Τα παλιά τα χρόνια λέγαν τον φούρνο όπου φουρνίζαν τα φαγητά τους. Στις μέρες μας χρησιμοποιούμε την λέξη όταν θέλουμε να πούμε ότι θα βάλουμε κάπου φωτιά, θα τα κάψουμε όλα.

Αγανακτησμένοι διαδηλωτές μεταξύ των: - Ρε τα μουνιά, σπάσαν την πορεία στην Ομόνοια γαμώ τα δακρυγόνα τους, δεν προχωράει...
- Μην μασάτε ρε... φουρνέλο παντού ρε... και στο δέντρο του Κακλαμάνη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά: ο άντρας που του έχουν αφαιρέσει χειρουργικά τους όρχεις. Ειδικότερα, ο άντρας που είχε υποστεί ευνουχισμό και χρησιμοποιούνταν ως φύλακας του χαρεμιού.

Μεταφορικά: ο άντρας που, η καινούρια του γκόμενα, του έχει βάλει τα δύο πόδια σε ένα παπούτσι και τον κάνει ό,τι θέλει. Ο άντρας αυτός είναι τόσο εθισμένος στην νέα του γκόμενα, που έχει χάσει την προσωπικότητά του και τις απόψεις του από την στιγμή που η γκόμενα τον βούτηξε στην κυλότα της (επειδή επιτέλους γαμάει... δεν τον νοιάζει τίποτε άλλο).

Ο ευνούχος σχετίζεται και με τον μουνόδουλο, με την διαφορά ότι ο μουνόδουλος δεν έχει σταθερή γκόμενα.

— Πόσο ευνούχος έχει γίνει ο Τζώνη ρε συ με αυτήν την Μάρθα; 'Εχει ξεκινήσει το Μουντιάλ τόσες μέρες και έναν αγώνα δεν έχει έρθει να δούμε όλοι μαζί. Άλλα έλεγε πριν 2 βδομάδες...
— Καλά, ναι... πριν 2 βδομάδες ο Τζώνη ήταν μπακούρι ρε συ και τον ξέρεις πόσο μουνόδουλος είναι.
— Επειδή τον ξέρω μιλάω, φοβάμαι ότι αυτή και το μουστάκι θα τον βάλει να ξυρίσει.

(από Khan, 01/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ντίλερ που δεν έχει ζυγαριά και, ανάλογα την φάτσα σου και την γνωριμία που έχεις μαζί του, σου βγάζει και την ανάλογη ποσότητα. Ποτέ όμως δεν σου βγάζει παραπάνω από αυτό που θα έπαιρνες εάν είχες μία καλή άκρη.

- Θα πάω στου Αλέκου να ψωνίσω κανα σκου... Θες εσύ τίποτα;
- Άσε ρε με τον Αλέκο... αυτός είναι σφάχτης, κατιμά θα σου βγάλει, πάνε στου Νικήτα.
- Ναι ρε μαλάκα, αλλά ο Αλέκος είναι ο μόνος που χει σκου.
- Σ' έχει κάψει τελείως το skunk, δεν μιλάω άλλο μαζί σου.

Είναι δέκα, να τ\' αφήσω; (από Stravon, 14/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ο πρεζάκιας που έχει μουστάκι και ντύνεται στα μαύρα γιατί παραπέμπει σε πέτσακα.

- Είδες την Ρούλα που τα έφτιαξε με τον Νίκο τον κρητικό; Μάλλον θα ξεκόψει τώρα..
- Μπα, δε νομίζω... πρέζακα θα τον κάνει και αυτόν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατιμά λέμε και τα τρίμματα που έχουν μείνει στην σακούλα με το χόρτο.

Ρε Τάκη... Πάλι κατιμά θα μου βγάλεις; Κάνα παπά δεν έχεις;

...στη σπηλιά την κουρελού... (από Stravon, 14/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραπέμπει στο ζαμπόν, όταν μιλάμε για κυριλέ πρεζάκια.

Τον είδες τον μαλάκα; Πάλι λε μπον ήταν...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γνωστό σε όλους σάντουιτς, μετά από ξενύχτι και ξίδια, όταν δεν μπορεί κανείς να αρθρώσει λέξη.

Πα να φάμε κάνα σαν ντουί; Πείνασα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified