Κατσικές ή κατσικέ είναι στα καλιαρντά αυτός που έχει αριστερές πολιτικές πεποιθήσεις. Αντώνυμο: προβατέ(ς) = ο δεξιός.

Προφανολογώ ότι αποτελεί λολοπαίγνιο με το Κατά Ματθαίον 25,31-33: «Ὃταν δὲ ἔλθῃ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῇ δόξῃ αὐτοῦ καὶ πάντες οἱ ἅγιοι ἄγγελοι μετ᾿ αὐτοῦ, τότε καθίσει ἐπὶ θρόνου δόξης αὐτοῦ, καὶ συναχθήσεται ἔμπροσθεν αὐτοῦ πάντα τὰ ἔθνη, καὶ ἀφοριεῖ αὐτοὺς ἀπ᾿ ἀλλήλων ὥσπερ ὁ ποιμὴν ἀφορίζει τὰ πρόβατα ἀπὸ τῶν ἐρίφων, καὶ στήσει τὰ μὲν πρόβατα ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ, τὰ δὲ ἐρίφια ἐξ εὐωνύμων». Οπότε οι «της γης οι κολασμένοι» αριστεροί παρομοιάζονται με κατσίκες, ενώ η Δεξιά του Υψίστου ως κοπαδοί του τζήζαντα με πρόβατα.

Μισώ τις ΠΡΟΒΑΤΕ
ΠΟΥ ΆΒΕΛΟΥΝΕ ΜΠΕΡΝΤΕ
Και μένω αποκατέ,
Λατσή και ΚΑΤΣΙΚΕ. (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published

Προβατές ή προβατέ είναι στα καλιαρντά αυτός που έχει δεξιές πολιτικές πεποιθήσεις. Αντώνυμο: κατσικέ(ς) = ο αριστερός.

Προφάνουσλυ από το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον 25,31-33, όπου ο Χριστός λέει ότι στη Δευτέρα Παρουσία ο Υιός του ανθρώπου θα χωρίσει τα πρόβατα στα δεξιά Του από τα κατσίκια (ερίφια) στα αριστερά Του. Από εκεί είναι εύκολο το πέρασμα στην εικόνα ότι οι δεξιοί είναι σαν προνομιούχοι στον παράδεισο, καθώς αποτελούν πιστούς κοπαδούς- πρόβατα, ενώ οι αριστεροί αποτελούν την αντιπολίτευση της κόλασης, ως «της γης οι κολασμένοι».

Τιμή μου και μουτζό μου
Τα μπούκουλα του δρόμου!
Τεκνά για μένα ουρές
Και μόκολα οι ΠΡΟΒΑΤΕΣ

Μισώ τις ΠΡΟΒΑΤΕ
ΠΟΥ ΆΒΕΛΟΥΝΕ ΜΠΕΡΝΤΕ
Και μένω αποκατέ,
Λατσή και ΚΑΤΣΙΚΕ.
(Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published

Στα καλιαρντά είναι το αστυνομικό τμήμα ή το περιπολικό (ή άλλο όχημα της αστυνομίας, λ.χ. πούλμαν). Εκ του ρούνα = αστυνομικός (μάλλον εκ του γουρούνα).

  1. Στις αρχές της εφηβείας μου έφευγα απ’ τον Πειραιά και ανέβαινα συχνά στην Αθήνα. Σύχναζα στην Ομόνοια με τις ώρες. Ομόνοια, Σύνταγμα, Ζάππειο. Μερικές φορές με έπιανε το ρουνάδικο, με πηγαίνανε μέσα και οι ρούνες μού δίνανε πολύ ξύλο, κυρίως μπουνιές στο στομάχι, με βάζανε με το ζόρι να τους πω αν ήξερα διάφορες αδελφές και μου δείχνανε τις φωτογραφίες τους, ή μου λέγανε τα παρατσούκλιά τους. Τελικά, χωρίς να το πολυκαταλαβαίνω, με τραβολογούσανε σε διάφορα αστυνομικά τμήματα όπου με χτυπάγανε άσχημα. Με χτυπάγανε αλύπητα, χωρίς καν να υπολογίζουν ότι ήμουν άνθρωπος σαν τους άλλους. (Εδώ).

  2. - Ποὺ νὰ ἀβέλῃς μὲ σὶκ τὸ ποῦλμαν τῆς χαρᾶς καὶ νὰ σὲ τζάσουν στὸ ρουνάδικο γιὰ ρεβύ, ξεκωλιάρα! (Σχόλιο Αἴαντος στο λήμμα πούλμαν).

(από Vrastaman, 09/02/12)Ρούνι-Ρούνι, το ύπουλο, κακό γουρούνι. (από Vrastaman, 09/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published

Λέξη των καλιαρντών. Εκ του πιάνομαι και του μουτζό που σημαίνει αιδοίο ή γυναίκα και, όπως μας υπέδειξε το Πονηρόσκυλο εδώ, δεν έχει σχέση με την μούντζα, αλλά με την ρομανί λέξη mindž = κόλπος, αιδοίο, χυδαία λέξη για το κορίτσι, τη φιλενάδα.

Το μουτζοπιάνομαι περιγράφει απρεπείς τσακωμούς μεταξύ κίναιδου (ή και στρέιτ άντρα) και γυναίκας ή δύο γυναικών μεταξύ τους, που χαρακτηρίζονται από μαλλιοτραβήγματα, ξεμαλλιάσματα, καλλιτεχνικό κατινάζ, ή στην καυλύτερη των περιπτώσεων mud wrestling. Πλέον σε μη αυθεντικά καλιαρντό πλαίσιο, η έκφραση χρησιμοποιείται ειρωνικώς για τσακωμούς, όπου το διακύβευμα δεν είναι σημαντικό, λ.χ. για διαδικτυακές τηλεμαχίες.

  1. Το δημοψήφισμα που σκέφτονται
    να μας βαλουν οι« κυβερνώντες»
    μια καινουργια περιπετεια δηλ
    μονο και μονο για να μας κανουν να μουτζοπιαστουμε παλι και να κρύψουν τις πομπες τους κατω απο το χαλι. (Αποκατέ).

  2. Παντως το χουμε παραχεσει το τοπικ........μονο για το θεμα του δεν μιλαμε...χαχα.......σε λιγο θα μουτζοπιαστουμε κιολας, ποιος στην χαρη μας...... (Αποκατέ).

  3. Έρχονται δύο καινούριες γυναίκες στην παρέα που είναι φίλες του κολλητού του γκόμενού σου. Λες στην κολλητή σου: «Ντικ τις μούτζες με τα εξτέ, πώς δικέλουν το δικό μου, αν τολμήσει να του μπενάψι τίποτα θα μουτζοπιαστούμε». (Αποκατέ).

Με την καλή έννοια (από Khan, 09/02/12)

Βλ. και μαδομούνι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά, (που διαμορφώθηκαν εν πολλοίς στα μέσα του 20ού αιώνα), υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες ευρωπαϊκής πρωτεύουσας: Αφενός το Παρίσι, που θεωρείται ότι έχει πολλές γυναίκες και πόρνες, και ονομάζεται γι' αυτό Μουτζότοπος εκ του μουτζό (βλ. εδώ για ετυμολογία). Και αφεδύο το Λονδίνο, που έχει πολλούς γκέι και ονομάζεται γι' αυτό Τζιναβότοπος εκ του συστατικού τζιναβο-, που σχετίζεται με την κατανόηση και την πονηριά (βλ. τζινάβω), αλλά και με την μύηση στον κόσμο των καλιαρντών και των γκέι.

Οι δύο λέξεις διασώζονται στο γνωστό βιβλίο του Ηλία Πετρόπουλου.

- Κόντρα πασιόζα τζόρνα άβελε ριτόρνο αποκατέ από Μουτζότοπο ο μουτζωτός. (= προχτές γύρισε από Παρίσι ο γυναικάς).

Got a better definition? Add it!

Published

Ο άνεμος στα καλιαρντά. Για την ακρίβεια σημαίνει η πορδή του Θεού, (θυμίζοντας σχετικές μετεωρολογικές εκφράσεις για τον Δία), καθώς προέρχεται από το γκόντης που σημαίνει Θεός, πιθανότατα εκ του αγγλικού God, και από το ρέλο που σημαίνει πορδή (όπως παρατηρεί το Πονηρόσκυλο εδώ ril είναι η πορδή στη διάλεκτο Σεπετζί του Βόλου, ενώ ο Ηλίας Πετρόπουλος στην έκδοση των Καλιαρντών του 1980 παρατηρεί την ομοιότητα της καλιαρντής λέξης με το αθιγγανικό ril / rila, και το ρουμανικό αργκοτικό ril, που σημαίνουν επίσης την πορδή).

Η λέξη χρησιμοποιείται και στο απρόσωπο αβέλει γκοντορελιά που σημαίνει «έχει πολύ αέρα». Χαρακτηριστικό παράδειγμα τα αυγουστιάτικα μελτέμια στο Τζιναβονήσι της Μυκόνου.

Πάσα: Αἶας.

Διακοπές στο Τζιναβονήσι.

Είναι ξελογιάρα, και γω αβέλω µπάκολο για τον τζιναβότοπο, τζάκα πηγαίνουν αδερφές για να δικέλουν σερµελιές, και όπως πάντα αβέλει γκοντορελιά. Πρώτα δικέλω για τσαρδί to let κι ύστερα ν’ αβέλω λούνι, τέλος πουλοβιδώθηκα τζάκα λούτσια σ’ ένα χαλότσαρδο για να προχαλέψω κατιτίς. (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά, είναι ο τόπος ο γεμάτος με τζιναβοτούς , δηλαδή με ομοφυλόφιλους. Ο Ηλίας Πετρόπουλος στο κλασσικό βιβλίο του Τα Καλιαρντά ορίζει ως Τζιναβότοπο το Λονδίνο, που θεωρείτο (μιλάμε για μέσα του 20ού αιώνα στο περίπου) ως η κατ' εξοχήν gay-friendly πόλη, τίγκα στις αδερφές κιέτσ', σε παραδειγματική αντίθεση προς το Παρίσι, που είναι ο Μουτζότοπος, δηλαδή η πόλη με τις ωραίες γυναίκες- μουτζές και πόρνες. Ο όρος, όμως, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για άλλες Μέκκες του γκεϊλικίου και προορισμούς εμιλουγκρέδων. Λ.χ. τζιναβότοπος είναι η Μύκονος, που αποκαλείται και Τζιναβονήσι.

Το ρήμα τζινάβω είναι κατά τον Πετρόπουλο μάλλον «γύφτικης αρχής» και έχει ένα μεγάλο φάσμα σημασιών, όπως καταλαβαίνω, νιώθω, πονηρεύομαι, οπότε τζιναβοτός είναι ο πονηρεμένος, ο μυημένος στον τζιναβόκοσμο.

ΔΙΑΚΟΠΕΣ ΣΤΟ ΤΖΙΝΑΒΟΝΗΣΙ Του Τέου Ρόμβου

Είναι ξελογιάρα, και γω αβέλω μπάκολο για τον τζιναβότοπο, τζάκα πηγαίνουν αδερφές για να δικέλουν σερμελιές, και όπως πάντα αβέλει κοντορελιά. Πρώτα δικέλω για τσαρδί to let κι ύστερα ν’ αβέλω λούνι, τέλος πουλοβιδώθηκα τζάκα λούτσια σ’ ένα χαλότσαρδο για να προχαλέψω κατιτίς. Παρήγγειλα φρίσο και κει που έχαλα, δικέλω ντικ μια γκουρουμωτή τσαρδόφατσα που τζουρντάρει και με καρκαμπινιάζει. Τεκνό τα μπουτ λατσό, χρυσό καγκελοκλόκι και χρυσό τσαρδόγυαλο και στο σλιπολούνι μπόλικη φωτογένεια. (Αποκατέ).

(από Khan, 18/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην στρατιωτική αργκό, είναι ο Υπερθετικός για το βύσμα, δηλαδή ο φαντάρος (ή και μόνιμος) που έχει κάποιο «μέσο», κάποια «άκρη» και κάνει γι' αυτό καλύτερη θητεία, ή το ίδιο το μέσο. Ο όρος είναι σαφώς πιο δυνατός από το βύσμα. Σημαίνει είτε ότι το μέσο είναι πολύ δυνατό, λ.χ. κάποιος σημαντικός πολιτικός ή στα ανώτερα κλιμάκια των Ενόπλων Δυνάμεων, είτε ότι ο φαντάρος έχει πολλά διαφορετικά μέσα. Επίσης, μπορεί να λανθάνει σεξουαλικό υπονοούμενο, ότι δηλαδή ο φαντάρος έχει γίνει σουρωτήρι από τα πολλά βύσματα που έχει, τον παίρνει δίκην φις - πρίζας κ.τ.ό.

Πάσα: Mr Cadmus.

  1. Για καλή θητεία βρείτε μπάρμπα που έχει άκρες. Συνεπώς δεν θες μόνο βύσμα. Θες πολύμπριζο. (Εδώ).

  2. Γεια σας, για να γινει καποιος δοκιμος στις ειδικες δυναμεις και πιο συγκεκριμενα στα αλεξιπτωτα απ οτι καταλαβαινω ειναι αρκετα δυσκολο... Θα ηθελα να ρωτησω ποσα ατομα περιπου περνουν δεα εδ σε καθε εσσο ; στα αλεξιπτωτα ποσα περιπου ; Για τα αλεξιπτωτα το βυσμα θα πρεπει να ειναι πολυμπριζο σε σχεση με δεα λοκ Ή δεα πεζοναυτων ας πουμε; Οταν εννοουμε χοντρο βυσμα ; Εννοουμε κ πολιτικο προσωπο ; (Εδώ).

  3. Καλά πες μας τι βύσμα είναι και μέτα κανονιζόμαστε αν και μου φάινεται πως δεν ξέρεις καν τι βύσμα έχεις (πολύμπριζο μάλλον έχεις) . (Εδώ).

Αράπη σούστα από την έμορφη Χίο.  (από Mr. Cadmus, 11/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξενικός όρος που προέρχεται εκ της γαλλικής λέξης femme για την γυναίκα (για να ανακαλύψουμε και τον πύργο του Άιφελ άμα λάχει) και στα αγγλικά χρησιμοποιείται σε αντιδιαστολή προς τον όρο butch. Αυτή η αγγλική ορολογία έχει πλέον μεταφερθεί και στα ελληνικά στο ιδίωμα των γκέι και λεσβιών και όχι μόνο.

Φαμ, λοιπόν, είναι κυρίως η λεσβία, αλλά και ευρύτερα ο/η ομοφυλόφιλος-η, αμφιφυλόφιλος-η, τραβεστί, τρανσέξουαλ και λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις που αναλαμβάνει τα στερεοτυπικά γυναικεία χαρακτηριστικά σύμφωνα με την παραδοσιακή πατριαρχική αντίληψη. Αυτό μπορεί να γίνει είτε στο πλαίσιο μιας δομής της σχέσης (το οποίο θεωρείται πλέον παρωχημένο και αποπροσανατολιστικό), είτε, περισσότερο, ενός παιγνίου ρόλων που αναλαμβάνεται από τους/ις ερωμένους/ες. Περισσότερα στα «άρτια» λήμματά μου μπουτς και αντρούτσος.

Κάτι ενδιαφέρον με τον όρο φαμ είναι ότι μπορεί να οδηγήσει σε μια πιο προχώ σημασία της έκφρασης σερσέ λα φαμ, όπου πλέον μπορεί να χρησιμοποιηθεί για λεσβιακά ή άλλα ομοφυλόφιλα ζευγάρια, όπου είναι δυσδιάκριτο ποιος/α έχει τον ρόλο της φαμ, και αν τον έχει παγίως ή αν έχουμε χαρακτηριστικά τύπου butch in the streets, femme in the sheets.

  1. Η καθιστή γυναίκα ντυμένη πιο χαρούμενα, στα κόκκινα, (μήπως είναι η «φαμ»; δύσκολο να το πούμε) αλλά με ρούχα καθόλου θηλυπρεπή, μάλλον ρούχα καθημερινής δουλειάς, κρατάει στο χέρι χάρακα ή μπαγκέτα. Δίπλα της στο τραπέζι εργαλεία (υποδεκάμετρο, σφυρί, διαβήτης) όχι βελόνες βελονάκι κλωστές και κεντήματα - αντικείμενα παραδοσιακά γυναικεία.

Η γυναίκα πίσω της με αυστηρό μαύρο σακάκι (θα ήταν η «μπουτς»;) το ένα χέρι ακουμπισμένο στέρεα, με δύναμη στο τραπέζι, το άλλο χέρι απλωμένο πίσω από τη φίλη της. Δεν την αγκαλιάζει. Δεν δείχνει φανερά αγάπη ή προστασία. Φανερώνει όμως κτήση και βεβαιότητα. Οι γυναίκες αυτές έχουν πίστη συνωμοσία - συντροφικότητα μεταξύ τους. (Ανάλυση πίνακα του Γιάννη Μόραλη εδώ).

  1. Φυσικά οι ταμπέλες μας καταπιέζουν: ενεργητικός, παθητικός, γκέι, μπάι, μπουτς, φαμ, τρανς, τραβεστί. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γραφόμενο με ένα λάμδα θα μπορούσε να σημαίνει τη μπουρδελότσαρκα, κατά το περατζάδα. Συνήθως, όμως, γράφεται με δύο λάμδα και σημαίνει την Ελλάδα ως χώρα- μπουρδέλο, ως μπουρδελιστάν, όπου επικρατεί αναρχία, χάος, ανομία και μαφιόζικες πρακτικές.

  1. Μπουρδελλάδα
    Λοιπόν, αρκετά.
    Μπορεί να βγήκα από Ελληνικούς όρχεις, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι το σέβομαι απόλυτα εδώ και μερικά χρόνια.
    Πώς βρέθηκα εγώ σε μπουρδέλο;
    Γιατί μου έλαχε τέτοιο λαχείο;
    Υπάρχει περίπτωση να γίνει το μπουρδέλο κάτι άλλο;
    Μια γκαλερί έργων τέχνης λένε κάποιοι, με εκθέματα τις εκατοντάδες -χιλιάδες σπερματεγχύσεις χαλασμένης φαιάς ουσίας. (Εδώ).

  2. ΜΠΟΥΡΔΕΛΛΑΔΑ ΣΕ ΚΩΜΑ
    Ζήτω «το μπουρδέλο η Βουλή»… φώναζαν οι διαδηλωτές, μάλλον … «να καεί να καεί το μ… η Βουλή »!φώναζαν.
    Εμείς λέμε ζήτω η Τρομο-δημοκρατία των βουλευτών!
    Ζήτω οι ιερές οικογένειες του Ελληνικού καταντήματος!
    Ζήτω το Ελληνικό κατάντημα!
    Ζήτω η ολιγαρχικές Χούντες που μας κυβερνούν από το 1821!
    Ζήτω οι εθνο-νεκροθαύτες που τα παίρνουν και πάλι χοντρά ,ανεξέλεγκτα.
    Ζήτω οι συνταξιούχοι εθνο-νεκροθαύτες που ζητούν και αναδρομικά εκατομμύρια.
    Ζήτω οι γλειψιματίες –κολητοί της Βουλής που εξακολουθούν να βόσκουν στα προνόμια τους.
    Ζήτω οι «αθώοι» των σκανδάλων, των καταχρήσεων, της αρπαχτής, του Χρηματιστηρίου, των ομολόγων, του Βατοπεδίου, της Ζήμενς, των εξοπλισμών , του παραδικαστικού, των ακτοπλοϊκών.
    Ζήτω τα διαπλεκόμενα και οι μαφιόζοι απανταχού του Δημοσίου.
    Ζήτω οι επιχορηγήσεις της ΓΕΝΟΠ και των αρχοντοσυνδικαλησταράδων τύπου Φωτόπουλου-Ρίζου-Παναγόπουλου-Παπασπύρου.
    Ζήτω και το αθάνατο Ελληνικό χουλιγκανοκλωτσόσφαιρο του Κόκαλη του Μαρινάκη του Μπέου
    Ζήτω τα μαύρα, τα αφορολόγητα, τα αδήλωτα, τα κλεμένα ,τα ξεπλυμένα ,τα γαμημένα.
    Ζήτω τα ρετιρέ πάσης φύσεως όπως οι αποστρατευμένοι του ΟΤΕ, του Λιμενικού…
    Ζήτω το «Μίγμα» οι φερέλπιδες της Δεξιάς επανεκίνησης , της επανίδρυσης και των υπερβάσεων.
    Ζήτω ο Πεταλωτής που χαϊδεύει τον Γιωργάκι.. και νομίζει ότι μας δουλεύει.
    Ζήτω το ήθος , το ανάστημα και η Μπουρδελο-συζήτηση Μειμαράκη.
    Ζήτω τα εκατομμύρια βόδια που ακόμα καθόμαστε και τους κοιτάμε αντί να τους στήσουμε σε μαζικό Γουδί.
    Ζήτω η Ελληνική Δικαιοσύνη που είναι τυφλή, κουφή, κουλή ,κουτσή, τετραπληγική σε αφασία
    Ζήτω και το δικό σου, δικό μου ... μπουρδελοκόμμα
    Ζήτω η μπουρδελλάδα που είναι σε κώμα!.
    Ζήτω κι εγώ ο μαλάκας που επαιζα τη ζωή μου ρουλέτα για να ρίξω τη Χούντα το 73-74! (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published