Μέλος της μεγάλης οικογένειας των ξυνωειδών εκφράσεων.

Αναφέρεται στο σκατό το οποίο ως υποκείμενο ξύνει το αντικείμενο «σώβρακο».

Έχει δηλαδή διανύσει όλην τη διαδρομή του πεπτικού συστήματος από το στόμα, τον οισοφάγο, το στομάχι, το λεπτό και το παχύ έντερο και τον πρωκτό και έχει ξεμυτίσει σε βαθμό που το βαμβακερό εσώρουχο είναι το τελευταίο εμπόδιο πριν τα ... «εγκαίνια».

Έχει περιέλθει πλέον σε κατάσταση κατά την οποία ο σφιγκτήρας μόλις και μετά βίας το αιχμαλωτίζει στο κορμί που το γέννησε. Είναι πλέον η ώρα της απελευθέρωσης.

Εναλλακτικά: προλαβαίνω δεν προλαβαίνω, εμένα να με συγχωρείτε αλλά έχω ένα επείγον ραντεβού, μήπως είδε κανένας τον Μήτσο; Μα πού εξαφανίστηκε;...

Πριν το λεωφορείο:
- Άντε ρε μαλάκα ντύσου, θα χάσουμε το λεωφορείο.
- Φιλαράκι, αδύνατον ούτως ή άλλως να το προλάβουμε. Θα χρειαστώ κανένα τεταρτάκι. Ξύνει σώβρακο!

Πάνω στο λεωφορείο:
- Πού κατεβαίνεις ρε μαλάκα, το σπίτι σου είναι 50χλμ από εδώ.
- Αδύνατον να περιμένω, ξύνει σώβρακο. Σου βρίσκεται κανένα χαρτομάντηλο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η απόλυτη μεταμέλεια για κάποια πράξη, οι επιπτώσεις της οποίας είναι τόσο έντονες και καταστροφικές που μένουν για πάντα χαραγμένες στη μνήμη σου.

Μένουν για πάντα ζεστές, καυτές στο υποσυνείδητο και, όσο να προσπαθείς, δεν ξεχνιούνται. Τις φυσάς να κρυώσουν, αλλά αυτές πάντα καυτές σε συντροφεύουν για το υπόλοιπο της ζωής σου, σαν να συνέβησαν μόλις χθες, σαν να βγήκαν μόλις από το φούρνο της ζωής, σαν καυτές πατάτες.

Είναι πρωί. Ξεκινάω για το βουνό. Κοντεύω να φτάσω στην κορυφή πριν το μεσημέρι. Ξαφνικά αρχίζει να βρέχει καταρρακτωδώς. Σαν να μην έφτανε αυτό χαλάει και το παλιάμαξο. Τρύπησε το γαμημένο το ψυγείο.

Προσπαθώ να τηλεφωνήσω σε έναν φίλο μου για να με βοηθήσει, με τη λιγοστή μπαταρία που έχει απομείνει στο κινητό αλλά μάταια. Δεν έχει βλέπεις σήμα στα 2000 μ. υψόμετρο. Η τελευταία προσπάθεια σταματάει όταν ακούγεται το χαρακτηριστικό και «κύκνειο» μπιπ.

Τι να κάνω; Κάνω την προσευχή μου, βάζω το αδιάβροχο μου και κατηφορίζω για το σπίτι.

Στο δρόμο συναντώ αγριεμένα τσομπανόσκυλα. Μόλις και με τα βίας γλυτώνω σκαρφαλώνοντας σε ένα δέντρο. Ευτυχώς σε κάποια στιγμή τα σκυλιά μάλλον βαριούνται και φεύγουν. Κατεβαίνω συνεχίζοντας βιαστικά την πορεία μου.

Η βροχή δε λέει να κοπάσει. Σχετικά κοντά μου πέφτει ένας κεραυνός. Ο κρότος είναι απίστευτος. Σφίγγω να δόντια και συνεχίζω. Πρέπει να φτάσω σπίτι πριν να βραδιάσει.

Πουθενά στο δρόμο ανθρώπινη ψυχή. Τι το ήθελα το βουνό; Είναι σχεδόν 12 τα μεσάνυχτα όταν φτάνω στο σπίτι. Κουρασμένος, ταλαιπωρημένος, βρώμικος, ρίχνω μερικές πατάτες να βράσουν πριν ορμίσω σερνάμενος στη μπανιέρα. Πού κουράγιο για καλύτερο φαγητό.

Το επόμενο μισάωρο με βρίσκει στον καναπέ προσπαθώντας να φάω μια πατάτα. Αδύνατον. Το στομάχι μου διαμαρτύρεται, αλλά η πατάτα είναι πολύ καυτή για να τη φάω. Την φυσάω, την φυσάω αλλά δεν κρυώνει. Περιμένω, δοκιμάζω, είναι ακόμη καυτή.

Με την άκρη του ματιού μου διακρίνω το πρώτο πρωινό φως να μπαίνει στο σαλόνι. Οι πατάτες άθικτες δίπλα στον καναπέ, τα πόδια μου μουδιασμένα.

Το φυσάω και δεν κρυώνει αυτό που έπαθα χθες. Μια εμπειρία που δεν θα ξεχάσω ποτέ. Αν ξαναπάω μόνος στο βουνό να με χέσεις .

Κλασική περίπτωση (από Stravon, 13/06/10)(από Stravon, 13/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκφράζει τη μεταμέλεια στον υπερθετικό βαθμό.

Ακόμη μια ένδειξη της ανθρώπινης αλαζονείας, θαρρείς και ξέρουμε πώς νοιώθει ένας σκύλος και αν ποτέ αυτός μετανιώνει.

Εναλλακτικά: Το φυσάω και δεν κρυώνει, τραβάω τα βυζιά μου.

- Τελικά δε μας είπες, βγήκες χθες;
- Άσε φίλε, πήγαμε με την Μαρία για φαγητό, αλλά το κρασί ήταν παλιό, το ένα τυρί μουχλιασμένο, το άλλο τρύπιο, το χαβιάρι μαύρο. Χάλια σου λέω, το σκυλομετάνιωσα.

Σκυλομετάνιωσε...  (από GATZMAN, 13/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αν έχει περάσει από τα χέρια σου δεν το ξεχνάς ποτέ. Αν το χαλάσεις, το νοσταλγείς. Σου θυμίζει την εποχή που ήταν «το πολύτιμο σου» αποκούμπι. Όσοι τα χάλασαν πριν τον 2ο Π.Π. το σκυλομετάνιωσαν, ακόμη το φυσάν και δεν κρυώνει.

Και λάμπει και είναι χρυσό. Ανήκει στην περίφημη οικογένεια των φλουροειδών. Πρόκειται για την περίφημη Γαλλική λίρα (6,45γρ, 90.0% χρυσό), κοπής από 1899-1914, χαρακτηριστικό της οποίας ήταν η απεικόνιση του συμπαθούς ορνιθοειδούς στην μία της όψη.

Λόγω της αξίας του αντικειμένου, το κοκοράκι ξέφυγε γρήγορα από την αργκό και υιοθετήθηκε από όλους. Ήταν εξάλλου και ένας τρόπος διαχωρισμού της Γαλλικής λίρας από την Αγγλική, που είχε μεγαλύτερη αξία.

Κάθε σπιτικό που «σεβόταν τον εαυτό του», κυρίως μικρασιάτικης καταγωγής, είχε και ένα κοκοράκι για καιρό ανάγκης. Αναγκαίο συστατικό της προίκας της κόρης. Μπορούσε να γίνει και δώρο από νονό σε βαπτιστικό ή από παππού σε εγγονό.

Φυλάσσεται σε πουγκί, χωμένο μέσα σε μπαούλο στην πίσω δεξιά γωνία κάτω από τις βαριές κουβέρτες και κάνει απίστευτο ήχο όταν ... δεν νοιώθει μοναξιά.

Όπως χαρακτηριστικά περιγράφει ο κορυφαίος Λογοθετίδης στο «Ένα βότσαλο στη λίμνη», είναι «κίτρινο-κίτρινο!»

«Αυγουστίνε, να δεις πόσα κοκοράκια (λίρες) μαζέψαμε εμείς, ενώ εσύ με το Ευαγγέλιο μάζεψες μόνο δύο». «Ναι,» τους απαντώ, «μάζεψα μόνο δύο. Αλλά υπάρχει μια μεγάλη διαφορά, εγώ τα μάζεψα με ελευθερία, ενώ εσείς τα μαζέψατε με τη βία».

Από την σελίδα του Αυγ. Καντιώτη.

Κίτρινο κίτρινο!!! (από Stravon, 09/06/10)Ε! ρε και να \'χαμε... (από Stravon, 09/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αναγκαστική περίοδος εκ της οποίας διέρχεται η σλανγκαριέρα του σλάνγκου, κατά την οποία αυτός επανεξετάζει και αναδιαρθρώνει την γενικότερη περί σλανγκισμού θεώρηση και στάση ζωής του.

Κατά την περίοδο αυτή ο σλάνγκος, δια του σλανγκολογισμού του, διερευνά και ανακαλύπτει την ύπαρξη ή μη του ταλέντου σλανγκάρχου που απαιτεί η επιστήμη του σλανγκισμού, τις ανοχές και αντοχές του απέναντι στο φαινόμενο του σλανγκαρχιδισμού, την αναγκαιότητα του σλανγκίζειν στην καθημερινότητά του, καθώς και την δυνατότητα σύμπνοιας του με το σλανγκαρχείο.

Ο χρόνος εμφάνισης της σλανγκοπαύσεως δεν είναι σταθερός και διαφέρει από σλάνγκο σε σλάνγκο. Η λήξις της περιόδου της σλανγκοπαύσεως προϋποθέτει την ταυτόχρονη λήξη της σλανγκιπενίας που πιθανόν να έχει προσβάλει τον σλαγκολογιζόμενο, διότι σλανγκιπενίας παρούσης παρούσης οὐκ ἄν τις σλανγκίζειν δυνάμενος.

- Πού εξαφανίστηκε ο Στράβων;
- Άσε, περνάει σλανγκόπαυση.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μέσα στα πλαίσια του βαθυστόχαστου σλανγκισμού, έχουν αγνοηθεί θεμελιώδη λήμματα, ένα εξ αυτών είναι και το παρόν.

Υπάρχουν διάφοροι τρόποι να πει κάποιος μια μαλακία, να την υπονοήσει, να την εννοήσει, να την αναφέρει, να του ξεφύγει.

Υπάρχουν όμως άτομα που δεν λένε απλά μαλακίες, αλλά τις εκτοξεύουν, πολλές φορές μάλιστα κατά ριπάς.

Μαλακίες χονδρές, πότε μεμονωμένες και πότε κατ' εξακολούθησιν, που είναι αδύνατο να καλυφθούν.

Μαλακίες που αποτελούν συχνά την συντριπτική πλειοψηφία των λεγομένων του μαλακιορίψαντος.

Μαλακίες που φεύγουν με τέτοια ταχύτητα που μόνο ως βολές θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν.

Μαλακίες που είναι αδύνατον να τις παρεξηγήσεις, όταν τις ακούσεις είσαι σίγουρος ότι είναι μαλακίες.

Αυτή λοιπόν, η σπάνια για τα Ελληνικά δεδομένα προσωπικότητα, λέμε ότι πετάει μαλακίες.

Δεν μπορώ να δώσω κάποιο παράδειγμα, φοβάμαι μην πετάξω καμιά μαλακία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται πιθανότατα από την τεχνολογία και συγκεκριμένα από την ηλεκτρική σκούπα η οποία, όπως έλεγε η παλιά διαφήμιση, «η σκούπα Philips ρουφάει την σκόνη».

Το ρούφηγμα προϋποθέτει δύο ικανές και αναγκαίες συνθήκες. Την είσοδο αντικειμένου βαθιά εντός μιας κοιλότητας και την ταυτόχρονη παραγωγή ήχου.

Το λήμμα βρίσκει εφαρμογή σε πολλά πεδία της κοινωνικής μας ζωής.

Ποδόσφαιρο: Αναφέρεται σε τερματοφύλακα με ειδική ικανότητα να τρώει γκολ ακόμη και από σουτ που δείχνουν να πηγαίνουν έξω ή από σουτ με κατεύθυνση προς το σώμα του ή γενικότερα σουτ εύκολα αποκρούσιμα.

Όταν κάποιος τερματοφύλακας το ρουφάει το γκολάκι, ακολουθεί ποικιλία απροβλέπτων και διόλου κολακευτικών αντιδράσεων από την εξέδρα. Συνήθως όταν ένας τερμαρής ρουφάει ένα γκολάκι, ρουφάει και δεύτερο καθώς καταρρακώνεται ψυχολογικά. Ο ρούφους τερμαρής ενίοτε κατηγορείται ότι τα έχει αρπάξει από τον αντίπαλο.

Αφροδισιακά: Αναφέρεται στη παθιασμένη γυναίκα που δεν αρκείται στον παθητικό ρόλο, παίρνει την τύχη στα χέρια της, διεκδικεί όλο το μερίδιο της ηδονής και το ρουφάει το πέος (πραγματικό ή αντίγραφο). Σε αυτή την περίπτωση ο παραγόμενος ήχος διαφέρει ανάλογα με την κοιλότητα ρουφήγματος. Ο δε ο φορέας της ρουφούμενης οντότητας, απλά απολαμβάνει το θέαμα και την αίσθηση και δέχεται την όλη κατάσταση αδιαμαρτύρητα. Συνήθως, όταν κάποια ξεκινήσει το ρούφηγμα δεν το σταματάει, φεύγουν οι αναστολές της, το αναζητεί διαρκώς και γίνεται περιζήτητη από τον ανδρικό πληθυσμό καθώς ... τη ρουφήχτρα πολλοί εμίσησαν, το ρούφηγμα όμως ουδείς.

Το λήμμα προϋπήρχε της εφεύρεσης της ηλ.σκούπας, με περιπαικτική όμως και υποτιμητική διάθεση. Βλέπε ρούφα τ' αυγό σου

- Τι έγινε φιλαράκι; Πάλι χάσατε;
- Τι να κάνεις με τον μαλάκα που μπλέξαμε. Δεν είδες πως τα ρουφούσε τα γκολάκια; Άσε φίλε, πιασμένος ήταν.

(από Vrastaman, 11/06/10)ενα φραπε με προυφάν (από perkins, 11/06/10)Ποδόσφαιρο: Τερματοφύλαξ ονόματι Peter Rufai. (από Khan, 12/06/10)Σεξ/ πολιτική: (S)he sucks dick like Hoover! (από Khan, 12/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θέση στο μπαλάκι. Αναφέρεται στους δύο ακριανούς ψεύτικους ποδοσφαιριστές που βρίσκονται εκατέρωθεν του σέντερ φορ.

Χαρακτηριστικό των μπανιστηριών είναι ότι απαγορεύεται να σουτάρει κάποιος με αυτά, αφού η μπάλα πάει διαγώνια και είναι πολύ δύσκολο να την αποκρούσει ο αντίπαλος. Επειδή δεν θεωρείται «αντρικό», απαγορεύεται γκολ από αυτά, εκτός αν μπει από κόντρα μετά από απομάκρυνση της αντίπαλης δυάδας.

Κατόπιν συμφωνίας μπορεί ένα τέρμα από μπανιστήρι, είτε απλά να μη μετρήσει, είτε να μετρήσει ανάποδα. Έτσι, το μπανιστήρι αρκείται απλά να επιδιώκει την κόντρα ή να προσπαθεί να μπερδέψει τον αμυνόμενο δίνοντας γρήγορες πάσες.

Ακριβώς γι' αυτό, επειδή δηλαδή μπανίζουν τα γκολ αλλά γκολ δε βάζουν, λέγονται μπανιστήρια.

— Γκοοοοολ!!!!
— Τι λες ρε μαλάκα, με γκολ από μπανιστήρι θέλεις να νικήσεις;
— Κόντρα ήταν ρε μαλάκα.
Άσε τα σάπια.
&^()&^)&#%_*(^)#*%)#.

Δες και πούστης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γνωστό και ως ποδοσφαιράκι (από «μπάλα», υποκ. «μπαλάκι»). Παιχνίδι του χώρου των άλλοτε κραταιών σφαιριστηρίων, όπου στεγάζονταν οι δημιουργικές ανησυχίες νέων και των τέντυ-μπόιδων της γενιάς του μεταπολέμου, αλλά και των επομένων, μέχρι την εποχή της επανάστασης των ηλεκτρονικών παιχνιδιών.

Είναι επιτραπέζια προσομοίωση ποδοσφαίρου, παίζεται από 2 ή 4 παίχτες. Την αναμέτρησης προηγείται διαπραγμάτευση των αντιπάλων (ατόμων ή ομάδων) σχετικά με τους όρους του στοιχήματος, αν θα μετρήσουν τα γκολ από τις δυάδες ή από τις πεντάδες, αν θα επιτρέπονται τα φουρφούρια καθώς και πόσες «μάρκες» θα παιχτούν.

Στη συνέχεια ζητάμε μάρκες από το ταμείο, βάζουμε το δεκάρικο (μετέπειτα εικοσάρικο, πενηντάρικο, κατοστάρικο) στην εγκοπή, τραβάμε το λεβιέ, πέφτουν 5 μπαλάκια στο συρτάρι και ξεκινάει το παιχνίδι.

Ο αγωνιστικός χώρος είναι νοβοπανιζέ, ξύλινοι ήταν αρχικά οι ποδοσφαιριστές που αργότερα έγιναν και αυτοί, όπως όλα, πλαστικοί. Το τερέν κάτω από κάθε ποδοσφαιριστή είναι εμφανώς φθαρμένο, ιδίως κάτω από το σέντερ φορ, λόγω του «σφιξίματος» της μπάλας. Φθορά όμως της επιφάνειας δεν υπάρχει κάτω από τα μπανιστήρια, αφού απαγορεύεται ρητά το γκολ από αυτά.

Ενίοτε το κατάστημα απαγορεύει το «σφίξιμο» για να μη χαλάσει το μηχάνημα, αλλά κανένας δεν μπορεί να αντισταθεί στον πειρασμό επίτευξης ενός γκολ συνοδευμένου από τον χαρακτηριστικό δυνατό κρότο.

Το σκορ δεν το κρατάει κανένας. Σημασία έχει πόσα μπαλάκια «φεύγει» η προπορευόμενη ομάδα, πχ: «δύο φεύγω», ενώ η ισοπαλία λέγεται «όλα».

Στο τέλος ο νικητής καλεί περιπαιχτικά τον ηττημένο να πάει «στο ταμείο», όντας φυσικά καταϊδρωμένος, αφού το «άθλημα» απαιτεί σωματική κίνηση.

— Πάμε μια κόντρα στο μπαλάκι;
— Πάλι θέλεις να χάσεις;
— Γιατί ρε μάγκα πότε ξαναέχασα;
— Καλά ρε, χθες δεν έχασες ένα κατοστάρικο;
— Χμ!! Αφού έπαιζε πίσω ο άσχετος ρε εσύ. Πάει δύο κατοστάρικα οι πέντε μάρκες;
— Κατάστημα, πιάσε πέντε μάρκες. Βρήκαμε θύμα.

ποιος είναι για μια κόντρα; (από Stravon, 12/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γνωστό και ως τέρμα ή γκολ αλλά στο πιο μόρτικο.

Πιθανότατα προέρχεται από το ομώνυμο επιτραπέζιο παιχνίδι των άλλοτε κραταιών σφαιριστηρίων.

Λόγω του κοινού πελατολογίου (target group) των σφαιριστηρίων και των γηπέδων ο όρος σύντομα μεταπήδησε στο πραγματικό ποδόσφαιρο αφού ως γνωστόν στο ποδοσφαιροχώρο ο κάθε «φίλαθλος» ταυτίζει την προσωπικότητα του με την ομάδα του.

Ο υποστηρικτής της νικήτριας αναφέρει ως μπαλάκια τα γκολ που έριξε η ομάδα του –σαν να έβαλε ο ίδιος– τόσο για να υποτιμήσει τον αντίπαλό και την ομάδα του όσο και για να υπάρξει κοινή κωδικοποίηση με το παιχνίδι στο οποίο θα αναμετρηθούν αργότερα για να βγάλουν τα σπασμένα τους.

Μπορεί να σταθεί μόνο του ή σε συνδυασμό με άλλα λήμματα όπως το ρούφηξε ή το τσίμπησε το μπαλάκι.

  1. Τι γίνεται αδερφέ; Πόσα μπαλάκια θα σας ρίξουμε την Κυριακή;

  2. Δεν έχετε ελπίδες με τον ΠΑΟΚ. Σας έχει ταρίφα δύο μπαλάκια.

  3. Αυτός ο τερματοφύλακας ρουφάει τα μπαλάκια σαν τα φιστίκια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified