Πρωτόγονο επιφώνημα που μας παραπέμπει στον άνθρωπο της προϊστορικής εποχής που δεν ήταν και το πλέον αντιπροσωπευτικό δείγμα νοημοσύνης. Δηλώνει τον χαζό άνθρωπο, μειωμένης αντίληψης.

Καλά μια ώρα εξηγούσα στον Μήτσο πώς θα πηγαίνουν με αμάξι στο αεροδρόμιο και στο τέλος δεν κατάλαβε τίποτα και πήρε ταξί να πάει. Ο τύπος είναι εντελώς ουγκ!

(από Khan, 12/03/14)(από xalikoutis, 16/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατάσταση άγχους, βιασύνης που τη βιώνει κάποιος όταν δεν προλαβαίνει και είναι οριακά να χάσει π.χ μια πτήση, ένα δρομολόγιο, μια καλή ευκαιρία αγοράς κλπ.

- Γαμώτο, θα χάσω την πτήση! - Μπα, τώρα σε έπιασε κωλοσφιξούρα; Από χτες σου είπα να ετοιμάσεις βαλίτσα αλλά δεν με άκουγες!

Συνώνυμο: κωλοπιλάλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι αμοιβαίες εκδηλώσεις πάθους, έρωτα, αγάπης ενός ζευγαριού.

Βγήκαμε χτες 2 ζευγάρια για ποτό και βαρέθηκα να βλέπω τον Γιώργο να φιλιέται με την Μαρία! Τους είχαν πάρει τα σιρόπια επί μια ώρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο βαριεστημένος, αυτός που σπανίως βγαίνει απο το σπίτι του και δεν έχει κοινωνική ζωή.

-Θα πάμε σε λίγο για καφεδάκι, θα έρθεις;
-Μπα, λέω να μείνω μέσα να δω καμιά ταινία. -Αμάν πια ρε μούχλα! Βγες και λίγο έξω να σε δει ο ήλιος!

Got a better definition? Add it!

Published

Το σεξ.

- Βγήκα χτες με τη Μαριάννα. - Και; Φίκι-φίκι έπεσε;

και επιδόρπιο φυρίκι... (από MXΣ, 06/07/11)Φίκι-Φίκι, Άουα-Άουα! (από MXΣ, 06/07/11)Μόνο 10? Τζάμπα πράμα! (από MXΣ, 06/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πανέμορφος άντρας.

Βγήκα χτες με την Σοφία και της την έπεσε ένας θεός που ούτε η ίδια δεν το πίστευε!

(από mariahomorfi, 07/12/08)ο animal ειναι απλα θεος. (από markar, 29/11/11)

Δες και θεά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πανέμορφη γυναίκα.

Είδες την playmate που βγήκε πρώτη στα καλλιστεία; Θεά η κοπέλα!

Δες ακόμη: θεόμουνο, θεός.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φανατικός υποστηρικτής μεγάλων κομμάτων, που φωνάζει, διαδηλώνει, τσακώνεται, χωρίς κάποια προφανή αιτία, και χωρίς κάποιο προσωπικό όφελος άμα του θίξει κάποιος την παράταξη στην οποία ανήκει.

-Βγήκε ο υπουργός και έκανε αυτές τις απαράδεκτες δηλώσεις και δεν ακούστηκε κανείς να διαφωνεί απο τους παρευρισκομένους! -Ε τι περίμενες; Όλα τα κομματόσκυλα μόνο ήταν εκεί πέρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μεθυσμένος.

Πήγα τις προάλλες στο μπάρ με τον Σταύρο, αλλά δεν το σηκώνει το ποτό ο καημένος. Στα 3 ποτήρια είχε γίνει στουπί.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο μεθυσμένος.

Όταν τα χάλασα με την Άννα, καθε βράδυ ήμουν στα μπαρ και γινόμουν πίτα. Μου κόστισε πολύ αυτός ο χωρισμός.

Got a better definition? Add it!

Published