Μετάφραση του ονόματος της γνωστής μάρκας ουίσκι «Johnnie Walker».

Μεθυσμένος στο μπαρ: «Καάστημα, χικ, βάλε έναν αόμα Περπατόγιαννο!»
Μπάρμαν: «Μωρέ, εγώ να βάλω. Εσύ έχεις να με πληρώσεις;»

Επώνυμα ξίδια: μαλάμω (Μαλαματίνα), Ιωάννης Βαδιστής, ο Γιάννης που πορπατάει, Περπατόγιαννος (Johnnie Walker), πέρδικα, φάμους γκράους (Famous Grouse), εκατό πίπες (100 Pipers), δεκατεσάρ' (Cutty Sark), θείος Τζακ (Jack Daniels).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκάω απ' το φαΐ.

- Ουφ! Είχαμε μουσακά σήμερα και δεν αντιστάθηκα... Πέντε κομμάτια έφαγα... Και από πάνω και δύο μπάλες παγωτό... Μπακάφιασα! Θα σκάσω!
- Φαίνεται...

Πιθανά συμφυρμός από το μπάκα και το μπαφιάζω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κούνια ονομάζεται το κάπνισμα. Η ονομασία αυτή οφείλεται στην συνεχή, μηχανική κίνηση του χεριού που κρατάει το τσιγάρο, από το στόμα στον αέρα και άντε πάλι, που μιμείται την χαρακτηριστική κίνηση της κούνιας.

- Μου έχει σπάσει τα νεύρα το αφεντικό μου αυτές τις μέρες!! - Και προφανώς προσπαθείς να ηρεμήσεις με τσιγάρα! Βρομοκοπάς ολόκληρος!! Φαντάζομαι η κούνια θα 'χει πάει σύννεφο!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το ξε- και το τσαγούλι, δηλαδή το σαγόνι.

Χασμουριέμαι έντονα και για αρκετό χρονικό διάστημα.

Από κεντρική Ελλάδα.

Πρέπει κάποιος να με μάτιασε... Από το πρωί χασμουριέμαι... Ξετσαγλιάστηκα κανονικά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι για τον πούτσο καβάλα.

Χρησιμοποιείται για άτομα αρσενικού γένους με απεριόριστη βλακεία και που προχωρούν με το πουλί στο χέρι, όπως και για άτομα θηλυκού γένους τα οποία δεν βλέπονται (κοινώς μπάζα) ή που αδυνατούν στο να κρατήσουν το στόμα τους κλειστό (για οποιοδήποτε λόγο).

- Πωω, ρε, τι κατίνα αυτή η καινούρια. Ακόμα δεν ήρθε και τους έκανε όλους άνω κάτω...
- Άσε, είναι για τον πι κάπα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified