Ο βαριεστημένος, αυτός που σπανίως βγαίνει απο το σπίτι του και δεν έχει κοινωνική ζωή.

-Θα πάμε σε λίγο για καφεδάκι, θα έρθεις;
-Μπα, λέω να μείνω μέσα να δω καμιά ταινία. -Αμάν πια ρε μούχλα! Βγες και λίγο έξω να σε δει ο ήλιος!

Got a better definition? Add it!

Published

Οι αμοιβαίες εκδηλώσεις πάθους, έρωτα, αγάπης ενός ζευγαριού.

Βγήκαμε χτες 2 ζευγάρια για ποτό και βαρέθηκα να βλέπω τον Γιώργο να φιλιέται με την Μαρία! Τους είχαν πάρει τα σιρόπια επί μια ώρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατάσταση άγχους, βιασύνης που τη βιώνει κάποιος όταν δεν προλαβαίνει και είναι οριακά να χάσει π.χ μια πτήση, ένα δρομολόγιο, μια καλή ευκαιρία αγοράς κλπ.

- Γαμώτο, θα χάσω την πτήση! - Μπα, τώρα σε έπιασε κωλοσφιξούρα; Από χτες σου είπα να ετοιμάσεις βαλίτσα αλλά δεν με άκουγες!

Συνώνυμο: κωλοπιλάλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρωτόγονο επιφώνημα που μας παραπέμπει στον άνθρωπο της προϊστορικής εποχής που δεν ήταν και το πλέον αντιπροσωπευτικό δείγμα νοημοσύνης. Δηλώνει τον χαζό άνθρωπο, μειωμένης αντίληψης.

Καλά μια ώρα εξηγούσα στον Μήτσο πώς θα πηγαίνουν με αμάξι στο αεροδρόμιο και στο τέλος δεν κατάλαβε τίποτα και πήρε ταξί να πάει. Ο τύπος είναι εντελώς ουγκ!

(από Khan, 12/03/14)(από xalikoutis, 16/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ρέψιμο.

-Ήμασταν με τον Χρήστο στο εστιατόριο και πάτησε μια ρέψα και γίναμε ρεζίλι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το προφυλακτικό.

- Θα πάω στο club απόψε, ελπίζω να βρω καμιά γκόμενα να κάνω παιχνίδι...
- Μην ξεχάσεις να πάρεις και μπαλονάκια μαζί σου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κολλητσίδας, το άτομο που δεν ξεκολλάει από μια παρέα, δεν συνειδητοποιεί πότε η παρουσία του είναι κουραστική, και δεν έχει την ευγένεια να αποσυρθεί διακριτικά.

Τον βαρέθηκα τον Γιώργο! Δεν είναι να του πω πότε θα βγω για καφέ με την κοπέλα μου, και έρχεται και κολλάει σα βδέλλα και ξεχνάει να φύγει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αστείος προσδιορισμός για το πέος. Χρησιμοποιείται σε υπονοούμενα για στοματικό σεξ.

-Βγήκα χτες με την Ελένη. -Ποια ρε αυτή τη σνομπ που καπνίζει μόνο ακριβές μάρκες τσιγάρων;
-Ναι, αλλά χτες κάπνισε και πούρο με φλέβα!

Συνώνυμο: πούρο φλεβάτο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συναντάται κυρίως σε πορνοταινίες (χωρίς αυτό να αποκλείει και αληθινά περιστατικά - μακριά από μας) και είναι τεχνική όπου η γυναίκα κάνει ταυτόχρονο στοματικό σεξ σε 2 άντρες.

- Είχε χτες μια τσόντα με μαύρους στο συνδρομητικό, άστα να πάνε. Ήταν μια και τους είχε τρελάνει στα διτσίμπουκα!

βλ. και δίμπουρο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα που είναι φτιαγμένη για να κάνει σεξ διαρκώς καθώς δεν το χορταίνει ποτέ. Η νυμφομανής.

- Θα βγω απόψε με την Κάτια, λες να καταφέρω να κάνω κάτι μαζί της; - Είσαι σοβαρός; Η κοπέλα είναι πουτσόδουλη! Θα περάσεις πολύ καλά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified