Αυτός που μπορεί να χαρακτηριστεί ως απολύτως ειδικός για μια συγκεκριμένη ενέργεια.
Η μουσούδα του μυρμηγκοφάγου είναι ξεματοχινή να μπαίνει στη λιγκονότρυπα και να τσακώνει τα λιγκόνια.
Αυτός που μπορεί να χαρακτηριστεί ως απολύτως ειδικός για μια συγκεκριμένη ενέργεια.
Η μουσούδα του μυρμηγκοφάγου είναι ξεματοχινή να μπαίνει στη λιγκονότρυπα και να τσακώνει τα λιγκόνια.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η πούτσα του γέρου, η μαλαπέρδα.
Έπιασε με δυσκολία την πεσωμένη του και κατούρησε με κόπο τα παπούτσια του.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το πιτσίλισμα με τρόπο ξαφνικό.
Κατούρησε στο χώμα και μπρουτσάφλησε τα μπγενάρια του.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Επιφώνημα έκπληξης.
Λέει κάποιος:
- Η κόρη του Πάνου, παρότι η μουσούδα της είναι σα καλαπόδι, ηύρε γκόμενο.
και απαντά ο άλλος που ξέρει την εν λόγω σκουτρινέλα:
- Αμεδά!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Είδος άσχημης σαύρας.
Είναι η μούρη της σα σκουτρινέλα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Εκτελώ την ερωτική πράξη.
Σε έκοψα από αβγόκομα;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Λαμβάνω γονυκλινή θέση με τα οπίσθια τουρλωμένα προς τα πάνω.
Εκείνη, έτοιμη και ξαναμμένη, ορτοκωλιάστηκε και τον περίμενε.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η γριά που οδεύει για τα... αποδυτήρια (έσχατος + γρια).
Η σκατόγρια, όλους θα μας θάψει.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
αφάνος: Ζάλη μαζί με έξαψη.
καπρινιόζος: Κακομούτσουνο ψάρι. Χρησιμοποιείται μεταφορικά για να περιγράψει άσχημη γκόμενα.
κότολο: Γυναικείο μακρύ και φαρδύ φόρεμα εργασίας.
παλιοπροβάτινα: Η περασμένης ηλικίας γυναίκα. Ο τόνος μεταφέρεται στην προπαραλήγουσα.
πατσαλικοπόδαρο: Το εν χρω κούρεμα ή ξύρισμα κεφαλιού, αιδοίου κτλ.
ποκάρι: Πλούσιο μαλλί.
σούτος: Ο μη κερασφόρος, αυτός που δεν έχει κέρατα.
τσαγκώνει: Πιάνει στο λαιμό κάτι σαν κάψιμο.
τσούλα: Η προβατίνα με πολύ μικρά αυτιά.
φεστίδιο: Σύντομο λιποθυμικό επεισόδιο.
- Ανοίξτε μωρέ καμιά πόρτα και μούρτε αφάνος απ' τη ζέστη.
- Είναι όπως τον καπρινιόζο!
- Σήκωσε με διακριτικότητα το κότολό της και κατούρησε λάθρα.
- Τι τηνε θέλεις την παλιοπροβάτινα; Αυτήνη δε βράζει ούτε σε 2 μέρες!
- Το κεφάλι του έγινε σα πατσαλικοπόδαρο!
- Εκειές οι προβατίνες είχανε απάνου τσου ποκάρι και ατόνισα να τσι κωλοκουρίσω!
- Σούτος τράγος.
- Αυτό το λάδι είναι τσαγκό.
- Εχάλευα εκείνη την τσούλα μες το λόγκο ούλη μέρα
- Μούρτε φεστίδιο μόλις τα' κουσα!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Με νευρίασες.
Άσε με και μου σήκωσες αίρεση!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified