Έτσι χαρακτηρίζεται ο νέος στρατιώτης που αποτελεί τον αντικαταστάτη ενός παλιού και επωμίζεται τις σκοπιές και αγγαρείες του.

Άντε ρε σειρά και τον άλλο μήνα έρχονται οι απαλλαγές μας, να πάρουμε και εμείς καμιά ανάσα!

Got a better definition? Add it!

Published

Από την παλιά διαφήμιση απορρυπαντικού πιάτων «στη Βιλαρίμπα ακόμα τρίβουνε» (τα ταψιά).

Έχει γίνει συνώνυμο της αγγαρείας στα μαγειρεία.

- Γεωργίου και Δημητρίου, απόψε θα πάτε στη Βιλαρίμπα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο στρατό σημαίνει Kέντρο Εκπαίδευσης Διαβιβαστών.

Επειδή όμως πρόκειται για μια ειδικότητα χαλαρή και άνετη έχει αλλαχτεί σε Κέντρο Εκπαίδευσης Δυνατών Βυσμάτων, στη στρατιωτική γλώσσα.

- Απο ποιό κέντρο εκπαίδευσης είσαι;
- Απο το Κ.Ε.ΔΒ
- Α ρε βύσμα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ποινή στον στρατό για κάποιο παράπτωμα!

- Πάλι κοιμόταν στη σκοπιά ο Ανδρέου.
- Ωχ προβλέπεται γερή καμπάνα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια απο τις ποινές στο στρατό, η Στέρηση Εξόδου.

- Με έπιασε ο διοικητής να μιλάω στο κινητό από τη σκοπιά και μου έριξε 3 Σ.Εξ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι στρατιώτες που κατατάσσονται με λίγους μήνες διαφορά.

Λέγεται και «κοντοσειρά».

- Πότε μπήκες μέσα εσύ;
- Τον Γενάρη.
- Έλα ρε κοντοσείρι! Εγώ μπήκα το Μάρτη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένα απο τα πιο δύσκολα νησιά για να υπηρετήσει κάποιος τη θητεία του.

Τα αρχικά κατά τη στρατιωτική αργκό έχουν την ακόλουθη σημασία:

Λάθος Ήταν Μάνα μου Να Ορκιστώ Στρατιώτης.

- Πού υπηρέτησες;
- Στη Λήμνο.
- Λάθος Ήταν Μάνα μου Να Ορκιστώ Στρατιώτης;
- Ακριβώς όπως τα λες φίλε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη στρατιωτική γλώσσα, η Λήμνος.

-Πού υπηρέτησες;
-Στη Μαυριτανία...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη στρατιωτική γλώσσα, η Σάμος.

-Πού υπηρέτησες;
-Στην Ουγκάντα.

Got a better definition? Add it!

Published

Στη στρατιωτική γλώσσα, η Χίος.

-Πού υπηρέτησες;
-Στην Ουργία...

Got a better definition? Add it!

Published