Ο νέος φαντάρος στη μονάδα.

Κωλόψαρο θα πήξεις στην αγγαρεία!

Got a better definition? Add it!

Published

Ο νέος φαντάρος στη μονάδα.

Στραβάδια όλοι στη σειρά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο παλαιότερος φαντάρος στη θάλαμο ή τη μονάδα.

- Μπορώ να πάρω το κάτω κρεββάτι;
- Δεν ξέρω, ρώτα τον πρόεδρο, αυτός θα σου πει.

Βλ. και λέουρας, αρχαίος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εννοούμε το μαλθακό παιδί, το καλομαθημένο, που δεν αντέχει τις κακουχίες και γενικά δεν μπορεί να κουράζεται.

- Πώπω τι βουτυρόπαιδο είναι αυτός ο Κώστας! Παίζαμε χτες μπάλα με τα υπόλοιπα παιδιά της γειτονιάς και μόλις έπεσε και χτύπησε το γόνατο του, έφυγε τρέχοντας για τη μαμά του να του το δέσει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν έχει για υπηρεσία σκοπιά ένας στρατιώτης.

Άστα να πάνε, σήμερα βαράω γερμανικό σκοπέτο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά τη μαύρη διάλεκτο στις Η.Π.Α.:
1. Αυτός που παραπονιέται συνέχεια.
2. Ο αδύναμος και φοβιτσιάρης άντρας.
3. Η γυναίκα ή ο άντρας που δεν χαίρει καμιάς εκτίμησης ή συμπάθειας.

  1. - You bitch at people? Is that all you do?
  2. - Dayum, youz a weak bitch if you lost that fight.
  3. - Dayum I hate that bitch! She's a bitch dude, off top!

The goal of a bitch. (από Galadriel, 02/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταφορικά εννοείται το αιδοίο του οποίου το βάθος δεν μπορεί να μετρηθεί. Αφορά γυναίκες που έχουν χάσει το μέτρημα με πόσους έχουν κάνει σεξ και συνεπώς το αιδοίο τους έχει γίνει πέρασμα για τον καθένα και δεν νιώθουν τίποτα όταν το κάνουν.

-Έκανα χτες σεξ με την Σούλα, αλλά ρε παιδί μου αυτή ούτε λέξη δεν έβγαλε. Σα να μην υπήρχε! -Αφού την έχει πάρει όλη η Αθήνα αυτή τι να καταλάβει; Α ρε καημένε, σε κατάπιε η άβυσσος.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο προαγωγός/ νταβατζής στην μαύρη διάλεκτο των Η.Π.Α. Επίσης: P - Person
I - Into
M - Marketing
P - Prostitutes

- Yo son, I am a motherfuckin' P.I.M.P.

Βλ. και τσάρλης, ο, πορνοβοσκός, ο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λόγω των καλωδίων (τηλεφωνικών), ο στρατιώτης που είναι διαβιβαστής.

- Ρε κουβαρίστρα, άσε με να πάρω ένα τηλέφωνο απο το Κ.ΕΠΙΚ..

Βλ. και κεπικάριος, Κ.ΕΠΙΚ..

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο στρατιώτης (με ειδικότητα διαβιβαστή) που λειτουργεί το Κέντρο Επικοινωνίας του στρατοπέδου.

-Τι ειδικότητα έχεις πάρει; -Καλή ειδικότητα, είμαι κεπικάριος.

Βλ. και Κ.ΕΠΙΚ., κουβαρίστρας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified