Κυριολεκτικά πεθαίνω από έρωτα, λιώνω από κάβλα. Λεξιπλασία δικής μου έμπνευσης - έτσι πιστεύω τουλάστιχον - μέσα απ' τη ζωή βγαλμένη. Διακαής και επώδυνος πόθος, τον οποίο, λίγο πολύ, όλοι τον έχουμε γευτεί, όπως λέει και το σχετικό άσμα.
- Πώς πας με τη Σούλα; Ακόμη καψούρης;
- Μόνο καψούρης; Τη σκέφτομαι και καβλιώνω...- Είδα τον Αλέκο και μου φάνηκε λίγο χάλια. Τρέχει τίποτα;
- Καψουρεύτηκε μια μαθήτριά του, ο μαλάκας. Καβλιώνει ο καημένος.