1. Στην Auto/moto σλανγκ είναι ό,τι και η κωλιά ή το κωλίδι, δηλαδή «η αποσταθεροποίηση του πίσω μέρους του αυτοκινήτου πάνω σε στροφή ή σε κυκλική πλατεία με αποτέλεσμα την προσωρινή πλαγιολίσθηση. Επιτυγχάνεται συνήθως με τη χρήση χειροφρένου ή με συνδυασμό απότομης τιμονιάς και παιξίματος με το γκάζι». Παρομοίως και για πλαγιολίσθηση με μηχανάκι.

  2. Στην ιδιόλεκτο του σλανγιωτάτου ποιητού Ανδρέου του Εμπειρίκου, αποτελεί γουτσιστική προσφώνηση προς καυλόπαιδα, ήτις έχουσα απωλέσει και την ετέραν αυτής παρθενίαν, ήτοι έχουσα υποκύψει σε πρωκτογάμευσιν τε και πρωκτοσυνουσίαν (κατά τους εμπειρίκειους όρους) δύναται πλέον να αποκληθεί τρυφερώς υπό του σκυλογαμεύσαντος αυτήν ουχί μόνον Μουνίτσα, αλλά και Κωλίτσα και Κωλέττα.

1.α. Από Κηφισιά προς Πολιτεία στη διχάλα Πολιτεία ή Κοκκιναρά παλιά που ήταν πολύ πιο άνετη έμπαινα με ολίγον κωλίτσα (προέκυπτε με το ζόρι με τιμονιά). Μια φορά με κάτι τραγικά Goodyear Allweather στην παλιά Μερσεντές η όλη κατάσταση είχε ξεφύγει ελέγχου (εκκρεμοειδείς κινήσεις της ουράς από απανωτές υπερδιορθώσεις). Βλέπω και κάποιον πεζό με την άκρη του ματιού και λέω ας μην ρισκάρω και παραδέχομαι την ανεπάρκειά μου. Πατάω φρένο ολοκληρώνοντας εντυπωσιακό τετακέ. Βρέθηκα ωραιότατα παρκαρισμένος δίπλα στο πεζοδρόμιο της δικής μου κατεύθυνσης, απόλυτα παράλληλος και χωρίς να χτυπήσω στο πεζοδρόμιο απλά κοιτώντας ανάποδα! Από αυτά που κάνουν κάτι κασκαντέρ!

β. Εκτός κι αν με το μπαντιλίκια εννοούμε καμιά κωλίτσα ίσα να φύγει λίγο η ουρά, ή έχουμε τέτοιες χερούκλες που μπορούμε να ντριφτάρουμε με τη φόρα (κι αρκετα χιλιόμετρα) οπότε τα καταφέρνουμε (σχετικά) και χωρίς μπλοκέ.

γ. πλάκα πλάκα με κανα εξατμισόνι τόγκα ξετάπωτο κάνει μινι-κωλίτσα στο ανοικτό παράθυρο του θύματος κ κολλάς το γκάζι μέχρι να ακούσεις τη φωνή του να καλύπτει το σκάσιμο του κόφτη.

  1. «Ἄααχ! Ὤωωχ!... Μὰ τι ὡραῖα ποὺ τὰ λὲς καὶ ποὺ τὰ κάνεις ὅλα!... Θὰ δεῖς τι ὡραῖα ποὺ θὰ περάσουμε στὴν καμπίνα μου, μαζύ, γλυκειὰ Μουνίτσα μου, πού... ποὺ ἔγινες τώρα καὶ Κωλίτσα μου... καὶ Κωλέττα μου... Θὰ δῆις, θὰ δῆις χρυσό μου κοριτσάκι...» (Μέγας Ανατολικός, Τόμος 1, σ. 240).

(από Khan, 20/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην ιδιόλεκτο του σλανγιωτάτου ποιητού Ανδρέου του Εμπειρίκου σημαίνει το νεαρώτατον κοράσιον που συμπεριφέρεται ήδη ως πούτα ή, μάλλον, ως αγγελοπούτα λόγω της αγγελικής εμφανίσεως της καυλαγγέλου καυλόπαιδος. Χρησιμοποιείται σε γαμησιάτικα ή αυνανιστικά μπινελίκια, όπου με τον χαρακτηριστικό στον Εμπειρίκο «μίνιμουμ σαδισμόν» εξυβρίζεται η ερωμένη ώστε να επιταθεί η καύλωσις του ερώντος ή της ερώσης. Πέον να σημειωθεί ότι το πουτανοκόριτσο είναι κυριολεκτικά (άνευ λινκ) κορίτσι, ήτοι ανήλικη παιδίσκη, σύμφωνα με τις προτιμήσεις του ποιητού που θα έκαναν τη σύγχρονη κορεκτίλα να φρίξει (δικαίως μάλλον) και τον Αλέξανδρο Αβρανά να γυρίσει δέκα ταινίες για τη νεοελληνική οικογένεια που εκπορνεύει τα νεαρά μέλη της.

Εκτός του Εμπειρικείου λογοτεχνικού σώματος το βρίσκω ως βρισιά για νεαρό κορίτσι.

  1. «Πουτάνα... Πουτανοκόριτσο...» ἐψιθύρισε σφαδάζουσα εἰς τὴν κρυφήν της σκοπιὰν ἡ βοηθὸς τοῦ ταχυδακτυλουργοῦ Γκρεγκουάρ. Καὶ ἀποταμιεύουσα ἄθελά της, παρὰ τὴν ζηλοτυπίαν της, μὲ ἀπληστίαν τὸ ὡραῖον καὶ συνταρακτικὸν τοῦτο θέαμα εἰς τὴν ψυχήν της, μὲ ἓν εἶδος ἐξάρσεως οδυνηρότατα ἡδονικῆς, ἡ Ὑβόννη ἐπανέλαβε μὲ ψίθυρον φλογερὸν καὶ μὲ μῖσος, ἐνῶ ἡ Ἐθὲλ ἐσείετο ἀκόμη ἀπὸ τοὺς σπασμούς τοῦ ὀργασμοῦ της: «Πουτάνα... Πουτανοκόριτσο...» καὶ προσέθεσε «Ἀστροπελέκι νὰ πέσηι ἐπάνω σου, νὰ σὲ κάψηι». (Μέγας Ανατολικός, Τόμος 1, σ. 155).

2. (προσεξτε οταν το άπλυτο πουτανοκοριτσο φωναζει εις διπλουν το «φασιστες κουφαλες ερχονται κρεμαλες») αχαχαχαχαχαχαχαχαχα

3. ΧΑΧΑΧΑΧΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧ ΑΝ ΕΧΕΙ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΟ ΠΟΥΤΑΝΟΚΟΡΙΤΣΟ ΑΣ ΕΡΘΕΙ ΝΑ ΜΑΣ ΤΟ ΠΕΙ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένας πλεοναστικός εμφατικός τρόπος για να βρίσεις κάποια(-ον) (ή να αποκαλέσεις στο πλαίσιο γαμησιάτικων μπινελικίων) ως πουτάνα.

  1. -Ψωλοπουτάνα όλκης. Να πάει να γαμηθεί...
    -Τόσες και τόσες ρομούνες, την πιο ξυνή διαλέξατε; (Ντέλια Βελκουλέσκου, η Ρουμάνα του ΔΝΤ για την Κύπρο).

2. Κύριε ΣΥΝΑΓΩΝΙΣΤΑ η μανούλα σου η ψωλοπουτάνα σε έμαθε να φοβάσαι τους μετανάστες και τους αναρχικούς τόσο πολύ;! Κάτι ξέρει μάλλον

3. Να πεθάνουν τα ψωλοπούτανα.

Got a better definition? Add it!

Published

Στον σλανγιώτατον ποιητήν Ανδρέαν τον Εμπειρίκον, το ψωλοκόριτσο ορίζεται αστασιάστως ως «ἡ κοπέλα ποὺ αγαπάει πάνω ἀπ' ὅλα τὴν ψωλὴν», ήτοι η ψωλοζητιάνα, η ψωλοδιψάζουσα ζητιάνα της πούτσας, η ψωλού. Στο νέτι το βρίσκω και με πιο queer σημασίες ως κορίτσια που έχουν/ είχαν ψωλή (τραβέλια ή τρανσφόρμερ) ή παντός είδους ψωλίδας.

