Στη φυλακοσλάνγκ είναι ο κρατούμενος που έχει δώσει λόγο τιμής ότι δεν θα δραπετεύσει.

Η ζωή στις αγροτικές φυλακές είναι στα όρια της ημιελεύθερης διαβίωσης. Εκεί υπάρχει και ο θεσμός του "λογοτιμήτη", του κρατούμενου στο τελευταίο στάδιο της κράτησής του. Αυτοί έχουν δώσει τον λόγο της τιμής τους πως δεν θα δραπετεύσουν και για αυτό τους αφήνουν στα κελιά τους, που μοιάζουν με μικρά σπιτάκια στην ύπαιθρο, ξεκλείδωτα ακόμη και το βράδυ, με μια πολύ χαλαρή εποπτεία από τους σωφρονιστικούς υπαλλήλους της φυλακής. (Τάσος Θεοφίλου, Η φυλακή, Αντίποδες, Αθήνα 2025, σ. 30).

Got a better definition? Add it!

Published

Στη φυλακοσλάνγκ, λέγεται για τη μπάλα στα ομαδικά αθλήματα που, λόγω δυνατού σουτ, βγαίνει εκτός φυλακής και χάνεται, με αποτέλεσμα την οριστική διακοπή του παιχνιδιού.

Στο μπάσκετ, ευτυχώς, συμβαίνουν λιγότερες αποφυλακίσεις από ό,τι στο ποδόσφαιρο.

Got a better definition? Add it!

Published

Σημαίνει εξουθένωση. Βλ. Τα Κανδυλιώτικα.

Έχω σπουρίξει από το κρύο.

Got a better definition? Add it!

Published

Η σωματική και ψυχική δύναμη, η αντοχή (< ανακαρώνω + -α (αναδρομικός σχηματισμός) < ανα- + καρώνω < αρχαίο ελληνικό καρόω < κάρα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα **ḱrhesn*.

Αληθινά, στο δεξί φρύδι του δρόμου ήταν ένα παλιάλογο και κοντά ένας ξερακιανός χωριάτης κρα­τούσε το χαλινάρι του. Μα το ζώο είχε τέτοιο χάλι, που μολογούσε ότι κι ελεύθερο αν μείνει, ανάκαρα δεν έχει να κινηθεί. (Ανδρέας Καρκαβίτσας, Η Σμυρνιά).

Got a better definition? Add it!

Published

Η δύναμη, η αντοχή < τουρκικό takat < αραβικό طاقة (taqat = δύναμη).

Δεν έχω τακάτι, τα έχω φτύσει. (Δες).

Got a better definition? Add it!

Published

Φτάνω στο αμήν σημαίνει φτάνω σε οριακό σημείο, έχω εξαντληθεί.

Όταν η κατάσταση φτάσει στο αμήν, ο Γιωργάκης και η μακάβρια ακολουθία του θα επιδοθούν στους πάσης φύσεως εκβιασμούς. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Εξαντλούμαι στη δουλειά, μου φεύγει ο πάτος.

Ούτε και φέτος διακοπές και από Σεπτέμβριο θα ξεπατωθούμε στη δουλειά!

Got a better definition? Add it!

Published

Εισχωρώ σε θέση αντικανονικά, χάρη σε μέσο, βύσμα. Στην καθιέρωση της έκφρασης έχει συμβάλει ο κωμικός Κώστας Βουτσάς με την ατάκα "έτσι και τρουπώσω, τρούπωσα" στην ταινία Ένα Έξυπνο Έξυπνο Μούτρο του 1965.

  1. Όποιος τρουπώσει, τρούπωσε. (Εδώ).
  1. Ως μέτοχος της ΕΕΤΑΑ «τρούπωσε» στο ΔΣ ο «Φραπές». (Εδώ).

    1. Με τον Κυριάκο, κανείς δεν χάνεται – «Τρούπωσε» στο Μαξίμου και ο Κοντοζαμάνης". (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Ο αλεξιπτωτιστής, αυτός που καταλαμβάνει θέση με μέσο, βύσμα.

Δεν τον ανταγωνίζομαι, παρόλο που είμαστε συνυποψήφιοι, γιατί είμαι σίγουρος ότι στο τέλος κάποιος ουρανοκατέβατος θα πάρει τη θέση.

Got a better definition? Add it!

Published

Σε συνέχεια του ετέρου ορισμού, λέγεται για κατάληψη θέσης με μέσο, βύσμα.

Έχει πιάσει στασίδι ο γαμπρός του υπουργού, οπότε δεν υπάρχει ελπίδα να ανοίξει η θέση.

Got a better definition? Add it!

Published