνικά προς εις -σέξουαλ τύπους, όπως ο μετροσέξουαλ, που για τους πιο δύσπιστους αποτελούν απλώς ευφημισμό για την πραγματικότητα του πουστοσέξουαλ. Σε αντίθεση, όμως, με ξενόφερτους παλινορθωτικούς του ανδρισμού -σέξουαλ, όπως ο λαμπερσέξουαλ, που γίνεται τεχνητή προσπάθεια εισαγωγής τους στην Ελλάδα, ο καφροσέξουαλ μάλλον είναι απόλυτα εγκλιματισμένος και ιθαγενής.

Δεν πρόκειται για άντρα που ζηλώνει τις αρετές του woodsman (=δασάνθρωπος) που χέζει στο δάσος, αλλά μάλλον αυτές του Woodman, τον οποίο έχει ως πρότυπο εραστή. Με λίγα λόγια, δηλώνει αυτόν που από φόβο μην τον πούνε μετροσέξουαλ κ.τ.ό., έχει «αντρίκια» συμπεριφορά στο σεχ, μάλλον υπέρ το δέον, με ύφος γαμαωδέρνουλα, σφαλιάρες, πουτσοσκάμπιλα, χυσομαπίδια και γενικά διάφορους εξευτελισμούς και καφρίλες. H καφρίλα μπορεί να εκτείνεται και εκτός κρεβατιού με την ανάδειξή του ως μπεκροσέξουαλ κλανιαρογαμπρού.

Ελάχιστα χτυπήματα στον γούγλη, το έχω όμως συναντήσει και σε κοινωνικά μέσα δικτύωσης.

συμφωνω και εγω ουτε μετροσεξουαλ αλλα ουτε και καφροσεξουαλ καπου στην μεση ειναι το σωστο (Το ταμπού του ανδρικού μακιγιάζ).

Got a better definition? Add it!

Published

Ένα από τα πλέον κλασικά εις -στάν εθνικά αυτοφαυλιστικά της Ελλάδας, σύμφωνα με το οποίο η Ορθοδοξία θεωρείται ως το κύριο χαρακτηριστικό που καθιστά τη χώρα μας ανατολικό κράτος, απομακρύνοντάς την από τη Δύση ή τη δυτική εκδοχή της Ευρώπης.

Ο όρος βγάζει μια χαντινγκτονιά, σύγκρουση πολιτισμών κιέτσ', σύνορα της Ευρώπης στη Σλοβενία/ Κροατία, πολιτισμική σχέση της ορθοδοξίας περισσότερο με το Ισλάμ παρά με τον δυτικό χριστιανικό πολιτισμό κατά το υστεροβυζαντινό «κρεῖττον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσηι τῆι πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκων ἢ καλύπτραν Λατινικήν» και ταλιμπάν (χριστιανοταλιμπάν για την ακρίβεια).

Χρησιμοποιείται για να περιγράψει φαινόμενα της Λαϊκής Θεοκρατίας του Ελλαδιστάν, λ.χ. την έλλειψη χωρισμού Εκκλησίας- κράτους, συμπεριφορές παπαδαριού ή έξαλλων ορθολόξων και διάφορες φανατίκλες.

Στον γούγλη βλέπω ότι είναι δημοφιλές σε Ελληνάρες παγάνες. Επίσης, βλέπω ότι υπάρχει και άλλο Ορθοδοξιστάν ακόμη πιο ορθόδοξο.

1. Αυτα είναι ψιλά γράμματα στο Ορθοδοξισταν που ζούμε, με τις πολλες εκκλησιες (και τους πραγματικους ελληνικούς ναους θαμμενους απο κάτω). Εμείς ξέρουμε τις μόνες αληθειες. Τελος. Αυτα ειναι για τους Ουφολόγους. Ου 666, ου 666.

2. Νταξ το ζησα κ αυτο. Σχεδον μ αφορισε παπας μεσα σε πρακτορειο προπο! Ορθοδοξισταν!!

3. Τα ανθελληνικά Ψέματα που λένε στο Ορθοδοξιστάν/Βυζαντιστάν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταφορά στα ελληνικά του αγγλικάνικου hacker. Πρόκειται για «άτομο το οποίο εισβάλει σε υπολογιστικά συστήματα και πειραματίζεται με κάθε πτυχή τους. [...] Συνήθως οι χάκερς είναι προγραμματιστές, σχεδιαστές συστημάτων αλλά και άτομα τα οποία ενώ δεν ασχολούνται επαγγελματικά με τομείς της πληροφορικής έχουν αναπτύξει τέτοιες δεξιότητες και δουλεύουν είτε σε ομάδες (hacking-groups) είτε μόνοι τους» (δες).

Οι χακεράδες διακρίνονται σε White Hat χακεράδες και σε Black Hat. Οι White Hat είναι οι ντεκαφεϊνέ ηθικοί χάκερζ (ethical hackers) που απλώς τεστάρουν την ασφάλεια των συστημάτων πληροφορικής μιας οργάνωσης χωρίς κακό σκοπό, απλώς για να διαπιστώσουν κατά πόσο είναι ευάλωτα. Οι Black Hat είναι οι χακερατάδες που καταστρέφουν, τροποποιούν ή κλέβουν δεδομένα, ή καθιστούν το δίκτυο μη χρησιμοποιήσιμο για αυτούς που είναι εντεταλμένοι να το χρησιμοποιούν. Λέγονται και κρακεράδες. Ο κράκερ, όμως, μπορεί να είναι κάποιος που απλά σπάει το σύστημα και διεισδύει χωρίς κατ' ανάγκην να το γνωστοποιεί μέσω κακοποιού παρέμβασης, αλλά κρατώντας τη γνώση αυτή για τον εαυτό του. Οι μαύροι και οι άσπροι χακεράδες είναι σαν σύγχρονοι κλέφτες και αρματολοί ένα πράμα, καθώς μπορεί και να εναλλάσσονται οι ρόλοι τους στα ίδια φυσικά πρόσωπα. Και, σε κάθε περίπτωση, υπάρχουν μεταξύ τους οι πενήντα αποχρώσεις του γκρίζου Hat, ο οποίος μπορεί να διεισδύσει σε ένα σύστημα, χωρίς να προκαλέσει ζημιά, μόνο για να ειδοποιήσει τον ιστομάστορα ότι υπάρχει μία αδυναμία, την οποία ενίοτε προσφέρεται να διορθώσει με το αζημίωτο. Ένας άλλος έγχρωμος χακεράς είναι και ο Blue Hat, που τεστάρει ένα σύστημα προτού βγει στην αγορά για προληπτικούς λόγους. Μην ξεχνάμε, τέλος, και τους χακτιβιστές, που είναι σαν σύγχρονοι Ρομπέν των Δασών, είτε πρόκειται για σφυρίχτρες που κάνουν προσβάσιμα σε μεγάλα κοινά πληροφορίες που έπρεπε να είναι ανοικτές μόνο σε περιορισμένα κοινά, είτε και κυβερνοπειρατές cyber-terrorists. Για τους πιο διάσημους χακεράδες δες στη Βικούλα.

Στα ελληνικά οι όροι χάκερ, χακεράς και χακερόνι βγάζουν μια ναϊντίλα, ήταν πολύ δημοφιλείς τότε ως σημαίνοντες σκληρή μαγκιά και ενίοτε και μια εξεγερσιακή δυναμική. Μας έδωσαν εξάλλου και τα ψυχάκερ (= ο ψυχάκιας χάκερ) και χακερατάς (=ο κερατάς ο χάκερ που μας υπέκλεψε).

Πάσα (Δ.Π.): Ιronick.

1. Είσαι hacker, νομίζεις πως είσαι χακεράς.

2. Οι χακεράδες είναι υπεράνω χρημάτων, όλα τα κάνουν για το γούστο τους.

3. Είσαι χακεράς; έλα στην υπηρεσία της ΕΛ.ΑΣ.

4. Παίξτο χακεράς από τις ταινίες του ’90!
Και καλά!
Την επόμενη φορά που θα έρθει ένας φίλος/συνεργάτης σου άσχετος με την τεχνολογία να σου ζητήσει να του βρεις κάτι που το έχεις ήδη όπως ένα τραγούδι για παράδειγμα μπορείς να τον ψαρώσεις με τον παρακάτω τρόπο.
Του λες ότι δεν το έχεις αλλά θα χακάρεις κανέναν ξένο υπολογιστή για να το βρεις, ανοίγεις το http://hackertyper.net βάζεις τις προτιμήσεις που θες, πατάς και ένα F11 και μετά αρχίζεις να γράφεις αρλούμπες στο πληκτρολόγιο, το Hackertyper θα αρχίζει να αραδιάζει γραμμές κώδικα με τρελή ταχύτητα όπως βλέπαμε στις ταινίες του ΄90, σε κάποια φάση βγάζει και ένα Access Granted. Μετά σαν κύριος (ή like a boss που λένε και τα αμερικανάκια) του αντιγράφεις το τραγούδι στο στικάκι.
Αν και πρέπει να είναι πολύ άσχετος ο άλλος για να ψαρώσει δεν παύει να έχει γέλιο το σκηνικό.

  1. «Ο Χακεράς», ανέκδοτο για να ευθυμήσουμε εδώ.

(από Khan, 16/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Υπάρχουν δύο μεγάλες κατηγορίες μπάφλας που αλληλοδιαπλέκονται λολαδερώς.

α) Μια άλλη ονομασία για την μπούφλα ή μπουφλίδι, δηλαδή για τη σφαλιάρα, χαστούκι, μπάφλα τέλος πάντων.

β) Μια λολαδερή ονομασία δίκην γκρηκλισμού για τη βάφλα, το waffle, που λένε και στο χωριό μου. Το (οΘντκ) λολ της υπόθεσης προκύπτει από την αμφισημία του τι εννοούμε όταν λέμε ότι κάποιος τρώει μπάφλα/ μπάφλες και συναφώς από την εικόνα ότι κάποιος τρώει σφαλιάρες σαν να τρώει εύγευστα wuffles.

1. Οοοο τρώω μπάφλες και παίζω προ.

2. Τρώει τις μπάφλες του ο νεοναζί..

(από Khan, 17/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Επειδή η μετοχή καθυστερημένος είναι υπερβολικά περίπλοκη, μακροσκελής και κυριλέ για να βρίσουμε κάποιον, επεμβαίνει η γαμοσλανγκοτέτοια με μια σλανγκική αποκοπή και αλλαγή γραμματικού γένους, οπότε έχουμε το καθυστέρι.

Κατ' αρχήν, πρόκειται για κοινωνικώς ρατσιστικό χαρακτηρισμό για τα άτομα με ειδικές δεξιότητες. Κατ' επέκταση, χαρακτηρίζει οποιοδήποτε άτομο προβαίνει σε παντοειδείς γιωτομπαλιές, είναι ούγκανος,μαλάκας ή γιωτάς, χρυσαύγουλο, ή πιο ακροκεντρώα ανήκει σε δασπόφιλες/ δασπόβιες/ ΣΥΡΙΖΟΚ ομάδες που κυριολεκτικά καθυστερούν να αντιληφθούν τι συμβαίνει γύρω τους, φωνακλάδες ανορθογραφιστές ψεκασμένους των κοινωνικών μέσων δικτύωσης και ταλιμπάν.

1. Είναι καθυστέρια οι ακροδεξιοί; Η μήπως τα καθυστέρια είναι ακροδεξιοί; Ιδού η απορία.

2. «Ποιος λεει οτι αυτοι του βιντεο ειναι φιλευρωπαιοι; Λαικοπασοκοι ειναι που οι πιο πολλοι τωρα ψηφιζουνε ΣΥΡΙΖΑ που ειναι κατα του μνημονιου και της ΕΕ..»
ΠΑΣΟΚ ψήφιζαν, άρα φιλοΕΕ. Το αυτό ισχύει και για τα αντίστοιχα καθυστέρια της ΝΔ, που μαζί με τους πασόκους όλα αυτά τα χρόνια ψήφιζαν τους φιλοευρωπαίους απατεώνες, λαμόγια, άχρηστους για την διακυβέρνηση της χώρας. Η κατάσταση στην οποία είναι αυτή τη στιγμή η χώρα είναι έργο παρατάξεων και πολιτικών που συναγωνίζονταν ο ένας τον άλλο για το ποιός είναι πιο φιλοευρωπαίος, καθώς και πολιτών που ψήφιζαν φιλοευρωπαϊκά. Face it.

3. Μάνθεεεε, σταμάτα να γράφεις κι εσύ και οι άλλοι σαν καθυστέρια, θα πάει η μυωπία μου τριακόσια.

Got a better definition? Add it!

Published

Έτσι ονομάζει ο σλανγιώτατος ποιητής Ανδρέας Εμπειρίκος τους αναγνώστες εγχειριδίων, καθώς του Μπέκκερς και του Τισσώ, που θεωρούσαν τον αυνανισμό ως αιτία δια πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν, τύφλωση, κύρτωση κ.ο.κ., ενώ ο ίδιος ο ποιητής προσπαθεί εναντίον τους να αποκαταστήσει τον αυνανισμό ως μια φυσική διαδικασία, είτε γίνεται κατά μόνας, είτε στο πλαίσιο προκαταρκτικών θωπειών, είτε, κατά μία ψαγμένη ψυχολογική άποψη, κι όταν ο εραστής χρησιμοποιεί ολόκληρο τον ερώμενο και το σώμα του ως αυνανιστικό βοήθημα προκειμένου το ίδιο το σεχ να γίνει εντέλει αφορμή για να παραδοθεί στις αυνανιστικές του φαντασιώσεις και ονειρώξεις.

«Καὶ ἀκόμη κάτι. Ἐσύ, ἔστω καὶ σήμερα, ὅταν χαϊδεύηις μιὰ γυναίκα, ἕως τὴν στιγμὴν ποὺ θὰ εἰσδύσηις μέσα της, ἕως τὴν στιγμὴν ποὺ θὰ ἀρχίσηις νὰ τὴν γαμᾶις, κάνοντας τὶς γαμικὲς κινήσεις σου μέσα στὸν κόλπον της, μήπως καὶ σὺ ὁ αὐνανισμοφόβος, δὲν κάνεις κατὰ ἕναν τρόπον, χρῆσιν αὐνανιστικὴν τοῦ ἔρωτος, ὅπως ὅλος ὁ κόσμος κατὰ τὴν φάσι τῶν θωπειῶν; Θέλεις νὰ σοῦ πῶ καὶ κάτι ἄλλο; Μάθε ὅτι ὑπάρχουν ἀρκετοὶ ἄνθρωποι τόσο ἀπορροφημένοι ἀπὸ τὸν ἑαυτό τους, ποὺ καὶ ὅταν ἀκόμη εἰσδύουν ὀρθοδόξως στὸ αἰδοῖον τῆς γυναίκας, ἢ, μᾶλλον, γιὰ νὰ τὸ πῶ καλλίτερα καὶ πιὸ ἐκφραστικά, ὅταν εἰσδύουν στὸ μουνί της, (πρέπει να μάθεις Σέργιε νὰ λὲς τὴν ὡραία λέξι ΜΟΥΝΙ καὶ τὸ χαρίεν ὑποκοριστικὸ ΜΟΥΝΑΚΙ), ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ καὶ τότε ἀκόμη, δηλαδὴ τὴν ὥρα ποὺ γαμοῦν (ἀγαπητέ μου, πρέπει νὰ μάθηις νὰ χρησιμοποιεῖς καὶ τὸ ΓΑΜΩ τὸ ἐξαίσιον αὐτὸ ρῆμα), ὑπάρχουν λέγω ἄνθρωποι ποὺ καὶ σὲ τέτοιες στιγμὲς ἀκόμη, οὐσιαστικῶς δὲν γαμοῦν μὰ αὐνανίζονται - δηλαδὴ ψυχολογικῶς δὲν κάνουν τὸν ἔρωτα μὲ τὴν γυναίκα, ἀλλὰ μὲ τὸν ἑαυτό τους» (Μέγας Ανατολικός, Τόμος 1, σ. 18-19)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επωνυμία του Θεού στον οποίο πιστεύει ο Ανδρέας Εμπειρίκος, για τη λατρεία του οποίου έχει επιστρατεύσει ένα ετερόκλητο θεολογικό και φιλοσοφικό υλικό.

Τον θεωρεί ως έναν Θεό γονιμοποιητή, όπως στην αρχαία ελληνική μυθολογία, που έχει χαρακτηριστικά του Δία και του Πανός, ο Οποίος, όμως, κείται επέκεινα του καλού και του κακού, σύμφωνα με την κατάρριψη της χριστιανικής ηθικής στο ομώνυμο έργο του Friedrich Nietzsche. Φέρει ωστόσο ονόματα και του χριστιανικού Θεού αντλημένα από τη βυζαντινή παράδοση την οποία οικειούται απολύτως ο Εμπειρίκος στο πλαίσιο μιας γλωσσικής φετιχιστικής προσκόλλησης στην ελληνοπρέπεια του λόγου, που χαρακτηρίζει όλη τη γενιά του 1930. Ο βυζαντινός μυστικισμός του Ακτίστου Φωτός μπλέκεται έτσι με τις αρχαιοελληνικές οργιαστικές λατρείες, με τον ιουδαϊστικό αποκρυφισμό, με τον πανθεϊσμό ή πανενθεϊσμό του Baruch Spinoza (=ο Θεός μέσα στα κτίσματα, ή ο Θεός εκτός των κτισμάτων, αλλά η ενέργειά Του εντός τους), και με τον προφητικό αντιηθικισμό και ουτοπισμό του δυτικού 19ου αιώνα σε ένα ιδιότυπο εμπειρίκειο συνονθύλευμα (βλ. παράδειγμα).

«Μήπως οἱ ἀπέραντοι κόσμοι ποὺ ἀπετέλουν τὴν θεσπεσίαν ἁρμονίαν ἦσαν τὸ ἔργον ὄχι τοῦ Θεοῦ ποὺ ἡ Ἐκκλησία θέλει νὰ μᾶς ἐπιβάλληι, ἀλλὰ ἑνὸς Θεοῦ τελείως διαφορετικοῦ, ἑνὸς Θεοῦ ἀλήθεια παντοκράτορος, ἑνὸς Θεοῦ ἀλήθεια παντοδυνάμου, ποὺ ὑπῆρχε μέσα στὰ ἲδια τὰ ἔργα του καὶ τὰ κτίσματά του, ἀποτελοῦντος ἕνα μὲ αὐτά, καὶ ὑπάρχοντος παντοῦ ἀλλ' ἀοράτου, ὅπως εἶναι ὑπαρκτὴ μὰ ἀόρατος ἡ ἐνέργεια, ὅπως εἶναι ὑπαρκτὸν μὰ ἀόρατον τὸ πνεῦμα, ὅπως εἶναι ὑπαρκτὸν ἀλλὰ μὴ ὁρατὸν εἰς τοὺς πολλοὺς τὸ Μέγα Φῶς τὸ Ἄκτιστον, τὸ ἐν μεγαλείωι καὶ δόξηι καταυγάζον, τὸ εἰς τοὺς αἰῶνας ἄπιαστον, μὰ ἐκθαμβωτικὰ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων ὁρατόν, μόνον εἰς ὅσους εὐλογήθησαν μὲ τὴν Ὑψίστην Χάριν τὸ Φῶς αὐτὸ νὰ ἰδοῦν; [...] Μήπως, μὰ τὸν Θεόν, ὁ μόνος Θεὸς ἦτο ἕνας τεράστιος καὶ παντοδύναμος Ψώλων, καὶ, οὐσιαστικῶς ὑπῆρχαν μόνο ἡδοναί, διὰ τοῦ πανισχύρου Πέους του καὶ τοῦ ὑπερπλουσίου Σπέρματός του χορηγούμεναι; Καὶ μήπως αἱ ἡδοναὶ αὐταί, τουτέστιν αἱ ἐρωτικαί, ἦσαν αἱ πράξεις ἐκεῖναι, ποὺ ἐπλησίαζαν ἀσυγκρίτως περισσότερον ἀπ' ὁ,τιδήποτε ἄλλο τοὺς ἀνθρώπους πρὸς τὸν Μεγαλοψώλονα Θεόν, τὸν ἀπόλυτον Πλάστην καὶ Κτήτορα τοῦ Κόσμου, τὸν Ἀπόλυτον Κύριον τῶν Δυνάμεων, τὸν Ἀπόλυτον Ἄρχοντα τῶν Οὐρανῶν καὶ τῆς μικρᾶς μας Γῆς;» (Μέγας Ανατολικός, Τόμος 1, σ. 108-109).

Dick Almighty (από σφυρίζων, 18/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος του σλανγιωτάτου Ανδρέου του Εμπειρίκου. Είναι συνώνυμο του ψωλίς, ήτοι η ερεθισμένη κλειτορίδα της γυναίκας ως μικρό πέος. Δηλώνει τη φαλλική υπόσταση λεσβίας ή εγκαύλου κορασίδος.

«Τότε μόνον ἐπρόσεξε ὁ ἐν ψυχικῆι διαμάχηι τελῶν ναύτης, ὅτι τὰ μάτια του δὲν ἔβλεπαν μόνον τὴν ἡδονικὴν ὀπὴν τοῦ αἰδοίου, ποὺ ἐμφωλεύει μεταξὺ τῶν ἁπαλῶν ἐσωτερικῶν χειλέων τῆς ἐρωτικῆς σχισμῆς ὅλων τῶν γυναικῶν τοῦ κόσμου, ἀλλὰ ὅτι ἔβλεπαν κάτι ποὺ δὲν ἐτρέπετο ὅπως ὁ κόλπος πρὸς τὰ ἔσω, μὰ ἀντιθέτως πρὸς τὰ ἔξω, κάτι, ποὺ ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ ἡ Τζέην ἤνοιξεν περισσότερο τὰ σκέλη της πρὸ ὁλίγου, ἤρχισεν ὡς βέλον πολὺ μικρόν, ἢ ὡς γλωσσίδιον χαρίεν, ἢ ὡς στήμων εὐαίσθητος θερμοῦ σαρκοπετάλου ἄνθους, νὰ αἰχμίζηι εἰς τὸ ἄνω μέρος τοῦ μουνιοῦ, καὶ νὰ τανύεται, νὰ πάλλεται, καὶ νὰ ἐκμυτίζηι ὡς ράμφος μικροῦ πουλιοῦ, περιπαθῶς καὶ ἐπιχαρίτως, ἤ, ἀκριβέστερον ἀκόμη, ὡς μία μικρὰ ψωλίς, ὡς ἕνα πεΐδιον μικρόν, μικρούτσικον καὶ ὑποτυπῶδες, τὸ ὁποῖον θὰ ἤθελε νὰ ἐπιτεθῆι, νὰ ἐκτοξευθῆι, νὰ χύσηι...» (Μέγας Ανατολικός, Τόμος 1, σ. 83).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος του σλανγιωτάτου Ανδρέου του Εμπειρίκου. Είναι η κλειτορίδα ή οι θηλές της γυναίκας όταν λόγω εγκαύλου καταστάσεως ερεθιστούν και ομοιάσουν με μικράν ψωλήν, δείχνοντας την κοινότητα της εγκαύλου συνθήκης μεταξύ ανδρών και γυναικών.

«Κύπτουσα ἐπὶ τῆς τελείως ἐκτεθειμένης ἡβικῆς χώρας τῆς Γκρέτας, καὶ παρατηροῦσα μὲ λιγωμένην τρυφερότητα τὸ φουσκωτὸν αἰδοῖον της, τὴν ηὐνάνιζε σταθερὰ καὶ μὲ μεγάλην ἐπιδεξιότητα, τρίβουσα τὴν ὑπερσφύζουσαν κλειτορίδα της μὲ τὸν μεσαῖον δάκτυλον τῆς δεξιᾶς της, ἐνῶ, μὲ τὴν ἀριστεράν της, ἔτριβε καὶ ἐμάλασσε τοὺς ὡσαύτως γυμνωμένους καὶ εἰς πλήρη σπάργωσιν πυργουμένους σφικτοὺς μαστούς της, τῶν ὁποίων αἱ ἐκτοξευμέναι θηλαὶ ὠμοίαζαν τώρα μὲ δύο κατακαυλωμένας μικροσκοπικὰς ψωλίδας». (Μέγας Ανατολικός, Τόμος 1, σ. 55)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified