Αυτός που πάει πολύ γρήγορα, ατάκα μεταξύ των νέων.

Και που λες .. Είχα φροντιστήριο έξι ώρα και είχε πάει έξι και τέταρτο... έφυγα σπινταριστός.

βλ. και σπίντα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ατάκα αυτή ακούγεται συχνά μεταξύ των νέων, θέλει να πει ότι το έλαβα το μήνυμα, το κατάλαβα.

— Φιλαράκο, ξέχασέ το, αποκλείεται να πας στο πάρτι και να γυρίσεις μία τη νύχτα...
— Εντάξει ρε φάδερ... Πήρα φαξ.

Ακόμη: παίρνω γραμμή, παίρνω πρέφα, παίρνω χαμπάρι. Βλέπε και: διαβάζω, τη σακουλεύομαι, σκαμπάζω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κρητική λέξη.

Η γλωσσού, η αδιάντροπη.

Ναι, είναι ντιρμπάζα.

(από guess, 24/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χαζοχαρούμενος άνθρωπος υπέρ του δεόντως. Ο ασουλούπωτος. Μιλάει συνεχώς και ρωτάει για ομάδες ποδοσφαίρου, ως επι το πλείστον, γελώντας σαν ηλίθιος. Φοράει παπούτσια του Γκούφη (πλατυποδας) λεγόμενα γκλαούνια.

Ίντα 'ναι μωρέ αυτα τα γκλαούνια που φορείς; Άιντε γκλαούνα, πρρρρ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνηθισμένη έκφραση από αρχαιοτάτων. Λέγεται είτε από ανοησία αυτού που το προφέρει, είτε γιατί προσβλήθηκε από κάτι που είπε ο φιλοξενούμενος του, ή εν γένει απευθύνεται στο άτομο που βρίσκεται στην παρέα και έχει εμπάθεια προς αυτό.

Σάκης: Λοιπόν φιλαράκια, τα λέμε αύριο.
Λάκης: Κάτσε μέχρι να φύγεις.
Σακης: Αχαχαχαχα... καλά τα λέμε, θα σε δω στο πλοίο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο παινεψάρης άνθρωπος, που θέλει να προβάλει τον εαυτό του, και τα έχει του. Συνήθως συναντάται σε αγροτικές περιοχές. Ακόμα και τα πουλερικά του γεννάνε δίκροκα.

Σε κάτι πάντα θα είναι μπροστά από τους άλλους, ο καλυτερότερος, επιπλέον δεν κάνει ποτέ λάθη. Προφανώς συμπεριφέρεται έτσι ίσως από κάποιο σύμπλεγμα κατωτερότητας. Παρ'ολα αυτά είναι φιλότιμος και ίσως αφελής.

Ε' για δες, εδώ όλα τα έχουμε, και δίκροκα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι έκφραση διαδεδομένη στους μικρούς μας φίλους, παιδιά του δημοτικού και συνεχίζεται και στο γυμνάσιο. Έχει καθιερωθεί αυτή η έκφραση προφανώς απ' το ότι τα παιδιά πιάνουν (ακουμπάνε) τα αυτιά τους και γελάνε όταν δέχονται κοροϊδευτικά σχόλια, ή εν γένει όταν νοιώθουν άβολα ή αμήχανα.

- Δεν έπρεπε να του την πεις έτσι του Γιαννάκη, ήσουν αγενέστατος και κακότροπος...
- Ναι και αυτός κούναγε αυτάκια να χαρεί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τύπος που μαλλιοτραβιέται χάριν γούστου. Λίγο σκέρτσο, κούνημα, νάζι, και μόλις μάθει κάποιο άσχημο νέο, πχ ότι η Φωφώ χώρισε με τη Σάσα, πιάνει το μαλλάκι του με τα δυο χεράκια και τραβά, λέγοντας ''το πιο ταιριαστό ζευγάριιιι, όχι δεν είναι δυνατόν (βλέπε ελληνικές ταινίες με ηθοποιούς σε τέτοιους ρόλους).

Κοίτα ρε, αυτός δεν είναι ο μαλιατράβας μες στο μαγαζί;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι νέα, χιουμοριστική έκφραση του «κάτσε κάτω ρε» - sit down. Παλαιότερα είχε την χρήση του ''ψυχολογικού πεσίματος''.

- Νταουνιάσου, κάτσε κάτω ρε μαν, τι παριστάνεις το άγαλμα..
- Ρε μαλθάκες, δε πα να μπιμπιθήτε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βάζω στο νου μου, σκέφτομαι.

Κρητική διάλεκτος.

Λογιάζω με το νου μου, σκέφτομαι: εδώ δεν έχουμε λύσει τα πιο απλά καθημερινά μας προβλήματα, όπως της απλής επικοινωνίας και κατανόησης μεταξύ των ανθρώπων, έχουμε γίνει Βαβέλ και όλοι το παίζουμε δήθεν και κάποιοι, για να επιβληθούμε στον διπλανό μας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified