Το λέμε όταν κάτι είναι τέλειο, γαμάει, είναι τρομερό. Δηλώνει γενικότερα ενθουσιασμό για κάτι που μας αρέσει. Ακριβώς το ίδιο ισχύει και για την λέξη κεντάει αλλά αυτή χρησιμοποιείται λιγότερο συχνά.

- Σ' άρεσε το τραγούδι;
- Μαλάκα πλάκα με κάνεις, το κομμάτι σπέρνει!

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτός που δε καταλαβαίνει, δεν αισθάνεται πως να συμπεριφερθεί σε διάφορες καταστάσεις. Ο αναίσθητος, ο χαζός.

- Τι έγινε και είσαι τσατισμένος πάλι;
- Τι να γίνει ρε Γιάννη; Μαλακίζεται ο συγκάτοικος... Με βλέπει χθες βράδυ με την γκόμενα σπίτι και αντί να πάρει δρόμο για δυο ώριτσες, φώναξε κάτι φίλους του σπίτι να πιούνε και μας κάνανε χαλάστρα...
- Έλα ρε! Άνιωθος εντελώς ε!;

Βλ. και νιώθω, ανιωθίλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κομψός, ο καλοντυμένος, ο τσίλικος.

Στυλάτο σε βλεπω σήμερα μαλάκα, για γκόμενες πας; Πολύ σένιος!

Σύγκρινε με φρεσκαδούρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αραλίκι, το χουζούρι, η τεμπελιά.

Λέξη τουρκικής προελεύσεως (rahat), που με τη σειρά της είναι δανεισμένη απο τα αραβικά.

- Πως περάσατε Θεσσαλονίκη;
- Χαλαρά ρε, φραπεδιά, ραχάτι και γκομενίτσες όχι πολλά πολλά!

Got a better definition? Add it!

Published

Χρησιμοποιείται ειρωνικά για να μειώσουμε ασήμαντα πρόσωπα και καταστάσεις ή για να περιγράψουμε καταστάσεις που δεν έχουν καμία πιθανότητα να συμβούν. Πολλές φορές επίσης χρησιμοποιείται σαν συνώνυμο του γνωστού στ' αρχίδια σου.

Νοηματικά συνδέεται με το Ναι καλά και το Τι σε νοιάζει (πάντα σε ειρωνικό τόνο).

Γνωστή παράφραση:
Ξύσ' τ' αρχίδια σου με τον γκασμά.

  1. - Μαλάκα ο Τάσος θα ξηγηθεί καλή φάση εκδρομούλα το σαββατοκύριακο!
    - Ποιος ρε, αυτός ο ψεύτης; Ξύσ' τ'αρχίδια σου με τον μαλάκα, τι ασχολείσαι!

  2. - Η γκόμενα δεν πήρε τηλέφωνο και έχω ανησυχήσει ρε γαμώτο...
    - Ποιος την γαμεί ρε βλάκα, ξύσ' τ'αρχίδια σου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ποτέ δυνατόν; Γίνεται κάτι τέτοιο;

Χρησιμοποιείται για να περιγράψει την αδυναμία κάποιου να κάνει κάτι ή γενικότερα πράγματα που δεν είναι δυνατόν να συμβούν.

- Αν μας πιάσει ο Μήτσος την γαμήσαμε μαλάκα, θα φάμε πολύ ξύλο!
- Ποιος ρε, αυτό το λιμό; Κλάνει ο πεθαμένος;

Μετά το 0.40 (από Khan, 29/04/11)

Βλέπε και χέζουν οι αρκούδες στο δάσος;.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μάγκικη συντόμευση του για στάσου ρε.

Συναντάται σε παλιές ελληνικές ταινίες αλλά και σήμερα είναι ευρέως διαδεδομένο. Λέγεται συνήθως όταν κάποιος από μια παρέα πάει να φύγει κάπως απρόσμενα.

- Λοιπόν παίδες εγώ τηγκανά έχω δουλίτσα!
- Εεεε.. για στα ρε! Πού πας έτσι στα καλά καθούμενα;

Got a better definition? Add it!

Published

Κυριολεκτικά, τραμπάκουλο: το ογκώδες και αργό ιστιοφόρο.

Μεταφορικά αν πούμε παθαίνω τραμπάκουλο θα πει ότι ταράζομαι, τρώω πακέτο, παθαίνω ζημιά.

Λέξη ιταλικής προελεύσεως από το trabaccolo

- Βγήκατε τελικά με εκείνα μουνιά χθες;
- Δε σε είπανε οι άλλοι τι έγινε ρε; Ήταν κάτι μοσχάρια και οι τρεις, η μία πιο άσχημη απο την άλλη! Πάθαμε μεγάλο τραμπάκουλο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με τίποτα, σε καμία περίπτωση.

- Θα έρθεις για κάμπινγκ το καλοκαίρι ρε μαλάκα;
- Μέσα στη λάσπη και τη βρώμα; Με την καμία όμως!

Got a better definition? Add it!

Published

Η βόλτα, το σεργιάνι, η περιπλάνηση.

Από το ιταλικό sollazzo.

Πιο συχνά συναντούμε το ρήμα σουλατσάρω. Επίσης χρησιμοποιείται συχνά και η λέξη σουλάτσα αντί του σουλάτσο.

- Πού 'σαι ρε Βάγγο;
- Βολτίσα με κάτι φιλαράκια και το βράδυ για ποτάκι!
- Α ρε αλάνι, όλο στη σουλάτσα είσαι!

Got a better definition? Add it!

Published