Περιπαιχτική έκφραση πονηρής αποδοκιμασίας που χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις όπου θέλουμε να ξεσκεπάσουμε τον συνομιλητή μας, ο οποίος αφηγείται ένα ντροπιαστικό ή αστείο γεγονός που και καλά συνέβη σε κάποιον τρίτο. Με τη χρήση αυτής δηλαδή, υπονοούμε εμμέσως πλην σαφώς, ότι το εν λόγω γεγονός συνέβη στον ίδιο.

Προσοχή: Η έκφραση μένει πάντα ως έχει, στο 1ο πρόσωπο.

Συναντάται σπανιότερα και σε περιπτώσεις όπου αναφερόμαστε σε εμάς τους ίδιους, με διάθεση αυτοσαρκασμού.

- ...στον στρατό που λες, ήταν ένας τύπος, άκουσα, που ψάρωσε τόσο πολύ από τις φωνές του λοχαγού για τη καθαριότητα του όπλου, που το πήρε μαζί του στην άδεια σπίτι του να το καθαρίσει και...
- Ναι, ναι, όχι εγώ ένας φίλος μου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρώω του σκασμού, μέχρι που δεν πάει κάτω άλλη μπουκιά. Με άλλα λόγια, εάν η κοιλιά ήταν ασανσέρ, θα είχε φτάσει στη ταράτσα, δηλαδή στο ανώτατο δυνατό της σημείο. Από το ιταλικό tarrazza.

Wannathanks: Hank

Είχα να φάω από χτες, έτσι μόλις γύρισα την έπεσα στο ψυγείο και τσάκισα τα πάντα όλα, μέχρι που την έκανα ταράτσα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απειλητική έκφραση γκανγκστερικής προέλευσης, με λίγο - πολύ προφανές περιεχόμενο: Οι κουμπότρυπες δεν είναι τίποτα άλλο, παρά ευφημισμός για τα τραύματα εισόδου βλημάτων πυροβόλου όπλου.

Οι γνώμες για τις ρίζες της συγκεκριμένης φράσης διίστανται. Αρκετοί πάντως υποστηρίζουν πως, αρχικά, εντοπίζεται σε κάποιο Λούκυ Λουκ, αλλά τίποτα δεν έχει επιβεβαιωθεί σχετικά μέχρι σήμερα.

Σε ακραίες περιπτώσεις πρόκλησης μεγάλου πλήθους των εν λόγω τρυπών, παίζει και το «θα σε κάνω σουρωτήρι».

- Στάκαμαν ρε! Put the cot down slowly, γιατί θα σε γεμίσω κουμπότρυπες!
- Θα μου κλάσεις...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλιώς η πολύ παλιά μπίχλα, η μάκα που από την πολυκαιρία έχει μετατραπεί σε αρχέγονη σούπα, γεγονός το οποίο οδήγησε στη δημιουργία μιας νέας μορφής ζωής.

Χρησιμοποιείται συνήθως με το ρήμα «πιάνω», κατά το «θα πιάσουμε / πιάσαμε μυρμήγκια», αλλά είναι σαφώς πιο έντονο, για ευνόητους λόγους.

- Ρε Τούλα τι θα γίνει με τα πιάτα; Μια βδομάδα στο νεροχύτη είναι, ελεφαντάκια θα πιάσουμε...

(από Jonas, 07/08/09)Ντάμπο, το ελεφαντάκι (από allivegp, 07/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξενόφερτο επιφώνημα (αγγλ. eeek!) που δηλώνει έκπληξη, ξάφνιασμα ή ακόμα και ανακούφιση για μια επιτυχία μας μετά από μια υπερβολικά αγχωτική προσπάθεια ή σχετικά με ένα διαφαινόμενο κακό που γλιτώσαμε στο παρά τρίχα (βλ. παράδειγμα).

- Αφήνω ανοιχτή τη μάνα, ρε πστ.... παίζε....
- Πάλι ντόρτια ήφερα... Μια, δυο, τρεις και ο Χατζηπετρής...
- Ιιιχ! Παραλίγο....

Eek-a-Mouse! (από Vrastaman, 20/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην πούτσα μου. Η μέγιστη δήλωση αδιαφορίας. Γίνεται χρήση συνήθως από παλαιούς φαντάρους που έχουν βαρύνει από τους μήνες...

- Ρε συ, πάλι σκοπιά;
- Ζμπούτζαμ. Δέκα και σήμερα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αποκάλυψη στοιχείων, το ρουφιανιλίκι, το δώσιμο, είτε όταν πρόκειται για ομολογία (ως αποτέλεσμα ανάκρισης ή όχι), είτε συνειδητά, με σκοπό το ίδιο όφελος ή την εκδίκηση.

Συναντάται σαν ρήμα, όταν θέλουμε να καταδείξουμε τον άνθρωπο που «μίλησε», στη μορφή «ο τάδε κελάηδησε».

- Ρε φίλε τα μαθες; Πιάσαν τον Ιεροκλή με κάτι ψύλλους. Λες να κελάηδησε ο Μητσάρας;
- %$@#@#$

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρονικό επίρρημα το οποίο χρησιμοποιείται συνήθως ως μονολεκτική και αποστομωτική αρνητική απάντηση σε εντολές. Η προέλευσή του εντοπίζεται στον Ελληνικό Στρατό. Μια παραλαγή: «παλιά στο Τέξας».

- Πσστ, έλα 'δω που σε θέλω λίγο...
- Παλιά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αποδίδω πολύ καλά σε κάποιον τομέα, λειτουργώ πολύ αποτελεσματικά, είμαι στην καλύτερη δυνατή κατάσταση.

- Φίλε, από τη μέρα που έβαλα την καινούργια κάρτα γραφικών, το pc μου φυσάει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ορμάω με τσαμπουκά και πετυχαίνω σε κάτι, παίρνω τον αέρα κάποιου, νικάω έναν αντίπαλο, ή γενικότερα, παίρνω το κολάι πάνω σε κάτι.

Σχετικό: πιάνω τον πάπα απ' τα αρχίδια Προσοχή: να μη συγχέονται οι δύο εκφράσεις - ο Πάπας δεν έχει κέρατα (εμφανή, τουλάχιστον) και κανείς δεν πιάνει ταύρο απ' τα αρχίδια.

- Ρε φίλε, μην αγχώνεσαι, μια απλή συνέντευξη είναι. Θα μπεις μέσα και θα πιάσεις το ταύρο απ' τα κέρατα, το ξέρω. Όλα καλά...

Got a better definition? Add it!

Published