Μας προέκυψε από το γαλλικό vampire αλλά η ετυμολογία του δεν είναι ξεκάθαρη (κάποιοι το φτάνουν στο Τατάρικο ubyr: «μαγεύω» κι άλλοι στο Σλάβικο pij: «πίνω» που μπορεί να έχει κι ελληνική προέλευση ή και από πρωτο-ινδο-ευρωπαϊκή ρίζα που σημαίνει «πετώ».)

Ενώ η ίδια η λέξη χρησιμοποιείται σαν συνώνυμο των βρικόλακας και αιμ(ατ)ορουφήχτρα σαν πιο εύπλαστη αποτελεί τη μήτρα των: βαμπ, βαμπίρι, βάμπιρος, βάμπιρας, βαμπιρέλ(λ)α, βαμπιρέλος, βαμπιρίζω, βαμπιράκι, βαμπιρίνα, βαμπιρικός, βαμπιρισμός, βαμπιροφονιάς, βαμπιρολογία κι ενός σωρού άλλων σύνθετων.

Κυριολεκτικά σημαίνει:

  • Ένα Νοτιο-αμερικάνικο είδος αιμοβόρου νυχτερίδας,
  • το μυθολογικό εκείνο νυχτόβιο ον (νεκροζώντανος ή απέθαντος άνθρωπος ή υπερφυσική οντότητα) που απομυζεί την élan vital των θυμάτων του (κυρίως απομυζώντας το αίμα τους αλλά όχι μόνο). Κάτωχρο, με ανεπτυγμένους πλην αποκρυπτόμενους κυνόδοντες, με υπερφυσικές ικανότητες, αισθήσεις και δυνάμεις, αλλά και ιδιάζουσες υπερευαισθησίες, στη σημερινή του μορφή (εντόνως σεξουαλικό), αποτελεί απόγονο της λαϊκής κουλτούρας των Βαλκανικών λαών αν και συναντάται στις λαϊκές δοξασίες παγκοσμίως αποτελώντας έμπνευση για κάθε είδους έργο τέχνης.

Όσο για τα χαρακτηριστικότερα παράγωγα:

Η βαμπ είναι όρος που προέρχεται από τους κριτικούς κινηματογράφου και τα κινηματογραφόφιλα σινάφια (σύντμηση του αγγλοαμερικανικού vampiress: θηλυκό βαμπίρ).

Περιγράφει μια έκδοση της femme fatale σαν μια αισθησιακή πλην σκληρή, πλανεύτρα γόησσα που καταστρέφει χωρίς ενδοιασμούς (κυρίως οικονομικά και ηθικά) με την ακαταμάχητη σεξουαλική σαγήνη της τους άντρες που πέφτουν στα νύχια της.

Στη σημερινή εποχή της απομυθοποίησης και της αποθέωσης του ξέκωλου, χρησιμοποιείται και σαν ενδυματολογικός όρος που αφορά στην εμφάνιση κάποιων που πολύ θα ήθελαν να είναι, αλλά απέχουν κάτι έτη φωτός ακόμη κι απ’ τα δαχτυλιδάκια καπνού της Gilda.

Για όσες «τους τρώνε όλα τα δαχτυλίδια και τους έχουν να κοιμούνται στα σανίδια» υπάρχει το «βαμπίρ» σκέτο χωρίς την άλω της βαμπ.

Το βαμπιρέλα προέρχεται το ομότιτλο κόμικ όπου ηρωίδα ήταν μια σέξι βρικολακίνα. Σήμερα μαζί με το βαμπιρέλος χρησιμοποιούνται σαν δηλωτικά του φύλλου ενός βαμπίρ συνήθως με μια σατυρική, υποτιμητική κι απαξιωτική χροιά για τους ήρωες σχετικών ταινιών.

Παρεμπιπτόντως: αν και η σεξουαλικότητα των βαμπίρ ξεχειλίζει, δε σημαίνει πως είναι και σαφώς καθορισμένου είδους στυλάκι «αίμα να ‘ναι κι απ’ όπου να ‘ναι» κατά το «τρύπα να ‘ναι κι όπου να ‘ναι».

Το βαμπιρίζω σημαίνει (i) ξαγρυπνώ / βρικολακιάζω αλλά χρησιμοποιείται πολύ λιγότερο, (ii) συμπεριφέρομαι / ντύνομαι / βάφομαι σαν βαμπίρ και αφορά συνήθως τους νεαρούς λάτρεις της σχετικής παραφιλολογίας που απολαμβάνουν και μέσω κινηματογράφου και τηλεόρασης, (iii) (σαν μεταβατικό) σημαίνει την δράση του βαμπίρ σε κάποιο... θύμα τόσο κυριολεκτικά(!) όσο και μεταφορικά σαν εκμεταλλεύομαι / απομυζώ / ρουφάω.

Μεταφορικά όπως και το «βρικόλακας» σημαίνει αυτόν:

  • που ξαγρυπνά (μπορεί και συστηματικά αλλά όχι απαραίτητα υποφέροντας από αϋπνία),
  • που νυχτοπερπατά περιφερόμενος άσκοπα,
  • που δουλεύει βράδυ ή νυχτερινή βάρδια, που χτυπά σερί γερμανικά,
  • που εκβιάζει ή εκμεταλλεύεται κάποιον άλλον.

Πιο σλαγκικά:

  • (σε σινάφια «μετα / παρα -φυσικά» / εσωτεριστικά) «βαμπίρ» / «βαμπίρια» (αυτοαπο)καλούνται οι οπαδοί διαφόρων δοξασιών που έχουν να κάνουν με έναν τρόπο ζωής (από αντίληψη των πραγμάτων μέχρι εμφάνισης και κουλτούρας) σχετικό με τη βαμπιρολογία και το βαμπιρισμό,
  • (από τους αιμοδότες) οι αιμολήπτες νοσοκόμοι (βλ τον ορισμό του GATZMAN εδώ),
  • τους δημοσιογράφους και τα τηλεοπτικά κανάλια που τρέχουν όπου αίμα για να πουλήσουν θέαμα και πόνο χειραγωγώντας με τρομοκρατία ή μελόδραμα το κοινό.
  • αυτόν που παραμένει σε μια θέση / πόστο (συνήθως εξουσίας οποιουδήποτε είδους) παρά το περασμένο της ηλικίας του και για πάρα πολλά χρόνια, εμποδίζοντας τους νεώτερους και τους νεωτεριστές προς όφελος (συνήθως οικονομικό και νομής εξουσίας) ενός οπισθοδρομικού κατεστημένου – προσωπικής αυλής. Πολύ κοντά στο δεινόσαυρος. Ειδικότερα: «βαμπίρ / βρικόλακας της πολιτικής» αποκαλείται ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης (βλ μήδι εδώ κι εδώ). [Πρωτοδημοσιεύτηκε σε άρθρο του Δελαστίκ στο «Πολιτικό Καφενείο» στις 06/11/2008] Κι επειδή αμαρτίες γονέων παιδεύουσει τέκνα, η Ντόρα αποκαλείται «βαμπιρέλα»,
  • οι τοκογλύφοι (ανέκαθεν και σε πολλές γλώσσες), οπότε σαν εξέλιξη σήμερα: οι παντός είδους εκπρόσωποι του οικονομικού κατεστημένου δηλαδή αφεντικά και πλουτοκράτες, οι τράπεζες και λοιποί κερδοσκόποι, οι διεθνείς οικονομικοί οργανισμοί (ΔΝΤ, ΕΚΤ, κ.ά.), οι πολυεθνικές εταιρίες (π.χ. πετρελαϊκές), οι εκπρόσωποί τους (τροϊκανοί, κυβερνήσεις και καθεστώτα όχι απαραίτητα εμφανώς δικτατορικά), οι αντιπρόσωποι και τα εκτελεστικά τους όργανα (εφορείες, κλπ) κι όσοι εμμέσως στηρίζουν το όλο οικοδόμημα (ΜΜΕ, μπλογξ κ.ά).

(Μια σημείωση: Ο Ανδρουλάκης στο βιβλίο του «Gap: Βαμπίρ και κανίβαλοι» (2004) χαρακτηρίζει έτσι τη γενιά των baby boomers. Καθ’ ημάς πρόκειται για τη γενιά του Πολυτεχνείου. Ότι χρησιμοποιείται είναι γεγονός, αλλά διατηρώ επιφυλάξεις ως προς το ευρύ της χρήσης και κατανόησής του όπως και της μελλοντικής πορείας του σαν σλαγκ καθ’ αυτού. Για να μην παρεξηγηθώ ως προς το σλαγκικό: Για μένα είναι φανερό πως υπάρχει σημαντική διαφορά μεταξύ του «βαμπίρ»: τοκογλύφος (σχεδόν δόκιμο) και του «βαμπίρ»: διαπλεκόμενος (αν μη τι άλλο) μπλογκίστας. Εξάλλου πρώτος ο François Quesnay (1694 –1774) παραλλήλισε την κυκλοφορία του χρήματος με αυτήν του αίματος, ενώ σήμερα αναλύεται οικονομολογικά ο βαμπιριστικός / παρασιτικός χαρακτήρας του καπιταλισμού και η Goldman Sachs αποκαλείται «βαμπίρ των αγορών» σχεδόν απ’ όλους. Προφανώς, η αργκό έχασε έναν όρο της που τον κέρδισε η υπόλοιπη γλώσσα ενώ παράλληλα απλώνεται σε άλλα παρεμφερή πεδία - εξού κι ο πλούτος του λήμματος).

  • κράτη που αιματοκυλούν λαούς ολόκληρους (π.χ. Ισραήλ)
  • (σε σινάφια ασθενοφόρων, τροχαίας, αστυνομίας) τα άτομα εκείνα που ελκύονται από το μακάβριο και υπνωτισμένα παρατηρούν (ή και σχολιάζουν) με αρρωστημένη λαγνεία τραυματίες ή και πτώματα σε τόπους ατυχημάτων (π.χ. κάποιοι απ’ όσους μαζεύονται γύρω από τρακαρισμένα αυτοκίνητα ντεμέκ μήπως μπορέσουν να βοηθήσουν ή κάποιοι απ’ τους επισκέπτες της εξαιρετικής μεν απρόσμενα υπερπετυχημένης δε έκθεσης ανατομίας «Bodies»).

Να τονίσω πως σε πλείστες περιπτώσεις θα μπορούσε να χρησιμοποιείται χαλαρά το βρικόλακας ή και τα δράκος και λάμια αλλά νομίζω πως είναι προφανές πως υπάρχει αγγλοαμερικανική επιρροή στο όλο φαινόμενο.

  1. «…Πραγματικά πιστεύεις ότι μπορείς να καταργήσεις το θάνατο, με την συμμετοχή σου σε κάποιο δαιμονικό σχεδιασμό; Ίσως να σε ‘καναν να πιστεύεις ότι μπορείς να το αποφύγεις. Απ' ότι ξέρω στα βαμπίρια έτσι λένε. Αλλά πες μου γνώρισες κάποιον να ξέφυγε; Ακόμη κι εμείς που ελπίζουμε στην αιώνια ζωή, γνωρίζουμε ότι θα πεθάνουμε και προσδοκούμε ανάσταση νεκρών…»

  2. «..Εάν ασχολείται με τον εσωτερισμό, τη μεταφυσική κ.α. είναι σε θέση να ξεχωρίσει τους αόρατους συντρόφους - οδηγούς από τα ενεργειακά βαμπίρ, παντός τύπου. Ο άνθρωπος που δεν έχει αντιστάσεις, δεν είσαι σε θέση να το κάνει αυτό, με αποτέλεσμα να αφήνει να εισχωρούν στη ζωή του οντότητες οι οποίες λειτουργούν αρνητικά απέναντί του, τον καθοδηγούν και τον βαμπιρίζουν. Είναι η κλασική περίπτωση των ψυχασθενών, που τους ακούμε να ομιλούν μόνοι και να δρουν μη φυσιολογικά...»

  3. «Λίγο, τους λέω, γιατί σας ξέρω καλά εσάς του αιματολογικού, στην πραγματικότητα είστε βαμπίρια, και μετά τις εξετάσεις κάθεστε και τα πίνετε! Γέλασαν πολύ τα βαμπίρια. Αλλά δεν με λυπήθηκαν. Μου το πήραν το αιματάκι μου (…) Ευχαριστώ και (…). τα παιδιά στο βαμπιρολογικό, τους ακτινολόγους και όλους τους εργαζόμενους που παρά τον πολύ κόσμο και τις καθυστερήσεις, (…) μας έκαναν να αισθανθούμε άνετα….» (αιμοληψία στο ΑΧΕΠΑ)

  4. «…τα κανάλια που χρόνια παρακαλάμε να δείξουν κανένα αγώνα τώρα θυμήθηκαν τους αγώνες μόνο και μόνο για να αποδείξουν πάλι τι βαμπίρ είναι...»
    (αναφέρεται σε ατύχημα με νεκρό ανήλικο, σε πίστα αγώνων)

  5. «…Εάν γινόταν μία εθελουσία έξοδος τώρα, ας πούμε με καλούς όρους, όσοι θα φεύγανε θα ήταν οι απογοητευμένοι (εμού συμπεριλαμβανομένου) και οι καλοί. Τα βαμπίρια θα μένανε εκεί ακίνητα ή αν φεύγανε θα δημιουργούσανε συνθήκες απολύτου ελέγχου...» (αναφέρεται στην ηλικία συνταξιοδότησης μελών ΔΕΠ)

  6. «…Επίσης, επειδή όλοι οι εμπλεκόμενοι έχουν πεθάνει, αυτό το βαμπίρ προσπαθεί να αλλάξει και την ιστορία της Αποστασίας του 1965...»

  7. -«Ν. μην το παρακάνεις με τους χαρακτηρισμούς· στο φινάλε η Ντόρα ήταν αξιοπρεπέστατη χτες στην ήττα της. Μακάρι να ήταν όλοι έτσι και να μην έψαχναν δικαιολογίες στις ορδές των νεφελίμ.
    -Φίλε Ν., με φειδώ τα κοπλιμάν στη βαμπιρέλα. Η ανωτερότητα και το σπόρτινγκ σπίριτ ενέκυψαν αίφνης ψες…» (Σχολιάζουν της στάση της Μπακογιάννη μετά τα λυπηρά γι’ αυτήν αποτελέσματα των εσωκομματικών εκλογών)

  8. «Α!, τώρα τα βαμπίρια της μπλογκόσφαιρας θα σκούξουν ότι κι ο Ασάνζ είναι… δεξιός. Κακή χρονιά γεμάτη θανατικό, καρκίνο κι άπειρες μεταστάσεις εύχομαι στους banksters, στον ΓΑΠ, στη συμμορία του, στο ΔΝΤ και σ’ όλα ανεξαιρέτως τα λαμόγια….» (Αναφέρεται στην εκδικητικά βιτριολική τρίλια του Julian Assange για την Bank of America, ξεσκεπάζοντας ειρωνευόμενος όσους θεωρεί πως εξυπηρετούνται απ’ τα βαμπίρια της μπλογκόσφαιρας).

  9. «Ο Αρχιεπίσκοπος Οργανισμού Λαμπράκη και Τέως Ελλάδος εξακολουθεί ανερυθρίαστα να προκαλεί. Την μια συγχρωτίζεται με τα βαμπίρ του τόπου σε ανθρωπιστικά galla σε ναούς και νοσοκομεία (oh, how sweeet...) ή εμφανίζεται εκτάκτως σε δηλώσεις συμπαράστασης σε έναν εφοπλιστή που απήχθη, και ….»

  10. «Είναι προφανές ότι αυτή τη γενιά τη προορίζουν για σουβλατζίδικα και McJobs. Έχουν πέσει τα βαμπίρια στα λεφτά και δε μένει τίποτα για υποδομές προς τη νέα γενιά….»

  11. «Η βουλή προσκυνά τα «βαμπίρ» της τρόικας... Στρος-Καν και Όλι Ρεν θα μιλήσουν με όλες τις τιμές για να πείσουν ότι η «κατοχή» που μας επέβαλαν θα μας σώσει.»
    (Τίτλος κι υπότιτλος πρώτης σελίδας εφημερίδας)

  12. «Ο Νεοφιλελευθερισμός και η Σχολή του Σικάγο ηθικοί αυτουργοί αυτής της τρέλας, πέθαναν στις 15-09-2008 με την κατάρρευση στην Αμερική της Lehman Brothers. Στην Ευρώπη και στην Αμερική όμως, τριγυρνάνε ακόμα βαμπίρ και απειλούν να βάλουν ταφόπλακα στα Εθνικά μας Κράτη…»

  13. «…Στην ίδια γραμμή ο καραγκιόζης του ΙΟΒΕ με τις μελέτες του κώλου περί “ανοίγματος επαγγελμάτων και αύξησης του ΑΕΠ”, αλλά και η βαμπιρίνα Ξαφά [πρώην στέλεχος του ΔΝΤ] (την οποία σημειωτέον ξεφτίλισε κανονικότατα και με το γάντι χθες ο Βαρουφάκης στο Σκάι)»

  14. «…Μας νοιάζουν όλοι αυτοί που δεν αντέχουν άλλο να τους πίνει το αίμα η γενιά των γονιών μας, η γενιά των σημερινών εξηντάρηδων πάνω κάτω, που βαμπιρίζουν γαντζωμένοι στην καρέκλα ενώ ξέρουν πως ο χρόνος τους τελείωσε. Baby boomers ή θρυλική Γενιά του Πολυτεχνείου, δεν υπολόγισαν συλλογικά τις επόμενες γενιές. Έκαναν την Παιδεία μας κενό γράμμα. Άδειασαν τους κουμπαράδες των Ταμείων. Σπατάλησαν, μόλυναν, και τώρα έχουν και το θράσος να μιλούν για απείθαρχους, ατίθασους νέους ή κουκουλοφόρους…»

  15. «…Τα βαμπίρ [εννοεί τους Ισραηλινούς] ετοιμάζονται να ανοίξουν το φρέαρ της αβύσσου. Το θέμα είναι να μην εμπλέξει το Έθνος μας ο λούστρος των ραβίνων σ’ αυτή την τελετή…» (αναφέρεται στον δήθεν επαπειλούμενο πόλεμο στη Μ. Ανατολή)

(Όλα από το δίχτυ)

  1. Ακούς; Δώσε σήμα στους πυροσβέστες και το ΕΚΑΒ. Να ξέρουν: Δυο στο τιρ τρεις στο πεζώ. Ο ένας οδηγός τη βγάζει δε τη βγάζει. Στείλε κάνα δυο ακόμη για την κυκλοφορία. Ναι, άρχισαν μαζεύονται και τα βαμπίρια. Γαμώ το φελέκι μου, άρχισαν τις φωτογραφίες!! Όβερ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Και είδος πυροσβεστικού ελικοπτέρου που φέρει κουβαδοειδή δεξαμενή νερού.

Βλ. μήδια και εδώ

(από sstteffannoss, 23/01/11)(από sstteffannoss, 23/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Για να διασωθεί και μόνο.

Κατά το γλωσσάρι του Πέτρου Πικρού, τάφος στα ρεμπέτικα τραγούδια είναι το χρηματοκιβώτιο. Συνηγορεί κι ο Ηλίας Πετρόπουλος.

Δεν γνωρίζω αν ο σημερινός υπόκοσμος χρησιμοποιεί τον όρο. Σίγουρα, δεν το συνηθίζει το τραπεζικό σινάφι. Όμως για όσους κάνουν μεγάλες καταθέσεις λέγεται κάργα το «τα θάβουν».

Επίσης, το χρήμα σε μορφή τραπεζικής κατάθεσης θεωρείται «νεκρό χρήμα», σε αντίθεση με το «ζωντανό», το ρευστό, αυτό που «γυρίζει» / «κυκλοφορεί».

Σχετικό: κασαδόρος: ο ...τυμβωρύχος.

Κέρδισε το όσκαρ και το πέταξε σε έναν τάφο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά σημαίνει σταθμεύω οποιουδήποτε είδους όχημα (κυρίως τροχοφόρα) σε κατάλληλο (εδώ γελάμε) μέρος.

Ετυμολογικά, προέρχεται από το πρωτο-γερμανικό parrikaz, parrukaz: περίκλειστη έκταση, απ’ όπου προήρθε το φράγκικο parric: μάντρα κι απ’ αυτό το λατινικό parcus, parricus κι απ’ αυτό το γαλλικό parc: μάντρα / στάνη / περίβολος / πάρκο, εξού και το parquer και το ιταλικό parcare.

Επιπλέον χρησιμοποιείται:

1. Συχνότατα σε ρητορικές ερωτήσεις (κι όχι μόνο) όταν αναφερόμαστε σε αντικείμενα κυρίως ογκώδη αλλά γενικότερα δύσχρηστα, βαριά, που δημιουργούν πρόβλημα επειδή δεν χωράνε με την έννοια ακουμπώ / τοποθετώ / βάζω.

2. Με την έννοια του «βγάζω από την κυκλοφορία» / απενεργοποιώ / αποσύρω / «βάζω παράμερα» κάποιον (ή κάτι) επειδή είναι κατώτερος των περιστάσεων / άχρηστος / ελαττωματικός (ο τόπος που τον παρκάρουμε δείχνει τις διαθέσεις μας όσο και τους λόγους μας) μπορεί και για καβάντζα. Μερικές φορές παίρνει χροιά γείωσης σημαίνοντας (επιπλέον) «τον έβαλα στη θέση του».

3. Σαν προτρεπτική προστακτική: «Παρκάρισε» σημαίνει κάτσε / βολέψου / άραξε / άραξε την πέτσα σου / χύσου. Υπονοείται ταυτόχρονα (από το σβήσιμο της μηχανής): χαλάρωσε / κουλάρισε.

4. Όταν αναφερόμαστε σε πρόσωπα:

  • παρατάω / εμπιστεύομαι σε κάποιον άλλον (ακριβώς όπως περιγράφει ο υπερσένιος έτερος ορισμός της ironick).
  • με την έννοια του χειραγωγώ/φέρνω κάποιον εκεί που θέλω (όπως όταν δίνω οδηγίες στον οδηγό για να παρκάρει). Το κάνουν αυταρχικά σε άβουλα άτομα ή μεγαλύτεροι σε μικρότερους ηλικιακά ή φορείς μιας κάποιας εξουσίας σε εξουσιαζόμενους πολλές φορές σε σημείο να τους σπαν τ’ αρχίδια.
  1. «…Μωρέ καλός είναι, αλλά άντε και τον αγόρασες, πού τον παρκάρεις; Άσε, καλύτερα με τον πέντιουμ σου λέω...! Εκτός και αν του βάλεις ένα σεμεδάκι και βάλεις την τηλεόραση πάνω, τότε το συζητάμε, μπορεί και να αξίζει...»
    (αναφέρεται στη προσφορά ενός IBM – τέρατος των 15000 ευρώ)

  2. «…Όταν ανέλαβε ο Γκέρσον κουβάλησε στον Πειραιά το δικό του επιτελείο και ο Χατζηχρήστος μάζεψε τα μπογαλάκια του και επέστρεψε στον Πανιώνιο. Προϊόντος του χρόνου, αποδείχθηκε το μέγεθος του λάθους: ο Κοβάλσκι δεν τραβάει ιδιαίτερο ζόρι, ο Σχορτσιανίτης τα φόρτωσε στον κόκορα, ο Γκέρσον μουλάρωσε και τον... παρκάρισε στον πάγκο και στην εξέδρα…»
    (απ’ το δίχτυ και τα δυο)

  3. -‘Σπέρα!
    -Καλώς τ’ αρχίδια μας. Τα μπιρόνια;
    -Εεεδώ!!
    -Παγωμένα;
    -Πάντα!!
    -Τσάκω τα και παρκάρισε. Όπου να ‘ναι αρχίζει.

  4. «…Παρκάρει το παιδί του στην τηλεόραση και το κάνει χαζό.
    Όταν το παιδί γίνει χαζό βρίζει τους καθηγητές του σχολείου και κλαίγεται που το στέλνει φροντιστήριο (…).
    Παρκάρει τους γέροντες γονείς του στο γηροκομείο γιατί ο/η προκομμένος/η που διάλεξε για σύζυγο δεν τους θέλει στο σπίτι. Και αν τους θέλει στο σπίτι είναι επειδή έχουν καλή σύνταξη. (…) Παρκάρει τις σχέσεις του με το άλλο φύλο στο βόθρο. Ε, δε μου 'κατσε αυτός/η, θα πάω με τον άλλο/η…»
    (απ’ το δίχτυ)

  5. –Γειάαα!
    -Α! ήρθες; Βγάλε αμέσως τα παπούτσια!! Το μπουφάν στην κρεμάστρα! Θυμήθηκες να φέρεις ψωμί;
    -Νάτο.
    -Στην ψωμιέρα. Πλύνε τα χέρια σου πρώτα! Να φορέσεις την άσπρη φόρμα τώρα που θα ξεντυθείς καλά;
    -Καλά. -Και πήγαινε στο πίσω δωμάτιο γιατί έχουμε δουλειά εδώ. Και το πισί κλειστό.
    -Πάω.
    -Φίλησες τη γιαγιά;
    -Ματς….Σμπαμ!
    -Τώρα θα μου πεις τι καταλαβαίνεις που το παρκάρεις έτσι το παιδί;
    -Εσύ δουλειά σου.

  6. –Αχ!!!..Ααχχ!!!
    -Κούκλα μου;… λίγο πιο αριστερά…
    -Ε; …εντάξει;
    -Ναι! Ναι!
    -Μμ!!..Μμμμμ!!
    -Τώρα λίγο δεξιά... -( !;@!;;@ )…εντάξει;
    -Ω!! ναι!!
    -Α! αα!
    -Έλα λίγο πιο κάτω...
    -Να σου πω; Να με πηδήξεις θέλεις ή να με παρκάρεις;
    (προσαρμοσμένο από το δίχτυ -για το χαβά)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γνωστότατο πλαστικό σκεύος – φετίχ πολλών νοικοκυρών που έγινε αφορμή χαρωπών γυναικομαζώξεων.

Αποτέλεσε κι αποτελεί σωτήρια λύση απ’ την υποχρεωτική νηστεία έως τον εξ ασιτίας θάνατο, πλείστων όσων φοιτητών (κάθε φύλου) (ακόμη και του εξωτερικού) σε περιόδους σκληρής ανευρείας, δρώντας ουσιαστικά σαν ομφάλιος λώρος.

Ελληνιστί: «φαγητοδοχείο».

Ως γνωστόν, το να εμφανιστείς σε γκουρμέ εστιατόριο κουβαλώντας παραμάσχαλα το δικό σου σπιτικό φαγητό σε ταπεράκι, εκτός του ό,τι αποτελεί προσβολή για το μαγαζί, καταστρέφει την όποια φήμη σου, προκαλώντας δηκτική καζούρα.

Έτσι, στα στριπτιτζάδικα σινάφια, σαν απαξιωτικός χαρακτηρισμός: Η συνοδός στο μαγαζί κάποιου πελάτη, η οποία ουδεμία σχέση έχει με τον συγκεκριμένο χώρο / περιβάλλον και φυσικά την εν λόγω ...τέχνη.

– Πάμε “Cabaret”; Ήρθε καινούργιο αίμα.
- Μέσα!
- Μέσα!!
- Ωωωπ!! Στάκα!! Με τάπερ ή χωρίς;
- Μια φορά τέτοιες μαλακίες! Χωρίς!!!
- Νταξ. Το ‘πιασα. Τι να της πω γαμώτο;
- Πως πας ταξίδι.
- Πού; στο Όρος;
- Στη μάνα σου;
- Είσαι φίλος!!

Τάπερ (Από το όνομα της πρώτης κατασκευάστρειας εταιρείας Tupperware) (από sstteffannoss, 25/01/11)(από caution, 15/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το συμπαθές, μικροκαμωμένο πλην νοστιμότατο τρωκτικό, που αποτελεί ανέκαθεν στόχο κυνηγών, ήρωα πλήθους παραμυθιών, ανεκδότων, γνωμικών κι εκφράσεων, καθώς και κινέζικο ζώδιο που, παρεμπιπτόντως, θα κυβερνά για ένα χρόνο απ’ τον επόμενο Φλεβάρη.

Ετυμολογικά ίσως από το «λαγωός»: με χαλαρά αυτιά (λαγαρός + οὖς).

Γνωστότατα τα:

  • βγάζω/βρίσκω/πιάνω/χτυπώ λαγό: φέρνω καλύτερο από το αναμενόμενο αποτέλεσμα, έχω απρόσμενη σε μέγεθος επιτυχία, μου τυχαίνει σημαντική ευκαιρία, κάνω σημαντική ανακάλυψη.
  • βγάζω/τραβώ λαγό απ’ το καπέλο: παρόμοιο με το «βγάζω/πετάω άσσο απ’ το μανίκι» ή και κατά το «έκανε πάλι τα μαγικά του». Σημαίνει «ανατρέπω προς όφελός μου/σώζω μια κατάσταση» που φαινόταν χαμένη/τελειωμένη χρησιμοποιώντας κάποιο τέχνασμα ή κάποιο κρυφό ατού, εν είδει ταχυδακτυλουργού, τη στιγμή που κανείς δεν το περίμενε.

    Επίσης, τα σχετικά με τη περίφημη δειλία του λαγού:

  • γίνομαι λαγός: από το φόβο μου την κάνω / εξαφανίζομαι τρέχοντας (και έμμεση αναφορά στην ταχύτητα του λαγού),

  • λαγουδόκαρδος: για τον φοβητσιάρη,
  • κι ο έτερος ορισμός – μομφή για τους οπαδούς του τριφυλλιού από τους αιώνιους αντιπάλους τους.

    Επίσης τα σχετικά με το μέγεθος του λαγού:

  • το εξαίρετο λαγογαμίστρα: για μικρά οικήματα, γαμιστρώνες,

  • και το προφανέστατο πούτσα από λαγό.

    Ήδη στο σάη οι εκφράσεις:

  • τάζει λαγούς με πετραχείλια: για κάποιον που υπόσχεται πράγματα αδύνατο να πραγματοποιηθούν,

  • άρμεγε λαγούς και κούρευε χελώνες: για κάτι που ακούσαμε αλλά θεωρούμε αδύνατο να γίνει,
  • λαγός την φτέρη έσειε, κακό της κεφαλής του: για κάποιον που κινδυνεύει να υποστεί τις συνέπειες της απερισκεψίας του/που προκαλεί την τύχη του.

    Η δική μου συνεισφορά:

Από τ’ αθλητικά σινάφια και ειδικότερα αυτά των αγωνισμάτων δρόμου:

  • Έστω δυο δρομείς. Ο Α κι ο Β. Ο Α έχει τα κότσια να σπάσει το ρεκόρ, ο Β όχι. Ο Β δεν είναι πάντα ξεφτίλας· μπορεί να τερματίσει και σε μια αξιοπρεπή θέση, αλλά σίγουρα όχι πρώτος. Μπορεί όμως να πουσάρει τον Α να αγγίξει ή και να ξεπεράσει το όριο των δυνατοτήτων του, βοηθώντας τον (ηθελημένα ή και άθελα) να σπάσει το ρεκόρ ως εξής: κατά το πρώτο μέρος του αγωνίσματος μπαίνει επικεφαλής ο Β και τα δίνει όλα. Τρέχει στο μέγιστο, «τραβώντας» και τον Α, ώστε να τρέξει κι αυτός στο μέγιστο των δυνατοτήτων του. Ο Α κυνηγά/βρήκε (το) λαγό που χρειαζόταν. Όταν στο τελευταίο κομμάτι του αγωνίσματος ο Β τα φτύσει (γιατί δεν έχει τα κότσια να κρατήσει τον ρυθμό του), ο Α (που τα έχει) θα τον προσπεράσει (πολλές φορές με εμφανή άνεση) και θα τερματίσει πρώτος, σπάζοντας (ενίοτε) και το ρεκόρ (ατομικό ή όποιο άλλο). Στην ουσία ο λαγός «άνοιξε δρόμο» σ’ αυτόν που ερχόταν πίσω του και φαινόταν να τον κυνηγά.
  • Τα κάνει το λαγό σε κάποιον/κάτι, είναι λαγός για κάτι χρησιμοποιούνται και εκτός σταδίων, με την έννοια «ανοίγει δρόμο σε κάποιον ή κάτι»/«προαναγγέλλει κάτι»/«βγάζει είδηση». Τέτοιο ρόλο παίζουν κλασικά δημοσιογράφοι με άρθρα ή εκπομπές τους (σχεδόν καθημερινά σε όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη) ή και πολιτικοί (ακόμα και μεγάλου βεληνεκούς) με δηλώσεις τους, ώστε να ανοίξουν δρόμο σε πολιτικές, αποφάσεις ή και νομοσχέδια που σίγουρα δεν θα πολυαρέσουν σε μερίδα των πολιτών.

    Στα σινάφια των στριπτιτζάδικων:

  • Ο πελάτης-θύμα που καψουρεύτηκε κάποιο απ’ τα κορίτσια και ξηλώνεται για χάρη της (κερνώντας αβέρτα, ανοίγοντας μπουκάλια σαμπάνιες για το εφέ κι ό,τι άλλο) χωρίς ανταπόκριση και φυσικά ...κοκό.Ενίοτε ακούγεται είτε σαν σφόλι, είτε σαν παράπονο το: «φέρε και κανένα καροτάκι» ή και το: «για λαγό με πέρασες μωρή;»

Οι επενδυτές συνεχίζουν να δίνουν στο ευρώ το πλεονέκτημα της αμφιβολίας. Ωστόσο, και καθώς η σύνοδος κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης διεξάγεται στις Βρυξέλλες, πολλοί επενδυτές αρχίζουν να χάνουν την ψυχραιμία τους. Εκτός κι αν οι ηγέτες της Ε.Ε. βγάλουν έναν πολύ πειστικό... λαγό από το καπέλο τους, το μέλλον του νομίσματος θα θεωρηθεί για μία ακόμη φορά αμφίβολο.
(απ’ το δίχτυ)

Α.i. Ενσωματωμένο στον ορισμό (αναζητώ βιντεομήδι αλλά γιοκ)

Α.ii.α. «Η «Κάρτα Αγορών» αποτελεί τον λαγό για την «Κάρτα του Πολίτη»;»
(απ’ το δίχτυ)

Α.ii.β. Η κ. Παπαρήγα αναφέρθηκε και στον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης, τον οποίο χαρακτήρισε «λαγό», είτε αφορά το Αιγαίο, είτε το χρέος. «Δεν είναι προσωπική του επιλογή. Την ώρα που εσείς ισχυρίζεστε ότι οι ελληνοτουρκικές διαπραγματεύσεις είναι σε καλό δρόμο, επίσημα βγήκε και είπε πως η υφαλοκρυπίδα φτάνει μέχρι τα 200 μέτρα βάθος, που αποτελούν το 15% μόνον των διεθνών υδάτων του Αιγαίου άρα το υπόλοιπο το αφήνει στο χώρο των λεγόμενων γκρίζων ζωνών», απηύθυνε προς τον πρωθυπουργό.
(χθεσινό, απ’ το σύνολο των ΜΜΕ)

Β. – Κι άλλο μπουκάλι ρε καρντάση; Για τη Σούλα;
- Σούζι είπαμε!!
- Ρε μαλάκα σ’ έχει για φάγωμα!! - Λέγε ό,τι μαλακία θες. Υπάρχει χημεία κάργα.
- Ναι ανόργανη!
- Δε μας γαμάς; Για τσολιά στ’ αρχίδια μας!
- Μωρό! Φέρε και κανένα καροτάκι μπίο για τον κύριο.
- Με λες λαγό ρε;
- Εγώ; Αυτή κι οι φίλες της σε φωνάζουν Μπαξ. Τυχαίο; Δε νομίζω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σαν έκφραση προέρχεται απ’ την πασίγνωστη στερεοτυπική φράση «κι ο διαιτητής σφυρίζει την λήξη του αγώνα …» των παρουσιαστών αθλητικών αγώνων, που αποτελεί μήτρα των ήδη καταγεγραμμένων εξωγηπεδικών εκφράσεων:

  • περιμένω να το σφυρίξει (GATZMAN) και
  • το σφυράμε; (ΠΡΩΤΕΥΣ).

    Αποτελεί τον τίτλο επιτυχημένου λαϊκού άσματος του Πάνου Κιάμου, όπου ο αοιδός ξαποστέλνει τη δικιά του μ’ αυτή τη φράση για να τονίσει το αμετάκλητο της απόφασής του (βλ π.χ. και βιντεομήδι με... καλή διάθεση).

Λίγο η σλανγκιά του σφυρίζω (γαμάω / φασώνομαι / ρίχνω έναν κρύο), λίγο οι θανατηφόροι συνειρμοί του «έληξες» («κατέληξε» λέμε για φρέσκο νεκρό) και νά το το περίφημο δίδυμο Έρωτας – Θάνατος που ανέκαθεν ταλανίζει το ανθρώπινο είδος.

Δηλώνει μια άσχημη αμετάκλητη γείωση / το οριστικό τέλειωμα / το σπάσιμο (κι όχι το ράγισμα) του γυαλιού / την απόλυτη διαγραφή του... ληγμένου απ’ τα κατάστιχα του επαναστατημένου / θριαμβευτή / εκδικητή... σφυρίζοντα, ο οποίος έχει υποφέρει πολλά απ’ την απαράδεκτη συμπεριφορά / τα φάουλ του τέως δυνάστη που μπαίνει οριστικά στο χρονοντούλαπο της ιστορίας.

Το πεδίο εφαρμογής της έκφρασης διευρύνεται (θαυμαστά κατά την ταπεινή μου γνώμη –εμφανίζεται σε πολλούς συνδυασμούς των ρηματικών προσώπων και συχνότατα χωρίς αναφορά στο άσμα) από τα γήπεδα (οπαδοί, αθλητικές εφημερίδες), στις διαπροσωπικές αισθηματικές σχέσεις, στο εμπόριο, στον κόσμο του θεάματος ακόμη και στην πολιτική σκηνή.

  1. Δε μ’ αρέσει (…). Η εν γένει εμφάνιση και εικόνα του ποδοσφαιρικού Ολυμπιακού. Σήψη, ραθυμία, αδιαφορία. Σφύριξα κι έληξες, Θρύλε…

  2. ΓΑΛΛΙΑ – Ν. ΑΦΡΙΚΗ 1-2 – Σφύριξε κι… έληξαν! Το χρονικό ενός… προαναγγελθέντος αποκλεισμού «γράφτηκε» το απόγευμα της Δευτέρας, όπου η Νότια Αφρική επικράτησε με 2-1 της Γαλλίας, (….) Αποκλεισμός και για τους δύο.

  3. Δυναμικό μήνυμα έστειλαν χθες 2.000 και πλέον οπαδοί της ΑΕΚ στο συλλαλητήριο που οργανώθηκε πριν από το ματς με τον Αστέρα Τρίπολης στο χώρο του κατεδαφισμένου γηπέδου της Νέας Φιλαδέλφειας.

(…)Το πανό που κυριάρχησε έγραφε... «για να έχω ομάδα - ιστορία - λαό, μία η λύση: Τον πού... ρε από δω»! (…) Στη θύρα 8: «Αφήστε το πλάνο και πάρτε αεροπλάνο» και «μέτοχοι ο λαός: σφύριξε και έληξε».

  1. Αν δεν θέλει σχέση από απόσταση, δεν μπορείς να την υποχρεώσεις. Σφύριξε κι έληξες.

  2. Σφύριξαν κι έληξε ο... γάμος τους. Έπειτα από δύο χρόνια κοινού έγγαμου βίου, η Σκάρλετ Γιόχανσον και ο Ράιαν Ρέινολντς αποφάσισαν να χωρίσουν.

  3. Χθες βράδυ εμφανίστηκαν στο live του X Factor και τραγούδησαν «σφύριξε χαρούμενα μπορείς»... Κι εμείς σφυρίξαμε… κι έληξαν! Η Ντέπυ Γκολεμά έχει πει πρόσφατα ότι οι Καραμεροχαριτάτοι έχουν τελειώσει.

  4. Το τελευταίο και ταυτόχρονα υποδεέστερο Command & Conquer που κυκλοφόρησε ποτέ [για το Command & Conquer 4:Tiberian Twilight]. Με συνοπτικές διαδικασίες, η EA Games «το σφύριξε κι έληξε».»

  5. Μετά από αυτά, Γιώργο, με όλη την αγάπη που σου έχω, σαν παλιός ποδηλάτης κι εγώ, οφείλω να σε προειδοποιήσω πως, αν συνεχιστεί αυτός ο κατήφορος στην Τέχνη, δεν θα αργήσει η ώρα που, όλοι εμείς που πονάμε τον πολιτισμό σ’ αυτή τη χώρα, θα σου πούμε με μια φωνή : «Σφυρίξαμε κι έληξες!!!». Άιντε….

(Όλα απ’ το δίχτυ)

  1. Σφύριξα κι έληξες (Π. Κιάμος – στίχοι: Θάνου Παπανικολάου – μουσική Βασίλης Γαβριηλίδης)

Η συγνώμη είναι για σένα άγνωστη νομίζω λέξη.
Τι είναι πόνος και τι χάδι δυστυχώς τα 'χεις μπερδέψει.
Για τους άλλους είσαι εντάξει, μα για την καρδιά μου είσαι
οπλισμένος δολοφόνος που απλά καταζητείσαι...

Θα 'μουν για σκότωμα αγάπη αν σου έδινα.
Κοίτα για χάρη σου πως ήμουν και πως έγινα.
Πήρες παράταση μα εγκατέλειψες, μην ξαναγυρίσεις...Σφύριξα κι έληξες!!!!

Επειγόντως σε έχω ανάγκη, ουρανό να συναντήσω,
τόσα χρόνια ισοβίτης, έφτασε η στιγμή να ζήσω.
Η φωτιά σου με έχει κάψει, δεν θα την ξαναπατήσω,
μόλις έρθεις για να ανάψει, επιτόπου θα την σβήσω.

Θα 'μουν για σκότωμα αγάπη αν σου έδινα.
Κοίτα για χάρη σου πως ήμουν και πως έγινα.
Πήρες παράταση μα εγκατέλειψες, μην ξαναγυρίσεις...Σφύριξα κι έληξες!!!!

(από sstteffannoss, 28/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συχνότερο στον πληθυντικό: μπούκηδες.

Εμφανίζεται (ιδιαιτέρως στον πληθυντικό αλλά με σαφώς μικρότερη συχνότητα) και σαν:

  • μπούκι (ο / το) με πληθυντικό μπούκια (τα)
  • μπουκ (ο) τόσο άκλιτο όσο και με πληθυντικό μπούκις που έχει ήδη καταγράψει ο poniroskylo.

    Προέρχεται από το αγγλικό bookie / bookmaker: αυτός που δέχεται στοιχήματα.

Σημαίνει τον πράκτορα στοιχημάτων / στοιχηματατζή. Στον πληθυντικό σημαίνει συλλήβδην τα γραφεία και τις εταιρείες στοιχημάτων (διαδικτυακές και μη) αλλά και ολόκληρη τη στοιχηματική αγορά.

Γενικά, οι μπούκηδες δεν χαίρουν της καλύτερης φήμης ως προς την εντιμότητά τους. Θεωρείται κοινό μυστικό πως συχνά πυκνά χειραγωγούν μέσω αφανών κυκλωμάτων και διασυνδέσεων παράγοντες, παίκτες, διαιτητές στήνοντας αγώνες κι ό,τι άλλο αποτελεί αντικείμενο στοιχήματος με σκοπό να τ’ αρπάξουν χοντρά από αρρωστημένους τζογαδόρους – κορόιδα.

Υπάρχει και το μπουκάδικο που σημαίνει

  • το πρακτορείο στοιχημάτων (σπανίως έτσι αποκαλούνται τα πρακτορεία του ΟΠΑΠ)
  • (σπανιότατα) όταν αναφέρεται σε μια ομάδα σημαίνει πως τ’ αφεντικά της είναι λαμόγια που πουλάνε παιχνίδια ή κανονίζουν το αποτέλεσμά τους για τα γκαφρά.

    Παράνομα ή και νόμιμα έχουν τη φήμη πως συχνά παίζουν το ρόλο του πλυντηρίου μαύρου χρήματος αποτελώντας οργανικό μέλος του συστήματος υπόκοσμος – τραπεζικό / χρηματιστηριακό / επιχειρηματικό κεφάλαιο.

Μοιάζουν με ναούς όπου ο φτωχός, ο μοιρολάτρης, ο ανίκανος να εγκληματήσει οικονομικά κι ο τζογοεξαρτημένος, καταθέτουν τον οβολό τους εν είδει ευχής / παράκλησης / κεριού, ελπίζοντας στον ουρανοκατέβατο οικονομικό παράδεισο ξεκάθαρο σημάδι θεϊκής αγάπης.

Αν μοιάζει τραγικό είναι γιατί απλά, είναι ανθρώπινο.

Παρεμπιπτόντως, «μπούκια» είναι κι ένα Κεφαλλονίτικο παιχνίδι με ξύλινες μπάλες.

  1. Ας φορέσουμε όλοι τους κουβάδες στα κεφάλια μας και πάμε να πολεμήσουμε τους απανταχού μπούκηδες που τις τελευταίες μέρες έχουν σαρώσει τα πάντα.

  2. Το φράξιμο δεν το θεωρώ κάτι αρνητικό. Προφανώς δεν μας συμφέρει, όμως είναι πλέον δικαίωμα του κάθε μπουκ όταν αισθάνεται ότι κάτι ύποπτο γίνεται. Είναι μέρος του παιχνιδιού και το δέχομαι. (…) και εκτιμώ αφάνταστα έναν μπουκ που έχει τα άντερα να υπερασπίσει την αρχική του γνώμη (…) Με αλλά λόγια το ανταλλακτήριο δε λειτουργεί σαν μπούκης. Απλώς χρησιμεύει να ξεφορτωθούν ασύμφορα πακέτα διάφοροι μπούκηδες.

  3. Θα ήθελα λοιπόν να παρακαλέσω όλους τους συμφορουμίτες να σταματήσουν κάπου εδώ τις διαμάχες και να ασχοληθούμε όλοι με τον κοινό σκοπό... να τσακίσουμε τα μπούκια. Ας πάψουμε λοιπόν να τρωγόμαστε σαν τα κοκόρια και να συνεχίσουμε, αυτό που παινευόμαστε εδώ και καιρό δηλ .να είμαστε το καλύτερο στοιχηματικό φόρουμ που κάνει τη μεγαλύτερη ζημιά στα μπούκια.

  4. Ως παράδειγμα αναφέρονται τα 6.000 πονταρίσματα συνολικής αξίας 32,5 εκατ. ευρώ που έγιναν µέσω ένας ασιάτη «μπούκι» στη Βρετανία. Δεν αφορούσαν πάντως όλα τα στοιχήματα ύποπτους αγώνες.

  5. Το Παγκόσμιο Κύπελλο αρχίζει σήμερα και ένα από τα δημοφιλέστερα στοιχήματα είναι ο τρόπος με τον οποίο θα πανηγυρίσει το γκολ ο πρώτος σκόρερ. Οι μπούκις πληρώνουν 5 προς 2 ότι ο παίκτης θα φιλήσει το εθνόσημο στη φανέλα του, οι... τούμπες πληρώνουν 4 προς 1, το βγάλσιμο της φανέλας 9 προς 2, η προσευχή στον Θεό 7 προς 1 και η ακινητοποίηση του παίκτη 9 προς 1.

  6. Στην Αναγνωστοπούλου, δίπλα στον Σημίτη, το πρώτο ξένο μπουκάδικο.

  7. Όντως το έφερε στα ίσια το παιχνίδι το μπουκάδικο και στο τέλος πήγαν να μας παραμυθιάσουν ότι δήθεν πίεζαν αλλά όταν έφταναν κοντά στην εστία έστελναν την μπάλα στα πουλιά. [για την Cska Sofia]

(Όλα απ’ το δίχτυ)

Αλογομούρης θύμα μπούκηδων (από sstteffannoss, 01/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εμφανίζεται (περιέργως και δικαίως σπανιότερα) και σαν «χειώνω» (ίσως γιατί έτσι διαβάζεται σωστότερα «χι-ώνω» αντί του «χjόνω» που παραπέμπει στο «χιόνι», οπότε και γεννήθηκε το ήδη καταγεγραμμένο χιονίζω –όπου κι αναφέρεται σαν ρίζα του το «χιώνω» στο σχόλιο του xalikoutis. Με την ίδια έννοια αναφέρεται κι εδώ σε σχόλιο του johnblack).

Από το γράμμα χι (Χ) με το οποίο γραπτώς, διαγράφουμε / ακυρώνουμε / απορρίπτουμε κάτι είτε επειδή δεν μας αρέσει είτε επειδή το βρίσκουμε λανθασμένο.

Σημαίνει αυτά ακριβώς: απορρίπτω, μπανάρω, ακυρώνω, διαγράφω κι όταν αφορά πρόσωπα σημαίνει επιπλέον: «ρίχνω χυλόπιτα», γειώνω όπου υπονοείται το τελεσίδικο της πράξης και ένας απότομος χειρισμός απ’ τη μεριά αυτού που χιώνει.

Ουσιαστικά, με το χιώνω ρηματοποιούνται τα ήδη καταγεγραμμένα απ’ τον notheitis «ρίχνω/τρώω χι», που η ερμηνεία τους είναι μάλλον προφανέστερη.

Παίζει και το χίωμα: η πράξη του χιώνειν (!!!) που πολύ συχνά συναντάται (αναπάντεχα!!) στις φράσεις «ρίχνω/τρώω χίωμα».

  1. - Άλεξ αύριο ψήνεσαι να σώσουμε τον κόσμο;
    - Δύσκολο αυτό το ΣΚ, ανεβαίνει από Ηράκλειο ένας φίλος του κολλητού μου και θα παίξει τρελό πρόγραμμα μάλλον. Νιώθω άσχημα ρε φίλε γιατί είναι η 2η φορά που το χιώνω, χίλια σόρρυ…

  2. …σε έχω βαρεθεί. Και δεν θέλω να σου μιλήσω. Δεν «έχω τρεξίματα». Απλά δεν θέλω. Άμα μου ζητάς κάτι και σε χιώνω απλά ΔΕΝ ΘΕΛΩ να το κάνω. Πιθανότατα δεν έχω καν άλλα πλάνα.

  3. Είναι ο μόνος μαύρος που έκανε πάνω από 90 επεμβάσεις για να γίνει άσπρος και εσύ τον χιώνεις τόσο αλύπητα; Ντροπήηηηη...

  4. Είναι δυνατόν από μια ήττα στη 2η αγωνιστική (έστω κι από την ομάδα-μπυραρία) να χειώνουμε την ομάδα για όλη τη χρονιά;..

  5. Γεια σου ρε Θρυλάρα με έκανες να ξεχάσω το χίωμα που έφαγα απ’ την γκόμενα και τα πάντα…

  6. …τα σπάει μόνος του και χτυπιέται-χωρίς να αντιλαμβάνεται μέρος / χρόνο / τους διπλανούς του που τρώνε αδέσποτες απ' τα χεράκια του -μέχρι να γίνει τύφλα πάλι. Ξέρει κανείς μαλάκας να φλερτάρει ανθρωπινά; μπα, μόνο κάτι κάγκουρες πλησιάζουν κάτι γκόμενες που χτυπιούνται και οκέι, σε λίγο θα σκάσει πέσιμο με χίωμα-συνήθως- ή στην καλύτερη, θα φύγουν κατά το ξημέρωμα σε φάση «χάλια είναι, αλλά επιτέλους θα γαμήσω»…

(Όλα απ’ το δίχτυ)

Κι όμως από πίσω ένα χι μπορεί να κρύβεται κλάμα (από sstteffannoss, 05/02/11)

Βλέπε και πόρτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιπλέον και στις εκφράσεις:

«Πω πω ζημιά που πάθαμε!!» και

«Πω πω ζημιά που μας έκανες!!»

Εκφράσεις που σπανίως κυριολεκτούν ενώ στη συντριπτική τους πλειοψηφία αποτελούν:

  • Αποστομωτική γείωση που εκτοξεύεται ειρωνικότατα με σκοπό να δείξει πως κάποια απειλή ή γενικότερα κάτι που φαινομενικά είναι εναντίον μας στην ουσία αποτελεί «βούτυρο στο ψωμί μας», και γαμώ τις φάσεις και πως καραγουστάρουμε να το... πάθουμε».
  • Παραδοχή πως θα υποπέσουμε στην αμαρτία / θα παραβιάσουμε μια υπόσχεση στον εαυτό μας, γιατί ο πειρασμός που μας έβαλε αυτός στον οποίο τις απευθύνουμε είναι ανυπέρβλητος. Του ομολογούμε πως βρήκε το κουμπί μας και συχνότατα, εμμέσως, πως έχουμε τις ίδιες αδυναμίες –ανέκαθεν ισχυρότατος δεσμός μεταξύ ανθρώπων, που οδηγεί σε διαχρονικό τακίμιασμα.Ισοδύναμο: «Τραβάτε με κι ας κλαίω» και τα συναφή.
  • Αυθόρμητο επιφώνημα εκστασιασμένου θαυμασμού όταν περνά από μπροστά μας το σκοτεινό αντικείμενο των πόθων μας, είτε αυτό είναι άτομο (π.χ. τύπου Λίλιαν), είτε αντικείμενο - φετίχ (π.χ. μηχανή / αυτοκίνητο / σκάφος) που σκλαβώνει / στοιχειώνει σκέψη / φαντασία / όνειρα, οπότε αποτελεί για μας ντέμο του προσωπικού επί γης παραδείσου.(Οι σωματικές παρενέργειες είναι συχνότατο φαινόμενο: γούρλωμα οφθαλμών, τρέξιμο σάλιων, στύση ενίοτε μετά ρεύσεως -της οποίας η όλη έκφραση αποτελεί κι ευφημισμό-, πεταλούδες στο στομάχι, ανέβασμα σφυγμών, ιδρώτας σε ...διάφορα σημεία και άλλα πολλά).

    Συνώνυμα: Βρε τι πάθαμε (στα καλά καθούμενα)!!, Αμάν!! Τι ‘ναι τούτο!!, «Αυτά είναι!!».

  1. Μας το μόστραρε φαρδιά- πλατιά στη διακαναλική λέγοντας πως άμα δεν ψηφίσουμε τους εκλεκτούς του στους Δήμους και τις περιφέρειες θα μας πάει σε εκλογές και –πω πω- ζημιά που πάθαμε! Ε, να μην του χαλάσουμε το χατίρι.

Και το πιο ωραίο : οι βουλευτές θα έχουν έκτακτη παρακράτηση 5% στο εισόδημά τους (δηλαδή σε μισθό 6.200 ευρώ το μήνα θα τους παρακρατηθεί 310 ευρώ. Πω , πω ζημιά !!! Σημειώνω ότι οι βουλευτές δεν δέχτηκαν περικοπή 10% που είχε προτείνει ο πρόεδρος της Βουλής Δ. Σιούφας

  1. «Πωπω!!!!! Με σκότωσες τώρα!!!! Τι κακό μου έκανες.... πού θα βρω εγώ λουκουμάδες τώρα εδώ που είμαι; Ε; Μου λες; !!! Πωπω ζημιά!!!

Θες να με ξεκάνεις. Αχ και να είχα τώρα κάνα κιλό βρασμένα κάστανα. Πω, πω ζημιά!! Όλο ιδέες μου βάζεις και με βλέπω να στρογγυλεύω κι άλλο. Κέικ, χοιρινό με κάστανα. Χριστούλη μου!!

  1. Πω πω ζημιά που μας έκανες με αυτά που δείχνεις!!!

Πω πω ζημιά!! Πάω για κρύο ντους!! (βλ. μήδια)

(Όλα απ’ το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified