Ο ανήκων στους BRICS+ (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα, Νότια Αφρική) ως εναλλακτική του ΝΑΤΟ.
Θα καταφέρει άραγε η Ρωσία να αντιμετωπίσει τις κυρώσεις από τη Δύση, στρεφόμενη προς τα μπρίκια;
Ο ανήκων στους BRICS+ (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα, Νότια Αφρική) ως εναλλακτική του ΝΑΤΟ.
Θα καταφέρει άραγε η Ρωσία να αντιμετωπίσει τις κυρώσεις από τη Δύση, στρεφόμενη προς τα μπρίκια;
Got a better definition? Add it!
Παλαιακό, πρόκειται για τη θηλυκότητα, η οποία είναι αρκούντως καυλωμένη, ώστε να προχωρήσει σε κάποιο είδος σεξουαλικής πράξης, αλλά αποφεύγει τις πιο κίνκι πρακτικές. Λεγόταν και για σεξεργάτριες, οι οποίες έκαναν μόνο τα βασικά.
Την είχε δει σεμνοκαυλωμένη, δεν ήθελε ούτε τσιμπουκάκι, ούτε πρωκτικό.
Got a better definition? Add it!
Είδος ξυλουργικού εργαλείου για κόψιμο, πελέκημα και μεταφορικώς ο ανόητος, ο χαζός.
Ετυμολογία: σκεπάρνι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σκεπάρνιν / σκεπάριν < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή σκεπάρνιον < αρχαία ελληνική σκέπαρνον.
Μη του δίνεις σημασία, ο τύπος είναι σκεπάρνι.
Got a better definition? Add it!
Ο προγλωσσικός, ο χαζός, επειδή ο ήρωας του ομώνυμου μυθιστορήματος του Ράντγιαρντ Κίπλινγκ είχε μεγαλώσει στη ζούγκλα, μαθαίνοντας κατ' αρχήν τη γλώσσα των ζώων.
Στην κοσμάρα του είναι ο μόγλης.
Got a better definition? Add it!
Ο δύστροπος, ο πικρόγλωσσος, από τη φαρμακευτική ουσία κινίνη. Κλασικό αργκό που βρίσκουμε στο Λεξικό της Πιάτσας του Βρασίδα Καπετανάκη.
Μας δηλητηρίασε με τα σχόλιά του ο κινίνος!
Got a better definition? Add it!
Γενικότερα, ο/η γκόμενος/α που κάποιος/α έχει ως καβατζογκόμενο/α. Ειδικότερα, ο άνδρας που μια λεσβία μπορεί να αξιοποιεί για διάφορες χρήσεις, ενώ η βασική σχέση της είναι με γυναίκα.
Μια χαρά η Μπέλα Μπάξτερ είχε τη ρεζέρβα της, ενώ και το ιατρείο έτρεχε και είχε και τη μαυρούλα της.
Got a better definition? Add it!
O δειλός, που τρέμει.
Got a better definition? Add it!
To πέος λόγω σχήματος.
Το έχει ξεριζώσει το μανιτάρι του.
Got a better definition? Add it!
Σλανγιωτατισμός για τον αυνανισμό.
Η Τζέσικα πεομαλάσσει στο πριβέ με ένα εξτραδάκι.
Got a better definition? Add it!