Χρονικό επίρρημα το οποίο χρησιμοποιείται συνήθως ως μονολεκτική και αποστομωτική αρνητική απάντηση σε εντολές. Η προέλευσή του εντοπίζεται στον Ελληνικό Στρατό. Μια παραλαγή: «παλιά στο Τέξας».

- Πσστ, έλα 'δω που σε θέλω λίγο...
- Παλιά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αποδίδω πολύ καλά σε κάποιον τομέα, λειτουργώ πολύ αποτελεσματικά, είμαι στην καλύτερη δυνατή κατάσταση.

- Φίλε, από τη μέρα που έβαλα την καινούργια κάρτα γραφικών, το pc μου φυσάει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δάνειο από την ισπανική γλώσσα, χρησιμοποιείται ως επιφώνημα πανηγυρικής επιτυχίας, επικράτησης ή έντονης επιδοκιμασίας. Αντίθετα απ' το αντίστοιχο των ταυρομαχιών, ο τόνος μπαίνει πάντα στο «ό».

Εκφωνητής: ..και η ομάδα μετά το 2-0 παγώνει το παιχνίδι κάνοντας κοντινές πάσες στο χώρο του κέντρου...
-Κερκίδα: Όλε!
-Κερκίδα: Όλε!
-Κερκίδα: Όλε!
-Κερκίδα: Όλε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ημι-μάγκικη έκφραση η οποία σημαίνει ότι έχω πετύχει την μέγιστη δυνατή ταχύτητα του οχήματός μου και συνεχίζω ακάθεκτος. Παρομοίως: το σανιδώνω, πάω με τα χίλια, πάω γαμιώντας.

-Ρε Μήτσο, κάνε λίγο άκρη τη νταλίκα να κατέβω μισό... κατουριέμαι...
-Αδέρφι, δε ξέρω αν το 'χεις καταλάβει, αλλά έχουμε πιάσει τελικές εδώ πέρα...

Βλ. και φουλάρω, τελικιάζω, κομμάτια, πηγαίνω, τέζα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το αγγλικό «what's up», σημαίνει ακριβώς το ίδιο, απλά έχει έναν κάπως πιο μόρτικο τόνο. Συναντώνται παραλλαγές όπου τα τελικά «a» είναι περισσότερα, όπως «wazaaaaa» ή ακόμα και «wazaaaaaaaaaaaa...» και πάει λέγοντας...

- Ει Τζο, μα μεεεεεεεν....
- Wazaaaaaaaaa.....

(από Jonas, 13/08/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δημοφιλής έκφραση, η οποία χρησιμοποιείται σχεδόν αποκλειστικά κατά τη διάρκεια μπυροποσίας, ιδίως όταν ένας εκ της παρέας θέλει να δικαιολογήσει (είναι γνωστή η διουρητική ιδιότητα της μπύρας) τις συχνές επισκέψεις του στο βε-σε.

- Σόρυ παίδες..
- Άντε ρε, πριν λίγο δε πήγες;
- Εμ... μία πίνεις, τρεις κατουράς...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άνθρωπος ο οποίος μας προκαλεί περιέργεια, θαυμασμό ή/και φθόνο εξ αιτίας ενός συγκεκριμένου κατορθώματός του, το οποίο επετεύχθη με τη βοήθεια της τύχης ή όχι.

Ρε, τι έκανε το φάντασμα! Τρίποντο από τη μέση του γηπέδου έβαλε...

Τι έκανε το φάντασμα! (από Hank, 04/02/09)(από Galadriel, 12/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιθέμενο αξεσουάρ, το οποίο βρίσκεται υπό την κατοχή ορισμένων ανθρώπων, παρά τη θέλησή τους και χωρίς να έχουν τη δυνατότητα να το ξεφορτωθούν. Ουσιαστικά, πηγάζει από την αγανάκτηση των εν λόγω ατόμων, που προσπαθούν να δώσουν μια πειστική ερμηνεία για το πώς τυχαίνει κάθε φορά να συναναστρέφονται με αλλοπρόσαλλα άτομα χωρίς να μπορούν να το αποφύγουν...

Ρε συ, πάλι μουρλός πήγε κι έκατσε δίπλα μου στο λεωφορείο το πρωί... Τι να κάνω με αυτόν τον τρελομαγνήτη που κουβαλάω πια, δε ξέρω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκνευρίζομαι σε μεγάλο βαθμό, τα παίρνω στο κρανίο και ξεσπάω.

Τούλα, κόψε λάσπη γιατί θα με πιάσουν τα διαόλια μου και δε σε βλέπω καλά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

*Καμία σχέση με την ΠΑΣΠ*. Προκύπτει από τις λέξεις «πάω» και «σπίτι» και υποδηλώνει το αυτό. Βλ. επίσης: την κανά.

- Λοιπόν μάγκες, μάλλον θα γίνω πασπίτης σε λίγο...

(από Khan, 14/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified