Ο υπερπλήρης.

  1. Πω, πω, μαλάκα, πίτα είναι το λεωφορείο! Θα πάρουμε το επόμενο.

  2. Πήγαμε Σαββατοκύριακο Καλαμίτσι και δεν βρίσκαμε μέρος να βάλουμε τη σκηνή. Πίτα ήταν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η παντός είδους απόρριψη, απογοήτευση, αποτυχία.

  1. - Έστειλα στον Πάκη sms να του ζητήσω συγγνώμη αλλά μία πίτα ελήφθη!

  2. - Την έπεσα στη Λενιώ, αλλά μου έδωσε πίτα!

Δες χυλόπιτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Χαρακτηρισμός για άτομο που μετά από υπερβολική κατανάλωση αλκοολούχων ποτών έχει οδηγηθεί σε μέθη.

  2. Χαρακτηρισμός για άτομο που κλαίει για τη γκόμενα που έχασε.

  3. Χελώνα αφού επιχείρησε να περάσει την εθνική οδό.

  1. Κοίτα τον! Πάλι πίτα είναι!

  2. Τον καημένο τον Μάκη! Από τότε που τον άφησε η Γιάννα έχει γίνει πίτα!

  3. Μπαμπά κοίτα την χελώνα! Είναι τελείως πίτα !

Δες και λιάρδα, λιώμα, κωλίδι, κόκκαλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μεθυσμένος.

Όταν τα χάλασα με την Άννα, καθε βράδυ ήμουν στα μπαρ και γινόμουν πίτα. Μου κόστισε πολύ αυτός ο χωρισμός.

Got a better definition? Add it!

Published