  1. -Ἄν είμαι λοιπὸν γκουνιώτα, πρέπει να είμαι τόσο λίγο ποὺ αὐτὸ δὲν σημαίνει ἀληθινὰ γκουνιώτα... Τόσο λίγο ὅσο ἐγώ, εἶσαι καὶ σὺ Μιμί μου, δὲν τὸ παραδέχεσαι;
    - Τὸ παραδέχομαι απολύτως... Τόσο ὅσο λὲς είμαι καὶ ἐγώ... Κι ὅποια κοπέλλα εἶναι τόσο λίγο, δὲν εἶναι γκουνιώτα, μὰ ψωλοκόριτσο- δηλαδή κοπέλα ποὺ αγαπάει πάνω ἀπ' ὅλα τὴν ψωλή!... Ἡ μόνη μας διαφορὰ εἶναι, θαρρῶ, ὅτι τρελλαίνομαι ὄχι μόνο γιὰ ψωλὴ μὰ καὶ γιὰ σπέρμα... Μπορῶ νὰ καταπιῶ 5-6 ἀνδρῶν ψωλόχυμα, συνέχεια, τοῦ ἑνὸς μετὰ τοῦ ἄλλου...
    - Καὶ τὸ μουνόχυμα; Ἄν χύσηι μιὰ κοπέλλα μὲς στὸ στόμα σου δὲν σοῦ ἀρέσει;
    - Μοῦ ἀρέσει πολὺ καὶ πάντα τὸ καταπίνω... Θεωρῶ ὅμως τὸ σπέρμα ὡς κάτι ἀνώτερο, πολὺ άνώτερο, ὅσο εἶναι ἡ σαμπάνια ἀπὸ τὸ κοινὸ κρασί... ποὺ δὲν ἀρνοῦμαι ὅμως ὅτι ἔχει καὶ αὐτὸ τὴν άξίαν του. Μ'ἐννόησες, ἀγαπητή μου Estelle; (Μέγας Ανατολικός, Τόμος 3, σ. 302).

  2. Συνέχισε ψωλοκόριτσο. Ποιείς ωραίαν μαλακίαν. Στας διαταγάς σας κυρία. (Από σάιτ).

  3. ανωμαλο τρανσ ψωλοκοριτσο 25 χρονων ψαχνει παρέα για τρελα παιχνίδια. (Από σάιτ γνωριμιών)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος του σλανγιωτάτου Ανδρέου του Εμπειρίκου. Είναι η κλειτορίδα ή οι θηλές της γυναίκας όταν λόγω εγκαύλου καταστάσεως ερεθιστούν και ομοιάσουν με μικράν ψωλήν, δείχνοντας την κοινότητα της εγκαύλου συνθήκης μεταξύ ανδρών και γυναικών.

«Κύπτουσα ἐπὶ τῆς τελείως ἐκτεθειμένης ἡβικῆς χώρας τῆς Γκρέτας, καὶ παρατηροῦσα μὲ λιγωμένην τρυφερότητα τὸ φουσκωτὸν αἰδοῖον της, τὴν ηὐνάνιζε σταθερὰ καὶ μὲ μεγάλην ἐπιδεξιότητα, τρίβουσα τὴν ὑπερσφύζουσαν κλειτορίδα της μὲ τὸν μεσαῖον δάκτυλον τῆς δεξιᾶς της, ἐνῶ, μὲ τὴν ἀριστεράν της, ἔτριβε καὶ ἐμάλασσε τοὺς ὡσαύτως γυμνωμένους καὶ εἰς πλήρη σπάργωσιν πυργουμένους σφικτοὺς μαστούς της, τῶν ὁποίων αἱ ἐκτοξευμέναι θηλαὶ ὠμοίαζαν τώρα μὲ δύο κατακαυλωμένας μικροσκοπικὰς ψωλίδας». (Μέγας Ανατολικός, Τόμος 1, σ. 55)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος του σλανγιωτάτου Ανδρέου του Εμπειρίκου. Είναι συνώνυμο του ψωλίς, ήτοι η ερεθισμένη κλειτορίδα της γυναίκας ως μικρό πέος. Δηλώνει τη φαλλική υπόσταση λεσβίας ή εγκαύλου κορασίδος.

«Τότε μόνον ἐπρόσεξε ὁ ἐν ψυχικῆι διαμάχηι τελῶν ναύτης, ὅτι τὰ μάτια του δὲν ἔβλεπαν μόνον τὴν ἡδονικὴν ὀπὴν τοῦ αἰδοίου, ποὺ ἐμφωλεύει μεταξὺ τῶν ἁπαλῶν ἐσωτερικῶν χειλέων τῆς ἐρωτικῆς σχισμῆς ὅλων τῶν γυναικῶν τοῦ κόσμου, ἀλλὰ ὅτι ἔβλεπαν κάτι ποὺ δὲν ἐτρέπετο ὅπως ὁ κόλπος πρὸς τὰ ἔσω, μὰ ἀντιθέτως πρὸς τὰ ἔξω, κάτι, ποὺ ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ ἡ Τζέην ἤνοιξεν περισσότερο τὰ σκέλη της πρὸ ὁλίγου, ἤρχισεν ὡς βέλον πολὺ μικρόν, ἢ ὡς γλωσσίδιον χαρίεν, ἢ ὡς στήμων εὐαίσθητος θερμοῦ σαρκοπετάλου ἄνθους, νὰ αἰχμίζηι εἰς τὸ ἄνω μέρος τοῦ μουνιοῦ, καὶ νὰ τανύεται, νὰ πάλλεται, καὶ νὰ ἐκμυτίζηι ὡς ράμφος μικροῦ πουλιοῦ, περιπαθῶς καὶ ἐπιχαρίτως, ἤ, ἀκριβέστερον ἀκόμη, ὡς μία μικρὰ ψωλίς, ὡς ἕνα πεΐδιον μικρόν, μικρούτσικον καὶ ὑποτυπῶδες, τὸ ὁποῖον θὰ ἤθελε νὰ ἐπιτεθῆι, νὰ ἐκτοξευθῆι, νὰ χύσηι...» (Μέγας Ανατολικός, Τόμος 1, σ. 83).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επωνυμία του Θεού στον οποίο πιστεύει ο Ανδρέας Εμπειρίκος, για τη λατρεία του οποίου έχει επιστρατεύσει ένα ετερόκλητο θεολογικό και φιλοσοφικό υλικό.

Τον θεωρεί ως έναν Θεό γονιμοποιητή, όπως στην αρχαία ελληνική μυθολογία, που έχει χαρακτηριστικά του Δία και του Πανός, ο Οποίος, όμως, κείται επέκεινα του καλού και του κακού, σύμφωνα με την κατάρριψη της χριστιανικής ηθικής στο ομώνυμο έργο του Friedrich Nietzsche. Φέρει ωστόσο ονόματα και του χριστιανικού Θεού αντλημένα από τη βυζαντινή παράδοση την οποία οικειούται απολύτως ο Εμπειρίκος στο πλαίσιο μιας γλωσσικής φετιχιστικής προσκόλλησης στην ελληνοπρέπεια του λόγου, που χαρακτηρίζει όλη τη γενιά του 1930. Ο βυζαντινός μυστικισμός του Ακτίστου Φωτός μπλέκεται έτσι με τις αρχαιοελληνικές οργιαστικές λατρείες, με τον ιουδαϊστικό αποκρυφισμό, με τον πανθεϊσμό ή πανενθεϊσμό του Baruch Spinoza (=ο Θεός μέσα στα κτίσματα, ή ο Θεός εκτός των κτισμάτων, αλλά η ενέργειά Του εντός τους), και με τον προφητικό αντιηθικισμό και ουτοπισμό του δυτικού 19ου αιώνα σε ένα ιδιότυπο εμπειρίκειο συνονθύλευμα (βλ. παράδειγμα).

«Μήπως οἱ ἀπέραντοι κόσμοι ποὺ ἀπετέλουν τὴν θεσπεσίαν ἁρμονίαν ἦσαν τὸ ἔργον ὄχι τοῦ Θεοῦ ποὺ ἡ Ἐκκλησία θέλει νὰ μᾶς ἐπιβάλληι, ἀλλὰ ἑνὸς Θεοῦ τελείως διαφορετικοῦ, ἑνὸς Θεοῦ ἀλήθεια παντοκράτορος, ἑνὸς Θεοῦ ἀλήθεια παντοδυνάμου, ποὺ ὑπῆρχε μέσα στὰ ἲδια τὰ ἔργα του καὶ τὰ κτίσματά του, ἀποτελοῦντος ἕνα μὲ αὐτά, καὶ ὑπάρχοντος παντοῦ ἀλλ' ἀοράτου, ὅπως εἶναι ὑπαρκτὴ μὰ ἀόρατος ἡ ἐνέργεια, ὅπως εἶναι ὑπαρκτὸν μὰ ἀόρατον τὸ πνεῦμα, ὅπως εἶναι ὑπαρκτὸν ἀλλὰ μὴ ὁρατὸν εἰς τοὺς πολλοὺς τὸ Μέγα Φῶς τὸ Ἄκτιστον, τὸ ἐν μεγαλείωι καὶ δόξηι καταυγάζον, τὸ εἰς τοὺς αἰῶνας ἄπιαστον, μὰ ἐκθαμβωτικὰ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων ὁρατόν, μόνον εἰς ὅσους εὐλογήθησαν μὲ τὴν Ὑψίστην Χάριν τὸ Φῶς αὐτὸ νὰ ἰδοῦν; [...] Μήπως, μὰ τὸν Θεόν, ὁ μόνος Θεὸς ἦτο ἕνας τεράστιος καὶ παντοδύναμος Ψώλων, καὶ, οὐσιαστικῶς ὑπῆρχαν μόνο ἡδοναί, διὰ τοῦ πανισχύρου Πέους του καὶ τοῦ ὑπερπλουσίου Σπέρματός του χορηγούμεναι; Καὶ μήπως αἱ ἡδοναὶ αὐταί, τουτέστιν αἱ ἐρωτικαί, ἦσαν αἱ πράξεις ἐκεῖναι, ποὺ ἐπλησίαζαν ἀσυγκρίτως περισσότερον ἀπ' ὁ,τιδήποτε ἄλλο τοὺς ἀνθρώπους πρὸς τὸν Μεγαλοψώλονα Θεόν, τὸν ἀπόλυτον Πλάστην καὶ Κτήτορα τοῦ Κόσμου, τὸν Ἀπόλυτον Κύριον τῶν Δυνάμεων, τὸν Ἀπόλυτον Ἄρχοντα τῶν Οὐρανῶν καὶ τῆς μικρᾶς μας Γῆς;» (Μέγας Ανατολικός, Τόμος 1, σ. 108-109).

Dick Almighty (από σφυρίζων, 18/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι ονομάζει ο σλανγιώτατος ποιητής Ανδρέας Εμπειρίκος τους αναγνώστες εγχειριδίων, καθώς του Μπέκκερς και του Τισσώ, που θεωρούσαν τον αυνανισμό ως αιτία δια πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν, τύφλωση, κύρτωση κ.ο.κ., ενώ ο ίδιος ο ποιητής προσπαθεί εναντίον τους να αποκαταστήσει τον αυνανισμό ως μια φυσική διαδικασία, είτε γίνεται κατά μόνας, είτε στο πλαίσιο προκαταρκτικών θωπειών, είτε, κατά μία ψαγμένη ψυχολογική άποψη, κι όταν ο εραστής χρησιμοποιεί ολόκληρο τον ερώμενο και το σώμα του ως αυνανιστικό βοήθημα προκειμένου το ίδιο το σεχ να γίνει εντέλει αφορμή για να παραδοθεί στις αυνανιστικές του φαντασιώσεις και ονειρώξεις.

«Καὶ ἀκόμη κάτι. Ἐσύ, ἔστω καὶ σήμερα, ὅταν χαϊδεύηις μιὰ γυναίκα, ἕως τὴν στιγμὴν ποὺ θὰ εἰσδύσηις μέσα της, ἕως τὴν στιγμὴν ποὺ θὰ ἀρχίσηις νὰ τὴν γαμᾶις, κάνοντας τὶς γαμικὲς κινήσεις σου μέσα στὸν κόλπον της, μήπως καὶ σὺ ὁ αὐνανισμοφόβος, δὲν κάνεις κατὰ ἕναν τρόπον, χρῆσιν αὐνανιστικὴν τοῦ ἔρωτος, ὅπως ὅλος ὁ κόσμος κατὰ τὴν φάσι τῶν θωπειῶν; Θέλεις νὰ σοῦ πῶ καὶ κάτι ἄλλο; Μάθε ὅτι ὑπάρχουν ἀρκετοὶ ἄνθρωποι τόσο ἀπορροφημένοι ἀπὸ τὸν ἑαυτό τους, ποὺ καὶ ὅταν ἀκόμη εἰσδύουν ὀρθοδόξως στὸ αἰδοῖον τῆς γυναίκας, ἢ, μᾶλλον, γιὰ νὰ τὸ πῶ καλλίτερα καὶ πιὸ ἐκφραστικά, ὅταν εἰσδύουν στὸ μουνί της, (πρέπει να μάθεις Σέργιε νὰ λὲς τὴν ὡραία λέξι ΜΟΥΝΙ καὶ τὸ χαρίεν ὑποκοριστικὸ ΜΟΥΝΑΚΙ), ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ καὶ τότε ἀκόμη, δηλαδὴ τὴν ὥρα ποὺ γαμοῦν (ἀγαπητέ μου, πρέπει νὰ μάθηις νὰ χρησιμοποιεῖς καὶ τὸ ΓΑΜΩ τὸ ἐξαίσιον αὐτὸ ρῆμα), ὑπάρχουν λέγω ἄνθρωποι ποὺ καὶ σὲ τέτοιες στιγμὲς ἀκόμη, οὐσιαστικῶς δὲν γαμοῦν μὰ αὐνανίζονται - δηλαδὴ ψυχολογικῶς δὲν κάνουν τὸν ἔρωτα μὲ τὴν γυναίκα, ἀλλὰ μὲ τὸν ἑαυτό τους» (Μέγας Ανατολικός, Τόμος 1, σ. 18-19)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επειδή η μετοχή καθυστερημένος είναι υπερβολικά περίπλοκη, μακροσκελής και κυριλέ για να βρίσουμε κάποιον, επεμβαίνει η γαμοσλανγκοτέτοια με μια σλανγκική αποκοπή και αλλαγή γραμματικού γένους, οπότε έχουμε το καθυστέρι.

Κατ' αρχήν, πρόκειται για κοινωνικώς ρατσιστικό χαρακτηρισμό για τα άτομα με ειδικές δεξιότητες. Κατ' επέκταση, χαρακτηρίζει οποιοδήποτε άτομο προβαίνει σε παντοειδείς γιωτομπαλιές, είναι ούγκανος,μαλάκας ή γιωτάς, χρυσαύγουλο, ή πιο ακροκεντρώα ανήκει σε δασπόφιλες/ δασπόβιες/ ΣΥΡΙΖΟΚ ομάδες που κυριολεκτικά καθυστερούν να αντιληφθούν τι συμβαίνει γύρω τους, φωνακλάδες ανορθογραφιστές ψεκασμένους των κοινωνικών μέσων δικτύωσης και ταλιμπάν.

1. Είναι καθυστέρια οι ακροδεξιοί; Η μήπως τα καθυστέρια είναι ακροδεξιοί; Ιδού η απορία.

2. «Ποιος λεει οτι αυτοι του βιντεο ειναι φιλευρωπαιοι; Λαικοπασοκοι ειναι που οι πιο πολλοι τωρα ψηφιζουνε ΣΥΡΙΖΑ που ειναι κατα του μνημονιου και της ΕΕ..»
ΠΑΣΟΚ ψήφιζαν, άρα φιλοΕΕ. Το αυτό ισχύει και για τα αντίστοιχα καθυστέρια της ΝΔ, που μαζί με τους πασόκους όλα αυτά τα χρόνια ψήφιζαν τους φιλοευρωπαίους απατεώνες, λαμόγια, άχρηστους για την διακυβέρνηση της χώρας. Η κατάσταση στην οποία είναι αυτή τη στιγμή η χώρα είναι έργο παρατάξεων και πολιτικών που συναγωνίζονταν ο ένας τον άλλο για το ποιός είναι πιο φιλοευρωπαίος, καθώς και πολιτών που ψήφιζαν φιλοευρωπαϊκά. Face it.

3. Μάνθεεεε, σταμάτα να γράφεις κι εσύ και οι άλλοι σαν καθυστέρια, θα πάει η μυωπία μου τριακόσια.

Got a better definition? Add it!

Published

Υπάρχουν δύο μεγάλες κατηγορίες μπάφλας που αλληλοδιαπλέκονται λολαδερώς.

α) Μια άλλη ονομασία για την μπούφλα ή μπουφλίδι, δηλαδή για τη σφαλιάρα, χαστούκι, μπάφλα τέλος πάντων.

β) Μια λολαδερή ονομασία δίκην γκρηκλισμού για τη βάφλα, το waffle, που λένε και στο χωριό μου. Το (οΘντκ) λολ της υπόθεσης προκύπτει από την αμφισημία του τι εννοούμε όταν λέμε ότι κάποιος τρώει μπάφλα/ μπάφλες και συναφώς από την εικόνα ότι κάποιος τρώει σφαλιάρες σαν να τρώει εύγευστα wuffles.

1. Οοοο τρώω μπάφλες και παίζω προ.

2. Τρώει τις μπάφλες του ο νεοναζί..

(από Khan, 17/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published