Κομψά, εννοεί τον αυνανισμό.

- Πάλι τσόντες νοίκιασες; Σε έχει φάει το χειρογλύκανο!

Βλ. και χερογλύκανο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η διείσδυση σε βάθος κατά το σεξ.

Κοίτα μια γκομενάρα στο δίπλα τραπέζι... Θα ήθελα να της κάνω μια βυθομέτρηση!

Got a better definition? Add it!

Published

Υποτιμητικά, δηλώνει τη γυναίκα που έχει πολύ καιρό να κάνει σεξ και έχει πέσει σε αχρησία το αιδοίο της.

- Καλά, από πότε έχει να κάνει σχέση η Μαρία;
- Από το 2006. - Τι λες τώρα; Αράχνες θα έχει πιάσει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ή αλλιώς και ισπανική μαλακία.

Μπορεί να εκτελεστεί μόνο απο γυναίκες με μεγάλο στήθος. Σε αυτή τη στάση η γυναίκα κρατά ενωμένα τα δυο στήθη της και ο αντρας μπαζοβγάζει το πέος του ανάμεσα τους όπως θα έκανε και στο σεξ.

Αν έχει και καλά προσόντα ο άντρας, κατά το πέρασμα απο τα στήθη, μπορεί να φτάσει και μέχρι το στόμα της γυναίκας, οπότε διπλή η ευχαρίστηση!

Είδες την καινούργια κοπέλα στη ρεσεψιόν; Δεν έχω ξαναδεί πιο μεγάλο στήθος. Τυχερός ο φίλος της.. Θα του κάνει κάτι ισπανικά...

Got a better definition? Add it!

Published

Δηλαδή χωρίς δόντια.
Είναι το στοματικό σεξ απο γυναίκα σε άντρα προσεκτικά χωρίς να «δαγκώνει». Υποτιμητικά κυρίως αν κάποια μεγάλη σε ηλικία κάνει στοματικό σε νεότερό της.

- Καλά ρε μαλάκα πήγες με την διευθύντριά σου; Αυτή σου ρίχνει 20 χρόνια! - Ναι αλλά κάνει ένα στοματικό άλλο πράγμα.. - Κατάλαβα.. Αμασέλωτο!

Got a better definition? Add it!

Published

Χαϊδευτικά το αιδοίο, που, όπως το συμπαθές ζωάκι, αρέσκεται στα χάδια και τα παιχνίδια.

- Καλέ βγάλε το χέρι σου απο τη φούστα! - Αφού είμαστε στο σινεμά ποιος θα μας δει; Άσε με να χαϊδέψω λίγο το γατάκι!

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαϊδευτικά, το πέος όταν πρόκειται για στοματικό σεξ.

– Μωρό μου θες να γλείψεις λίγο γλειφιτζούρι;
– Άμα δώσεις και συ φιλιά στο γατάκι, κάτι θα γίνει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η σερβιέτα, κόσμια παραλλαγή της λέξης μουνόπανο.

- Με έστειλε χτες στο σούπερ μάρκετ να της πάρω σερβιέτες. Πήγα στο ράφι και είχε χίλιες διαφορετικές μάρκες. Δεν ήξερα τι να πάρω. Αμάν πια και αυτές οι γυναίκες με τα περιοδόπανά τους!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνδυασμός του πουλιού (όχι αυτού που πετάει!) και του σαξόφωνου (μουσικό όργανο που πάιζεται με το στόμα). Οπως καταλάβατε για άλλη μια φορά, εννοεί στην νεοελληνική το στοματικό σεξ απο γυναίκα σε άντρα.

-Την ξέρεις την Γεωργία;
-Ναι ρε τα είχαμε πριν 2 χρόνια. -Είναι καλή στο κρεββάτι;
-Απίθανη, ξέρει και πάιζει τρομερό πουλόφωνο!

Βλ. και τρομπόνι, πίπιζα, κλαρίνο.

Got a better definition? Add it!

Published

Όπως και το τρομπόνι και το κλαρίνο δηλώνει το στοματικό σεξ απο γυναίκα σε άντρα.

Απλά πιο περίτεχνο, καθώς η πίπιζα πέρα απο πνευστό έχει και τον μαλακό γεμάτο αέρα ασκό, που μαλάζει ο οργανοπαίχτης για να πετύχει το ηχητικό αποτέλεσμα.

Αν το συναντήσετε σε μια γυναίκα που σας κάνει ανάλογο στοματικό σεξ, μάλλον έχετε βρει την ιδανική σύντροφο!

- Πώς τα πάτε στο κρεββάτι με την Κατερίνα; Σου ξηγιέται κανένα στοματικό;
- Είναι φοβερή, τα πρωινά ενώ κοιμάμαι μου παίζει μια πίπιζα και κάνω το καλύτερο ξύπνημα!

Βλ. και πουλόφωνο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified