Αγγλικός όρος που περιγράφει μια σύγχρονη τεχνική στο σκι. Πολλές φορές περιγράφονται και τα πέδιλα που χρησιμοποιούνται.

Το carving είναι μια νέα τεχνική για τις στροφές, με την οποία στρίβεις πιο γρήγορα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως πιατάκι χαρακτηρίζονται οι μονοί συρόμενοι αναβατήρες. Πήραν το όνομα αυτό από τους χιονοδρόμους λόγω του σχήματος που έχουν στην άκρη και με το οποίο τραβούν τον χιονοδρόμο.

Πάμε να πάρουμε το πιατάκι του Τηλεμάχου.

(Τηλέμαχος: Ονομασία αναβατήρα και πίστας στο χιονοδρομικό κέντρο Παρνασσού στη θέση κελάρια. Θα μπορούσε στη θέση του «Τηλέμαχος» να ήταν «Δάφνη», «Θέτις», «Περικλής» κ.λπ.).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μπουρέζα είναι σιδηροδρομικό μηχάνημα που μπουράρει, δηλαδή «πατάει» τη ράγα για να «κάτσει» μετά την τοποθέτησή της.

Η μπουρέζα εχθές ήταν στο Χιλιομόδι για να μπουράρει τη γραμμή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατενέρ είναι οι μεγάλες μεταλλικές γέφυρες που χρησιμοποιούνται στον σιδηρόδρομο για να περαστούν καλώδια, συστήματα σήμανσης κλπ.

Στο ΣΚΑ έχει πολλά κατενέρ.

Κατενέρ στο σταθμό Ασπροπύργου (από imaginas, 09/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιντερσίτι χαρακτηρίζονται τα τραίνα που κάνουν στάσεις σε λίγους σταθμούς και φτάνουν γρήγορα στον τελικό προορισμό τους. Στον περισσότερο κόσμο είναι συνυφασμένα με τα τραίνα τύπου AEG.

Θα ταξιδέψω με το Ιντερσίτι για Θεσσαλονίκη και θα είμαι εκεί σε 4,5 ώρες.

Συρμός AEG εκτελεί δρομολόγιο ιντερσίτι (από imaginas, 09/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως «Καναδέζες» χαρακτηρίζονται από το προσωπικό του σιδηροδρόμου και τους ασχολούμενους με αυτόν οι μηχανές MLW που έλκουν πλέον εμπορικούς συρμούς.

Ήμουν στην Τραχίνα και πέρασαν 2 καναδέζες με 10 καρότσες!

(από imaginas, 09/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χώμα, ανόργανο υλικό που χρησιμοποιείται στις οικοδομικές εργασίες κλπ. Επίσης, μεταφορικά μπορεί να χρησιμοποιηθεί να υποδηλώσει έλλειψη ενέργειας και ως συνώνυμο της σκόνης για κάποιον που νίκησε σε έναν αγώνα τους άλλους.

  1. Απόψε δε θα βγω, είμαι χώμα.

  2. Φάτε χώμα ρεεεεε!!!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει τρώω χυλόπιτα.

- Ο Μάνος την έπεσε στην Έφη.
- Και τι έγινε;
- Τι να γίνει; Το έφαγε το πήλινο και πάμε γι' άλλα!!!

Δες και ρίχνω, τρώω, πέφτω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εργασία που εκτελείται από τους ναύτες στα πλοία για συντήρησή τους.

Θα πήξεις στο ματσακόνι, στραβόγιαννε!

Δες και ματσακονιά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παντόφλα αποκαλείται και το ελαφρύ αποβατικό σκάφος καθώς επίσης και τα φερυμπότ ανοιχτού τύπου λόγω σχήματος

Ο Νίκος υπηρετεί σε παντόφλα.

(από imaginas, 09/08/09)Απόστολος Π., η θρυλική παντόφλα της Αίγινας. (από ironick, 10/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified