Ως νεόκοπο σλαγκικώς μπορεί να σταθεί άνετα δίπλα στα περισσότερο ή λιγότερο κλασικά δόντι, bluetooth και χαυλιόδοντας που επίσης περιγράφουν το βύσμα αυτόν δηλαδή που έχει γλείψιμο, κονέ, άκρες, για να πετύχει ένα οποιοδήποτε ρουσφέτι σε μια κοινωνία που ακόμα έχει μεγαλύτερη σημασία το ποιος είσαι, από το τι μπορείς να κάνεις.

Επιπροσθέτως, παρουσιάζει κι άκρως ενδιαφέρουσες ιδιότητες, αφού μια και αποκαλείται και σκυλόδοντο και αποτελεί βασικό γνώρισμα βρικολάκων και μοδάτων βαμπίρ κάθε είδους, η χρήση του μπορεί να δώσει επιπλέον διαστάσεις στο διαχρονικό φαινόμενο.

Η αμφίβολη (;) ανθεκτικότητά του στο χρόνο κι η ευρύτητα της χρήσης του, είναι κάτι που μόνο το μέλλον θα επιδείξει αφού η εμφάνισή του οφείλεται στην απροσδόκητα επιτυχημένη, ομώνυμη πολυβραβευμένη ταινία του Γιώργου Λάνθιμου που προκάλεσε αντικρουόμενες κριτικές κι έφτασε να διεκδικήσει (δυστυχώς χωρίς επιτυχία) το Όσκαρ Ξένης Ταινίας για το 2011.

Η ομοιότητα του επωνύμου του σκηνοθέτη με το όνομα του μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Άνθιμου ήταν ζήτημα χρόνου να αποβεί παραγωγική (έστω και σε επίπεδο λογοπαιγνίου) αλλά ομοίως με τον όρο, μένει στον πανδαμάτορα Χρόνο να αποδείξει αν το «κυνόδοντας του Άνθιμου» θα γνωρίσει επιτυχία παροδική (το πιθανότερο) ή όχι.

Για την ώρα χρησιμοποιείται (το τονίζω: περιορισμένα –δεν θα μπορούσε άλλωστε να είναι αλλιώς-) τουλάχιστον από κάποιους φαντάρους για συστρατιώτες - θρησκευτικά βύσματα (όχι απαραίτητα του συγκεκριμένου ιεράρχη).

Τα περιορισμένα κονέ μου δεν επιτρέπουν την επαλήθευση των (βάσιμων βλ. μήδι) υποψιών μου πως ο όρος παίζει (έστω εν είδει αθώου λογοπαιγνίου αδιάφορου για τον οποιοδήποτε -πλην του εχέμυθου σλάνγκου εξομολογητή) και στα εκκλησιαστικά ή όποια άλλα σινάφια.

  1. Χρειάζεται κυνόδοντας για να μπεις κάπου, σε αυτή τη χώρα.
    - Αυτοί που τα ‘φαγαν, δεν είχαν απλώς γερά δόντια, αλλά κυνόδοντα.

(Απ’ το δίχτυ)

  1. –Θα ‘ρθει τελικά για το τριήμερο;
    - Μπααα. Γαμήθηκε το σύμπαν. Τους βυσμάτωσε όλους ένας κυνόδοντας του Άνθιμου. (sic - σπαρταριστό)

Με έκπληξη (το ομολογώ) το βρήκα στο νέτι (από sstteffannoss, 28/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασική σλαγκιά - λογοπαίγνιο μεταξύ φοιτητών της Φυσικής κι ειδικότερα όσων ασχολούνται με τη Μετεωρολογία, που αναφέρεται στη Δύναμη Coriolis (από το όνομα του Γάλλου μαθηματικού και μηχανικού Gaspard-Gustave Coriolis 1792-1843).

Είναι μια φαινομενική δύναμη που χρησιμοποιεί κάποιος που κινείται, για να περιγράψει την παρέκκλιση απ’ την ευθεία που παρατηρεί στην κίνηση άλλων σωμάτων.

Μια και η Γη περιστρέφεται γύρω απ’ τον άξονά της, οτιδήποτε κινείται πάνω της δέχεται τις... καργιολο-επιδράσεις που γίνονται εμφανείς από κάποιον που παρατηρεί από την επιφάνειά της Γης, αλλά όχι από κάποιον αστροναύτη.

Η τιμή της εξαρτάται από την απόσταση του σώματος που κινείται από τους Πόλους και η φορά της από το ημισφαίριο στο οποίο γίνεται η κίνηση. Έτσι π.χ, στο Βόρειο ημισφαίριο, το νερό που τρέχει από την ανοιχτή βρύση στο σιφόνι, κυλάει με φορά αντίθετη των δεικτών του ρολογιού (στο Νότιο ημισφαίριο ρέει αντίστροφα).


Πριν κατηγορηθώ για τη μόρφωση που έπαθες αγαπητέ αναγνώστη, ομολογώ πως η φλασιά για τον άνοστο (για πολλές –τότενες- ανασφαλείς φελολόγους τουπαραλιγοναμπεί) όρο, προέκυψε απ’ τα εδώ σχόλια.

- (Κοιτά δεξιά) Πού θα πέσει ο πύραυλος το φελέκι μου;
- Στ’ αρχίδια μου. Εγώ για τα θέματα ήρθα.
- (Κοιτά ...έξω αριστερά) Πού θα πέσει ο πύραυλος το ξεσταύρι μου μέσα;
- Στο άσυλο. Πού αλλού;
- (Κοιτά ...πίσω) ψψττ! κοπελιάαα;
- Εμένα;
- Ναι! ναι!! Πού θα πέσει ο πύραυλος;
- Με λένε ...Πάτη.
- Ενδιαφέρον, εμένα Σσ ...Μίλτο, αλλά πού θα πέσει ο πύραυλος;
- Στo σημείο Τζι!!
- Την καργιόλα τη δύναμη την υπολόγισες;
- Χιχιχι! Χαλαρά.

Το κόκκινο παριστάνει τον παρατηρητή το μαύρο μια μπάλα που κινείται (από sstteffannoss, 26/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με πιθανή ετρουσκική ρίζα, μας προέκυψε από το γαλλικό histrion.

Ηθοποιός, αλλά και παντόμιμος στην αρχαία Ρώμη και συχνότατα απελεύθερος, έκανε κολεγιά με άλλους σχηματίζοντας κάτι σαν μπουλούκι. Ελάχιστοι έχαιραν εκτίμησης.

Κατά τον πρώιμο μεσαίωνα είχε εξελιχθεί σε περιπλανώμενο καλλιτέχνη ευρείας ...γκάμας, που διηγούνταν ιστορίες, έπαιζε μουσική, τραγουδούσε, χόρευε, μέχρι και ζώα εκγύμναζε, ώστε να μην παραπονιέται ο λαουτζίκος για φτωχό θέαμα. Σχημάτιζαν συντεχνίες που κυνηγήθηκαν από εκκλησιαστικές κι άλλες Αρχές, πράγμα που κάτι υπονοεί για το ποιόν των παραστάσεών τους.

Απ’ το υπερβολικό του παιξίματός τους προήρθε το ιστριονικός: θεατρινίστικος, μελοδραματικός, υπερβολικός σε χειρονομίες, ένταση συναισθημάτων κι έκφραση.

Υπάρχει και η αντίστοιχη διαταραχή της προσωπικότητας (Histrionic personality disorder), που αποτελεί και όρο της Ψυχολογίας για να περιγράψει άτομα που με τέτοια συμπεριφορά επιζητούν να είναι το επίκεντρο της προσοχής, συχνά χειραγωγώντας τους γύρω τους.

Τον ξεχασμένο όρο ξέθαψε ο Μάριος Πλωρίτης με ένα άρθρο του στο Βήμα της Κυριακής, με τίτλο «Ο ιδιοφυής ιστρίων», με το οποίο κατευόδωνε το Δημήτρη Χορν.

Ο ευφυής Πλωρίτης διαισθανόμενος, ίσως, τον θλιβερό σοδομισμό του «θεατράνθρωπος» (βιρτουόζικα περιγραφόμενο από τον HODJAS), δεν τεμπέλιασε διανοητικά καταφεύγοντας στα εύκολα: χάραξε όριο που, ως τώρα, δεν τόλμησαν ούτε να προσπεράσουν, ούτε να κλισάρουν οι δημοσιογραφίσκοι επιπέδου «άμα σε θέλει το γυαλί, τύφλα να 'χει η σχολή», βάζοντας τον φίλο του από τη μια και τα λιμά απ’ την άλλη.

Το άρθρο είχε κάνει αίσθηση, με πλείστους όσους πράσινους απ’ τη ζήλια να τρώνε σκόνη σε ανήλιαγες καβάντζες, προσπαθώντας να βρουν τι θέλει να πει ο ποιητής, ψάχνοντας σε παλιές εκδόσεις των χρησιμότερων βιβλίων από την ανακάλυψη της γραφής.

(εν είδει σπεκ στον HODJAS)

Από το άρθρο (25/01/1998) του Μάριου Πλωρίτη στο Βήμα της Κυριακής με τίτλο «Ο ιδιοφυής ιστρίων» με το οποίο κατευόδωνε το Δημήτρη Χορν.

…Ποιο είναι, αλήθεια, το γνώρισμα και το χάρισμα του σπουδαίου ηθοποιού, του μεγάλου «ιστρίωνα»; Ο «μαγνητισμός» που εκπέμπει, η «γοητεία» του, η «λαμπερότητά» του -κατά πώς λένε, εύκολα και κοινότοπα; Πολύ περισσότερο -νομίζω- η ικανότητά του να δίνει διαστάσεις και προεκτάσεις σε κάθε ρόλο, πέρα απ' το γραπτό κείμενο, όσο υψηλό κι αν είναι αυτό…

Μοντυπαιθονικό νοσοκομείο για την ιστριονική διαταραχή προσωπικότητας. (από Khan, 21/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από τον γνωστό ήχο «κρακ» (άρα ηχομιμητικό), αλλά μας προέκυψε από το γαλλικό craqueler: διασπώ –ώμαι / ραγίζω / πυρορραγίζω / διακοσμώ κεραμικό (κυρίως πορσελάνη) με ψηφίδες ή βερνίκι με ραγισμένη όψη.

Παίζουν και τα κρακελέ (κάργα), κρακλέ, κρακελάζ, κρακελάρισμα, κρακελαριστός.

Αποτελεί τεχνικό όρο - αθησαύριστο (ακόμη) απ’ τον Τριαντάφυλλο - των σιναφιών που ασχολούνται με βερνίκια, βαφές και γενικά επιστρώσεις υλικών πάνω σε άλλα είτε για να τα προστατέψουν είτε για να τα διακοσμήσουν.

Κυριολεκτικά, αναφέρεται στο φαινόμενο της εμφάνισης τριχοειδών ρωγμών / σπασιμάτων / ραγάδων / χαραγμάτων (ενίοτε πυκνών) στην επιφάνεια του βερνικιού ή της βαφής είτε λόγω επιλογής λανθασμένων, ελαττωματικών υλικών είτε λόγω σκιτζοδουλειάς, είτε λόγω φθοράς που επιφέρει ο πανδαμάτωρ χρόνος τόσο του ίδιου του επιστρώματος όσο και του υλικού που αυτό καλύπτει.

Αν τώρα το γουστάρει η ψυχούλα μας το αντικέ στυλάκι, υπάρχουν τα αντίστοιχα βερνίκια / βαφές, αλλά και τεχνικές, για να το πετύχουμε μέσω κρακελαρίσματος. Διάθεση για τέχνη, διακόσμηση ή και δηθενιά να υπάρχει.

Δεν νομίζω να παραξενεύει κανέναν που η χρήση του επεκτάθηκε και στο φαινόμενο του ραγίσματος γενικότερα κάποιου υλικού, άσχετα αν είναι ή όχι βαμμένο ή βερνικωμένο.

Χρησιμοποιείται και μεταφορικά - σλαγνκικά(;), όταν θέλουμε να δείξουμε πως κάτι / κάποιος έφτασε στα όριά του / είναι τσαλακωμένος / έτοιμος να ραγίσει / καταρρεύσει.

(Aπ’ το ΔΠ κατόπιν προσφοράς vicar)

  1. Όλα τα υαλώματά μας είναι ασφαλή για χρήση, τελείως αμόλυβδα και χωρίς κάδμιο, βάριο. Είναι επίσης πολύ ανθεκτικά καθώς δεν ξεφλουδίζουν ούτε κρακελάρουν ακόμη και μετά από πολυετή χρήση.

  2. ...την άλλη φορά που θα θέλεις το μπολ να μοιάζει με παλιό με χαρακιές και άλλα πάρε βερνίκι κρακελέ διάβασε τις οδηγίες στο μπουκαλάκι και έτοιμο το κρακελάρισμα!!!

3i. Οι ασφαλτοστρωμένοι λειτουργικοί αεροδιάδρομοι του παρελθόντος έχουν γίνει «κρακελέ», έχουν αφήσει ανεμπόδιστα την αέναη κίνηση της φύσης να επιβληθεί, το χορτάριασμα επεκτείνεται παντού και στην τελευταία κρυμμένη γωνιά, το σκουπίδι κυριαρχεί σε κάθε σου βήμα, διαλυμένα κάγκελα, συρματοπλέγματα -ζωντανοί μάρτυρες, καθρέπτης των χιλιάδων χωματερών της χώρας, των σπασμένων πεζοδρομίων, των αυθαιρέτων, των μολυσμένων ποταμών, των οραμάτων και σχεδίων διαδοχικών κυβερνήσεων.

3ii. ...σχετικά με το βάρος του καινούριου ενυδρείου των 180λ ή 220λ και των βάσεων του (δηλ. μαζί με ράφια ντουλαπάκια σετ γνωστής εταιρίας): Θα έχει επίπτωση στο ξύλινο δάπεδο; μήπως κρακελάρει /στραβώσει το ξύλινο δάπεδο;

4i. ...υπερκουφάθηκα. Ακούω παραπάνω απ’ όσο πρέπει και δεν ανέχομαι το θόρυβο. Παλιά, στα κλαμπ, στεκόμουν όρθιος μπροστά στα ηχεία, νταγκλάροντας, και ένιωθα το γούφερ να μου τριμάρει τη μούρη. Δεν το έκανα γιατί μου άρεσε η μουσική, I don’t care about music anyway. Ήθελα απλώς να νιώθω τον αέρα να τρεμουλιάζει κατά κύματα, με ρυθμό, επάνω μου και το γδούπο να κρακελάρει το ρινικό μου διάφραγμα.

4ii. Ένας κόκκος σκόνης μπορούσε να φέρει την καταστροφή! Τα μάτια του πετάγονταν έξω από τις κόγχες τους, οι φλεβίτσες τινάζονταν και πάλλονταν και το κιτρινιασμένο του δέρμα έδειχνε έτοιμο να ραγίσει. Ήθελα να του πω να μην φωνάζει γιατί κινδύνευε να κρακελάρει αλλά σιγά μην ήξερε τη λέξη αυτή. Αυτός δεν ήξερε τίποτα άλλο πέρα από ισοζύγια, λογιστικά ταυ και κέρδη.

(όλα τα’ ανωτέρω απ’ το δίχτυ)

  1. - Και πόσο το μαλλί γιατρέ μου;
    - Έννοια σου βρε Φορεμάνε. Θα τα βρούμε χαλαρά.
    - Για ξηγήσου.
    - Να σου φέρω την κυρά να μου τη σενιάρεις λίγο;
    - Χρειάζεται κάτι;
    - Μπαα κάνα ψιλομερεμέτι να φύγει το κρακελάρισμα απ’ τη μάπα!
    - Χμμ…
    - Άντε να γλιτώσω τη γεύση απ’ αστάρι όταν τη μπαλαμουτιάζω.
    - Εμένα λες; Δε βγάζει κι ο Φάκτορ τίποτε σε μπίο, το φελέκι μου! Το λοιπόν! Μέσα και πατσίσαμε!
    - Τόκα αδερφέ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συμπληρώνοντας ουσιαστικά τον ορισμό του μαμάκιας:

1. Η έκφραση κάνει κάτι κλύσμα (αποφεύγω το α’ πρόσωπο γιατί σπάνια χρησιμοποιείται σε αυτό οπότε κι αλλάζει νόημα) σημαίνει:

α) ό,τι και τα: «χώνει κάτι στον κώλο / πάτο του», «βάζει κάτι στην τρύπα / κωλοτρυπίδα του», οπότε και:

  • μπορεί να τα αντικαθιστά σαν κυριλέ(!;) κορεκτίλα.
  • εκτοξεύεται επιθετικά προς κάποιον ακυρώνοντας ο,τιδήποτε προσπαθεί να μας επιβάλει καταναγκαστικά, είτε γιατί το θεωρούμε μούφα, είτε γιατί γενικότερα μυριζόμαστε καραπουστιά, οπότε προκειμένου να μας γαμήσει (μ’ αυτό), τον στέλνουμε να γαμηθεί (μ’ αυτό).
  • χωρίς τον επιθετικό τόνο, παίρνει χαιρέκακη χροιά, οπότε υπονοείται πως κάποιος έκανε μια λάθος κίνηση/επένδυση που δεν του ‘κατσε, αλλά στ’ αρχίδια μας κι ας πρόσεχε.

    β) ό,τι και το κάνει κάτι γαργάρα.

Λέγεται όταν κάποιος επιδεικνύει εξαιρετικά ευλύγιστες ηθικές αρχές (χέζοντάς τες με χαρακτηριστική ευ-κωλία), αρπάζοντας μια αμφιλεγόμενης νομιμότητας ευκαιρία απ’ τα μαλλιά.

2. Σε εκφράσεις τύπου:

  • ο Α κάνει στον Β κάτι κλύσμα σημαίνει πως ο Α καταγαμάει / συφιλιάζει / πρήζει τ’ αρχίδια του Β με κάτι, σε βαθμό υπερβολικό κι αφόρητο.
  • Τρώω κάποιον / κάτι κλύσμα που είναι σχεδόν ισοδύναμο του τρώω κάποιον / κάτι στη μάπα.

    Λέγονται τόσο για τραγούδια, διαφημίσεις και λοιπά καταναλωτικά αγαθά, όσο και για πρόσωπα που υπερπροβάλλονται απ’ τα ΜΜΕ σε σημείο πλύσης εγκεφάλου. Άλλωστε είναι εύκολος ο συνειρμός μεταξύ των ζευγών «πλύση εγκεφάλου – βιασμός διάνοιας» και «πλύση του ορθού - παρά φύση βιασμός».

Εννοείται, πως η ποιότητα των εν λόγω προϊόντων που ενίοτε αποκαλούνται κι αυτοτελώς κλύσματα είναι του κώλου / για τον μπούτσο.

Συχνά παίζουν και τα βάζω/φορώ/τρώω στη θέση του κάνω.

Παρεμπιπτόντως, ο στίχος των Going Through «...Μην ψάχνεις για βύσμα δε γλιτώνεις το κλύσμα...» απ’ το άσμα τους «301 και σήμερα», έχει αγγίξει αρκετές φανταρίστικες χορδές.

3. Στα φωτογραφικά σινάφια αποτελεί μεταφορά στα Ελληνικά της μεθόδου Rocket Blower για καθαρισμό της σκόνης από τον αισθητήρα (νταξ από το φίλτρο που βρίσκεται μπροστά του) σε φωτογραφικές μηχανές DSLR. Είναι φτηνή, ασφαλής, κι συνήθως αποτελεσματική λύση, που πήρε το όνομά της λόγω της ομοιότητας του εκτοξευτή αέρα που χρησιμοποιείται με το γνωστό εξάρτημα που, εκτοξεύοντας νερό ή ό,τι άλλο, βοηθά στην πραγματοποίηση του κλασικού κλύσματος (βλ μήδι).

Παρεμπιπτόντως, το εν λόγω εξάρτημα λέγεται (σύμφωνα με το Κερκυραϊκό λεξικό) στα Κερκυραίικα «σερβιτσ(ι)άλι» απ’ το ιταλικό serviciale.

  1. Πίσω απ' την κουρτίνα ένα βρίσκεται ο Τέρρυ, ο παράξενος θεός του που μπορεί να είναι καλός και πανάγαθος, αλλά θυσιάζει και δυο χιλιάδες μπόμπιρες στην καθισιά του, και οι πιο παράξενες απόψεις του που μπορεί να λένε σε θεωρητικό επίπεδο για αγάπη και αδερφοσύνη, αλλά αν δεν πιστεύεις στον θεό του, θα σε πάρει ο οξαποδώ και θα σου κάνει κλύσμα τις άρπες των χερουβείμ.

  2. - Και πόσο το μαλλί; - Αδερφέ για σένα μόνο 550 ευρώπουλα. - Πάρτο και κάντο κλύσμα το μαρτζαφλέρι σου που θα μου πεις 550. Μοιάζω για χθεσινός ρε;

  3. ...και την τεχνολογία της activa 2 τι θα την κάνουν που την έχουν έτοιμη στο συρτάρι;
    - Να την κάνουν κλύσμα.

  4. Έχω ορκιστεί στον εαυτό μου ότι δεν θα ψηφίσω ποτέ (X- κόμμα), βασικώς το απαγορεύει η αισθητική μου. Αλλά η αισθητική μου δεν μου απαγορεύει να την κάνω κλύσμα όταν το (X- κόμμα) μου προσφέρει ταξιδάκι.

  5. Η ίδια ερώτηση συνεχώς: ‘πηγες στο Μall;’ ‘όχι’ ‘να πας! Είναι σούπερ, είναι καταπληκτικό, είναι μεγάλο…’. Σ’ αυτό το τελευταίο, το μέγεθος, επιμένουν όλοι. ‘πάμε στο Μall;’ ‘γιατί;’ ‘έτσι, να χαζέψουμε’ ‘όχι ρε, εγώ δεν πάω, ούτε πρόκειται…’ ‘γιατί;’ ‘γιατί μας το έχουν κάνει κλύσμα και σε κάτι τέτοια είμαι αντιδραστικιά, με πιάνει το πείσμα μου’.

  6. Προσωπικώς, δεν έχω κανένα πρόβλημα με το Χ... Όσο καιρό τον έκραζα δεν ήταν για το καλλιτεχνικό του έργο αλλά για την υπερπροβολή του και την υπερκατανάλωσή του. Ευτυχώς έχει παρέλθει η εφιαλτική εκείνη εποχή όπου μας τον είχαν κάνει κλύσμα: Χ. στην Τιβί, Χ. στο ραδιόφωνο, Χ. στο περίπτερο, Χ. στον ΟΤΕ, Χ. να δίνει τραγούδια σε όλους.

  7. Το πρώτο και μεγαλύτερο hit single των Roxette. Μαλάκα, θυμάσαι μέχρι το 2005 τι κλύσμα τους τρώγαμε; Απίστευτο.

  8. Δεν εκφράζω καμιά πίκρα αλλά είναι άθλιο για το μέλλον του τραγουδιού να συμμετέχουν οι παραγωγοί του ραδιοφώνου σε συντονισμένα κλύσματα όπως αυτό το τελευταίο κλύσμα με το «Πάρε με αγκαλιά και πάμε» του Χ. με την Α.. Όταν στον ίδιο δίσκο υπάρχει το «Σαν Αεράκι» που είναι αριστούργημα αλλά δυστυχώς δεν είναι στις προτεραιότητές τους.

(Πλην του 2., όλα απ' το δίχτυ)

Σύγχρονο σερβιτσάλι για να κάνεις κλύσμα σε μηχανή DSLR (από sstteffannoss, 13/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιπλέον και στις εκφράσεις:

«Πω πω ζημιά που πάθαμε!!» και

«Πω πω ζημιά που μας έκανες!!»

Εκφράσεις που σπανίως κυριολεκτούν ενώ στη συντριπτική τους πλειοψηφία αποτελούν:

  • Αποστομωτική γείωση που εκτοξεύεται ειρωνικότατα με σκοπό να δείξει πως κάποια απειλή ή γενικότερα κάτι που φαινομενικά είναι εναντίον μας στην ουσία αποτελεί «βούτυρο στο ψωμί μας», και γαμώ τις φάσεις και πως καραγουστάρουμε να το... πάθουμε».
  • Παραδοχή πως θα υποπέσουμε στην αμαρτία / θα παραβιάσουμε μια υπόσχεση στον εαυτό μας, γιατί ο πειρασμός που μας έβαλε αυτός στον οποίο τις απευθύνουμε είναι ανυπέρβλητος. Του ομολογούμε πως βρήκε το κουμπί μας και συχνότατα, εμμέσως, πως έχουμε τις ίδιες αδυναμίες –ανέκαθεν ισχυρότατος δεσμός μεταξύ ανθρώπων, που οδηγεί σε διαχρονικό τακίμιασμα.Ισοδύναμο: «Τραβάτε με κι ας κλαίω» και τα συναφή.
  • Αυθόρμητο επιφώνημα εκστασιασμένου θαυμασμού όταν περνά από μπροστά μας το σκοτεινό αντικείμενο των πόθων μας, είτε αυτό είναι άτομο (π.χ. τύπου Λίλιαν), είτε αντικείμενο - φετίχ (π.χ. μηχανή / αυτοκίνητο / σκάφος) που σκλαβώνει / στοιχειώνει σκέψη / φαντασία / όνειρα, οπότε αποτελεί για μας ντέμο του προσωπικού επί γης παραδείσου.(Οι σωματικές παρενέργειες είναι συχνότατο φαινόμενο: γούρλωμα οφθαλμών, τρέξιμο σάλιων, στύση ενίοτε μετά ρεύσεως -της οποίας η όλη έκφραση αποτελεί κι ευφημισμό-, πεταλούδες στο στομάχι, ανέβασμα σφυγμών, ιδρώτας σε ...διάφορα σημεία και άλλα πολλά).

    Συνώνυμα: Βρε τι πάθαμε (στα καλά καθούμενα)!!, Αμάν!! Τι ‘ναι τούτο!!, «Αυτά είναι!!».

  1. Μας το μόστραρε φαρδιά- πλατιά στη διακαναλική λέγοντας πως άμα δεν ψηφίσουμε τους εκλεκτούς του στους Δήμους και τις περιφέρειες θα μας πάει σε εκλογές και –πω πω- ζημιά που πάθαμε! Ε, να μην του χαλάσουμε το χατίρι.

Και το πιο ωραίο : οι βουλευτές θα έχουν έκτακτη παρακράτηση 5% στο εισόδημά τους (δηλαδή σε μισθό 6.200 ευρώ το μήνα θα τους παρακρατηθεί 310 ευρώ. Πω , πω ζημιά !!! Σημειώνω ότι οι βουλευτές δεν δέχτηκαν περικοπή 10% που είχε προτείνει ο πρόεδρος της Βουλής Δ. Σιούφας

  1. «Πωπω!!!!! Με σκότωσες τώρα!!!! Τι κακό μου έκανες.... πού θα βρω εγώ λουκουμάδες τώρα εδώ που είμαι; Ε; Μου λες; !!! Πωπω ζημιά!!!

Θες να με ξεκάνεις. Αχ και να είχα τώρα κάνα κιλό βρασμένα κάστανα. Πω, πω ζημιά!! Όλο ιδέες μου βάζεις και με βλέπω να στρογγυλεύω κι άλλο. Κέικ, χοιρινό με κάστανα. Χριστούλη μου!!

  1. Πω πω ζημιά που μας έκανες με αυτά που δείχνεις!!!

Πω πω ζημιά!! Πάω για κρύο ντους!! (βλ. μήδια)

(Όλα απ’ το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εμφανίζεται (περιέργως και δικαίως σπανιότερα) και σαν «χειώνω» (ίσως γιατί έτσι διαβάζεται σωστότερα «χι-ώνω» αντί του «χjόνω» που παραπέμπει στο «χιόνι», οπότε και γεννήθηκε το ήδη καταγεγραμμένο χιονίζω –όπου κι αναφέρεται σαν ρίζα του το «χιώνω» στο σχόλιο του xalikoutis. Με την ίδια έννοια αναφέρεται κι εδώ σε σχόλιο του johnblack).

Από το γράμμα χι (Χ) με το οποίο γραπτώς, διαγράφουμε / ακυρώνουμε / απορρίπτουμε κάτι είτε επειδή δεν μας αρέσει είτε επειδή το βρίσκουμε λανθασμένο.

Σημαίνει αυτά ακριβώς: απορρίπτω, μπανάρω, ακυρώνω, διαγράφω κι όταν αφορά πρόσωπα σημαίνει επιπλέον: «ρίχνω χυλόπιτα», γειώνω όπου υπονοείται το τελεσίδικο της πράξης και ένας απότομος χειρισμός απ’ τη μεριά αυτού που χιώνει.

Ουσιαστικά, με το χιώνω ρηματοποιούνται τα ήδη καταγεγραμμένα απ’ τον notheitis «ρίχνω/τρώω χι», που η ερμηνεία τους είναι μάλλον προφανέστερη.

Παίζει και το χίωμα: η πράξη του χιώνειν (!!!) που πολύ συχνά συναντάται (αναπάντεχα!!) στις φράσεις «ρίχνω/τρώω χίωμα».

  1. - Άλεξ αύριο ψήνεσαι να σώσουμε τον κόσμο;
    - Δύσκολο αυτό το ΣΚ, ανεβαίνει από Ηράκλειο ένας φίλος του κολλητού μου και θα παίξει τρελό πρόγραμμα μάλλον. Νιώθω άσχημα ρε φίλε γιατί είναι η 2η φορά που το χιώνω, χίλια σόρρυ…

  2. …σε έχω βαρεθεί. Και δεν θέλω να σου μιλήσω. Δεν «έχω τρεξίματα». Απλά δεν θέλω. Άμα μου ζητάς κάτι και σε χιώνω απλά ΔΕΝ ΘΕΛΩ να το κάνω. Πιθανότατα δεν έχω καν άλλα πλάνα.

  3. Είναι ο μόνος μαύρος που έκανε πάνω από 90 επεμβάσεις για να γίνει άσπρος και εσύ τον χιώνεις τόσο αλύπητα; Ντροπήηηηη...

  4. Είναι δυνατόν από μια ήττα στη 2η αγωνιστική (έστω κι από την ομάδα-μπυραρία) να χειώνουμε την ομάδα για όλη τη χρονιά;..

  5. Γεια σου ρε Θρυλάρα με έκανες να ξεχάσω το χίωμα που έφαγα απ’ την γκόμενα και τα πάντα…

  6. …τα σπάει μόνος του και χτυπιέται-χωρίς να αντιλαμβάνεται μέρος / χρόνο / τους διπλανούς του που τρώνε αδέσποτες απ' τα χεράκια του -μέχρι να γίνει τύφλα πάλι. Ξέρει κανείς μαλάκας να φλερτάρει ανθρωπινά; μπα, μόνο κάτι κάγκουρες πλησιάζουν κάτι γκόμενες που χτυπιούνται και οκέι, σε λίγο θα σκάσει πέσιμο με χίωμα-συνήθως- ή στην καλύτερη, θα φύγουν κατά το ξημέρωμα σε φάση «χάλια είναι, αλλά επιτέλους θα γαμήσω»…

(Όλα απ’ το δίχτυ)

Κι όμως από πίσω ένα χι μπορεί να κρύβεται κλάμα (από sstteffannoss, 05/02/11)

Βλέπε και πόρτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συχνότερο στον πληθυντικό: μπούκηδες.

Εμφανίζεται (ιδιαιτέρως στον πληθυντικό αλλά με σαφώς μικρότερη συχνότητα) και σαν:

  • μπούκι (ο / το) με πληθυντικό μπούκια (τα)
  • μπουκ (ο) τόσο άκλιτο όσο και με πληθυντικό μπούκις που έχει ήδη καταγράψει ο poniroskylo.

    Προέρχεται από το αγγλικό bookie / bookmaker: αυτός που δέχεται στοιχήματα.

Σημαίνει τον πράκτορα στοιχημάτων / στοιχηματατζή. Στον πληθυντικό σημαίνει συλλήβδην τα γραφεία και τις εταιρείες στοιχημάτων (διαδικτυακές και μη) αλλά και ολόκληρη τη στοιχηματική αγορά.

Γενικά, οι μπούκηδες δεν χαίρουν της καλύτερης φήμης ως προς την εντιμότητά τους. Θεωρείται κοινό μυστικό πως συχνά πυκνά χειραγωγούν μέσω αφανών κυκλωμάτων και διασυνδέσεων παράγοντες, παίκτες, διαιτητές στήνοντας αγώνες κι ό,τι άλλο αποτελεί αντικείμενο στοιχήματος με σκοπό να τ’ αρπάξουν χοντρά από αρρωστημένους τζογαδόρους – κορόιδα.

Υπάρχει και το μπουκάδικο που σημαίνει

  • το πρακτορείο στοιχημάτων (σπανίως έτσι αποκαλούνται τα πρακτορεία του ΟΠΑΠ)
  • (σπανιότατα) όταν αναφέρεται σε μια ομάδα σημαίνει πως τ’ αφεντικά της είναι λαμόγια που πουλάνε παιχνίδια ή κανονίζουν το αποτέλεσμά τους για τα γκαφρά.

    Παράνομα ή και νόμιμα έχουν τη φήμη πως συχνά παίζουν το ρόλο του πλυντηρίου μαύρου χρήματος αποτελώντας οργανικό μέλος του συστήματος υπόκοσμος – τραπεζικό / χρηματιστηριακό / επιχειρηματικό κεφάλαιο.

Μοιάζουν με ναούς όπου ο φτωχός, ο μοιρολάτρης, ο ανίκανος να εγκληματήσει οικονομικά κι ο τζογοεξαρτημένος, καταθέτουν τον οβολό τους εν είδει ευχής / παράκλησης / κεριού, ελπίζοντας στον ουρανοκατέβατο οικονομικό παράδεισο ξεκάθαρο σημάδι θεϊκής αγάπης.

Αν μοιάζει τραγικό είναι γιατί απλά, είναι ανθρώπινο.

Παρεμπιπτόντως, «μπούκια» είναι κι ένα Κεφαλλονίτικο παιχνίδι με ξύλινες μπάλες.

  1. Ας φορέσουμε όλοι τους κουβάδες στα κεφάλια μας και πάμε να πολεμήσουμε τους απανταχού μπούκηδες που τις τελευταίες μέρες έχουν σαρώσει τα πάντα.

  2. Το φράξιμο δεν το θεωρώ κάτι αρνητικό. Προφανώς δεν μας συμφέρει, όμως είναι πλέον δικαίωμα του κάθε μπουκ όταν αισθάνεται ότι κάτι ύποπτο γίνεται. Είναι μέρος του παιχνιδιού και το δέχομαι. (…) και εκτιμώ αφάνταστα έναν μπουκ που έχει τα άντερα να υπερασπίσει την αρχική του γνώμη (…) Με αλλά λόγια το ανταλλακτήριο δε λειτουργεί σαν μπούκης. Απλώς χρησιμεύει να ξεφορτωθούν ασύμφορα πακέτα διάφοροι μπούκηδες.

  3. Θα ήθελα λοιπόν να παρακαλέσω όλους τους συμφορουμίτες να σταματήσουν κάπου εδώ τις διαμάχες και να ασχοληθούμε όλοι με τον κοινό σκοπό... να τσακίσουμε τα μπούκια. Ας πάψουμε λοιπόν να τρωγόμαστε σαν τα κοκόρια και να συνεχίσουμε, αυτό που παινευόμαστε εδώ και καιρό δηλ .να είμαστε το καλύτερο στοιχηματικό φόρουμ που κάνει τη μεγαλύτερη ζημιά στα μπούκια.

  4. Ως παράδειγμα αναφέρονται τα 6.000 πονταρίσματα συνολικής αξίας 32,5 εκατ. ευρώ που έγιναν µέσω ένας ασιάτη «μπούκι» στη Βρετανία. Δεν αφορούσαν πάντως όλα τα στοιχήματα ύποπτους αγώνες.

  5. Το Παγκόσμιο Κύπελλο αρχίζει σήμερα και ένα από τα δημοφιλέστερα στοιχήματα είναι ο τρόπος με τον οποίο θα πανηγυρίσει το γκολ ο πρώτος σκόρερ. Οι μπούκις πληρώνουν 5 προς 2 ότι ο παίκτης θα φιλήσει το εθνόσημο στη φανέλα του, οι... τούμπες πληρώνουν 4 προς 1, το βγάλσιμο της φανέλας 9 προς 2, η προσευχή στον Θεό 7 προς 1 και η ακινητοποίηση του παίκτη 9 προς 1.

  6. Στην Αναγνωστοπούλου, δίπλα στον Σημίτη, το πρώτο ξένο μπουκάδικο.

  7. Όντως το έφερε στα ίσια το παιχνίδι το μπουκάδικο και στο τέλος πήγαν να μας παραμυθιάσουν ότι δήθεν πίεζαν αλλά όταν έφταναν κοντά στην εστία έστελναν την μπάλα στα πουλιά. [για την Cska Sofia]

(Όλα απ’ το δίχτυ)

Αλογομούρης θύμα μπούκηδων (από sstteffannoss, 01/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σαν έκφραση προέρχεται απ’ την πασίγνωστη στερεοτυπική φράση «κι ο διαιτητής σφυρίζει την λήξη του αγώνα …» των παρουσιαστών αθλητικών αγώνων, που αποτελεί μήτρα των ήδη καταγεγραμμένων εξωγηπεδικών εκφράσεων:

  • περιμένω να το σφυρίξει (GATZMAN) και
  • το σφυράμε; (ΠΡΩΤΕΥΣ).

    Αποτελεί τον τίτλο επιτυχημένου λαϊκού άσματος του Πάνου Κιάμου, όπου ο αοιδός ξαποστέλνει τη δικιά του μ’ αυτή τη φράση για να τονίσει το αμετάκλητο της απόφασής του (βλ π.χ. και βιντεομήδι με... καλή διάθεση).

Λίγο η σλανγκιά του σφυρίζω (γαμάω / φασώνομαι / ρίχνω έναν κρύο), λίγο οι θανατηφόροι συνειρμοί του «έληξες» («κατέληξε» λέμε για φρέσκο νεκρό) και νά το το περίφημο δίδυμο Έρωτας – Θάνατος που ανέκαθεν ταλανίζει το ανθρώπινο είδος.

Δηλώνει μια άσχημη αμετάκλητη γείωση / το οριστικό τέλειωμα / το σπάσιμο (κι όχι το ράγισμα) του γυαλιού / την απόλυτη διαγραφή του... ληγμένου απ’ τα κατάστιχα του επαναστατημένου / θριαμβευτή / εκδικητή... σφυρίζοντα, ο οποίος έχει υποφέρει πολλά απ’ την απαράδεκτη συμπεριφορά / τα φάουλ του τέως δυνάστη που μπαίνει οριστικά στο χρονοντούλαπο της ιστορίας.

Το πεδίο εφαρμογής της έκφρασης διευρύνεται (θαυμαστά κατά την ταπεινή μου γνώμη –εμφανίζεται σε πολλούς συνδυασμούς των ρηματικών προσώπων και συχνότατα χωρίς αναφορά στο άσμα) από τα γήπεδα (οπαδοί, αθλητικές εφημερίδες), στις διαπροσωπικές αισθηματικές σχέσεις, στο εμπόριο, στον κόσμο του θεάματος ακόμη και στην πολιτική σκηνή.

  1. Δε μ’ αρέσει (…). Η εν γένει εμφάνιση και εικόνα του ποδοσφαιρικού Ολυμπιακού. Σήψη, ραθυμία, αδιαφορία. Σφύριξα κι έληξες, Θρύλε…

  2. ΓΑΛΛΙΑ – Ν. ΑΦΡΙΚΗ 1-2 – Σφύριξε κι… έληξαν! Το χρονικό ενός… προαναγγελθέντος αποκλεισμού «γράφτηκε» το απόγευμα της Δευτέρας, όπου η Νότια Αφρική επικράτησε με 2-1 της Γαλλίας, (….) Αποκλεισμός και για τους δύο.

  3. Δυναμικό μήνυμα έστειλαν χθες 2.000 και πλέον οπαδοί της ΑΕΚ στο συλλαλητήριο που οργανώθηκε πριν από το ματς με τον Αστέρα Τρίπολης στο χώρο του κατεδαφισμένου γηπέδου της Νέας Φιλαδέλφειας.

(…)Το πανό που κυριάρχησε έγραφε... «για να έχω ομάδα - ιστορία - λαό, μία η λύση: Τον πού... ρε από δω»! (…) Στη θύρα 8: «Αφήστε το πλάνο και πάρτε αεροπλάνο» και «μέτοχοι ο λαός: σφύριξε και έληξε».

  1. Αν δεν θέλει σχέση από απόσταση, δεν μπορείς να την υποχρεώσεις. Σφύριξε κι έληξες.

  2. Σφύριξαν κι έληξε ο... γάμος τους. Έπειτα από δύο χρόνια κοινού έγγαμου βίου, η Σκάρλετ Γιόχανσον και ο Ράιαν Ρέινολντς αποφάσισαν να χωρίσουν.

  3. Χθες βράδυ εμφανίστηκαν στο live του X Factor και τραγούδησαν «σφύριξε χαρούμενα μπορείς»... Κι εμείς σφυρίξαμε… κι έληξαν! Η Ντέπυ Γκολεμά έχει πει πρόσφατα ότι οι Καραμεροχαριτάτοι έχουν τελειώσει.

  4. Το τελευταίο και ταυτόχρονα υποδεέστερο Command & Conquer που κυκλοφόρησε ποτέ [για το Command & Conquer 4:Tiberian Twilight]. Με συνοπτικές διαδικασίες, η EA Games «το σφύριξε κι έληξε».»

  5. Μετά από αυτά, Γιώργο, με όλη την αγάπη που σου έχω, σαν παλιός ποδηλάτης κι εγώ, οφείλω να σε προειδοποιήσω πως, αν συνεχιστεί αυτός ο κατήφορος στην Τέχνη, δεν θα αργήσει η ώρα που, όλοι εμείς που πονάμε τον πολιτισμό σ’ αυτή τη χώρα, θα σου πούμε με μια φωνή : «Σφυρίξαμε κι έληξες!!!». Άιντε….

(Όλα απ’ το δίχτυ)

  1. Σφύριξα κι έληξες (Π. Κιάμος – στίχοι: Θάνου Παπανικολάου – μουσική Βασίλης Γαβριηλίδης)

Η συγνώμη είναι για σένα άγνωστη νομίζω λέξη.
Τι είναι πόνος και τι χάδι δυστυχώς τα 'χεις μπερδέψει.
Για τους άλλους είσαι εντάξει, μα για την καρδιά μου είσαι
οπλισμένος δολοφόνος που απλά καταζητείσαι...

Θα 'μουν για σκότωμα αγάπη αν σου έδινα.
Κοίτα για χάρη σου πως ήμουν και πως έγινα.
Πήρες παράταση μα εγκατέλειψες, μην ξαναγυρίσεις...Σφύριξα κι έληξες!!!!

Επειγόντως σε έχω ανάγκη, ουρανό να συναντήσω,
τόσα χρόνια ισοβίτης, έφτασε η στιγμή να ζήσω.
Η φωτιά σου με έχει κάψει, δεν θα την ξαναπατήσω,
μόλις έρθεις για να ανάψει, επιτόπου θα την σβήσω.

Θα 'μουν για σκότωμα αγάπη αν σου έδινα.
Κοίτα για χάρη σου πως ήμουν και πως έγινα.
Πήρες παράταση μα εγκατέλειψες, μην ξαναγυρίσεις...Σφύριξα κι έληξες!!!!

(από sstteffannoss, 28/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το συμπαθές, μικροκαμωμένο πλην νοστιμότατο τρωκτικό, που αποτελεί ανέκαθεν στόχο κυνηγών, ήρωα πλήθους παραμυθιών, ανεκδότων, γνωμικών κι εκφράσεων, καθώς και κινέζικο ζώδιο που, παρεμπιπτόντως, θα κυβερνά για ένα χρόνο απ’ τον επόμενο Φλεβάρη.

Ετυμολογικά ίσως από το «λαγωός»: με χαλαρά αυτιά (λαγαρός + οὖς).

Γνωστότατα τα:

  • βγάζω/βρίσκω/πιάνω/χτυπώ λαγό: φέρνω καλύτερο από το αναμενόμενο αποτέλεσμα, έχω απρόσμενη σε μέγεθος επιτυχία, μου τυχαίνει σημαντική ευκαιρία, κάνω σημαντική ανακάλυψη.
  • βγάζω/τραβώ λαγό απ’ το καπέλο: παρόμοιο με το «βγάζω/πετάω άσσο απ’ το μανίκι» ή και κατά το «έκανε πάλι τα μαγικά του». Σημαίνει «ανατρέπω προς όφελός μου/σώζω μια κατάσταση» που φαινόταν χαμένη/τελειωμένη χρησιμοποιώντας κάποιο τέχνασμα ή κάποιο κρυφό ατού, εν είδει ταχυδακτυλουργού, τη στιγμή που κανείς δεν το περίμενε.

    Επίσης, τα σχετικά με τη περίφημη δειλία του λαγού:

  • γίνομαι λαγός: από το φόβο μου την κάνω / εξαφανίζομαι τρέχοντας (και έμμεση αναφορά στην ταχύτητα του λαγού),

  • λαγουδόκαρδος: για τον φοβητσιάρη,
  • κι ο έτερος ορισμός – μομφή για τους οπαδούς του τριφυλλιού από τους αιώνιους αντιπάλους τους.

    Επίσης τα σχετικά με το μέγεθος του λαγού:

  • το εξαίρετο λαγογαμίστρα: για μικρά οικήματα, γαμιστρώνες,

  • και το προφανέστατο πούτσα από λαγό.

    Ήδη στο σάη οι εκφράσεις:

  • τάζει λαγούς με πετραχείλια: για κάποιον που υπόσχεται πράγματα αδύνατο να πραγματοποιηθούν,

  • άρμεγε λαγούς και κούρευε χελώνες: για κάτι που ακούσαμε αλλά θεωρούμε αδύνατο να γίνει,
  • λαγός την φτέρη έσειε, κακό της κεφαλής του: για κάποιον που κινδυνεύει να υποστεί τις συνέπειες της απερισκεψίας του/που προκαλεί την τύχη του.

    Η δική μου συνεισφορά:

Από τ’ αθλητικά σινάφια και ειδικότερα αυτά των αγωνισμάτων δρόμου:

  • Έστω δυο δρομείς. Ο Α κι ο Β. Ο Α έχει τα κότσια να σπάσει το ρεκόρ, ο Β όχι. Ο Β δεν είναι πάντα ξεφτίλας· μπορεί να τερματίσει και σε μια αξιοπρεπή θέση, αλλά σίγουρα όχι πρώτος. Μπορεί όμως να πουσάρει τον Α να αγγίξει ή και να ξεπεράσει το όριο των δυνατοτήτων του, βοηθώντας τον (ηθελημένα ή και άθελα) να σπάσει το ρεκόρ ως εξής: κατά το πρώτο μέρος του αγωνίσματος μπαίνει επικεφαλής ο Β και τα δίνει όλα. Τρέχει στο μέγιστο, «τραβώντας» και τον Α, ώστε να τρέξει κι αυτός στο μέγιστο των δυνατοτήτων του. Ο Α κυνηγά/βρήκε (το) λαγό που χρειαζόταν. Όταν στο τελευταίο κομμάτι του αγωνίσματος ο Β τα φτύσει (γιατί δεν έχει τα κότσια να κρατήσει τον ρυθμό του), ο Α (που τα έχει) θα τον προσπεράσει (πολλές φορές με εμφανή άνεση) και θα τερματίσει πρώτος, σπάζοντας (ενίοτε) και το ρεκόρ (ατομικό ή όποιο άλλο). Στην ουσία ο λαγός «άνοιξε δρόμο» σ’ αυτόν που ερχόταν πίσω του και φαινόταν να τον κυνηγά.
  • Τα κάνει το λαγό σε κάποιον/κάτι, είναι λαγός για κάτι χρησιμοποιούνται και εκτός σταδίων, με την έννοια «ανοίγει δρόμο σε κάποιον ή κάτι»/«προαναγγέλλει κάτι»/«βγάζει είδηση». Τέτοιο ρόλο παίζουν κλασικά δημοσιογράφοι με άρθρα ή εκπομπές τους (σχεδόν καθημερινά σε όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη) ή και πολιτικοί (ακόμα και μεγάλου βεληνεκούς) με δηλώσεις τους, ώστε να ανοίξουν δρόμο σε πολιτικές, αποφάσεις ή και νομοσχέδια που σίγουρα δεν θα πολυαρέσουν σε μερίδα των πολιτών.

    Στα σινάφια των στριπτιτζάδικων:

  • Ο πελάτης-θύμα που καψουρεύτηκε κάποιο απ’ τα κορίτσια και ξηλώνεται για χάρη της (κερνώντας αβέρτα, ανοίγοντας μπουκάλια σαμπάνιες για το εφέ κι ό,τι άλλο) χωρίς ανταπόκριση και φυσικά ...κοκό.Ενίοτε ακούγεται είτε σαν σφόλι, είτε σαν παράπονο το: «φέρε και κανένα καροτάκι» ή και το: «για λαγό με πέρασες μωρή;»

Οι επενδυτές συνεχίζουν να δίνουν στο ευρώ το πλεονέκτημα της αμφιβολίας. Ωστόσο, και καθώς η σύνοδος κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης διεξάγεται στις Βρυξέλλες, πολλοί επενδυτές αρχίζουν να χάνουν την ψυχραιμία τους. Εκτός κι αν οι ηγέτες της Ε.Ε. βγάλουν έναν πολύ πειστικό... λαγό από το καπέλο τους, το μέλλον του νομίσματος θα θεωρηθεί για μία ακόμη φορά αμφίβολο.
(απ’ το δίχτυ)

Α.i. Ενσωματωμένο στον ορισμό (αναζητώ βιντεομήδι αλλά γιοκ)

Α.ii.α. «Η «Κάρτα Αγορών» αποτελεί τον λαγό για την «Κάρτα του Πολίτη»;»
(απ’ το δίχτυ)

Α.ii.β. Η κ. Παπαρήγα αναφέρθηκε και στον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης, τον οποίο χαρακτήρισε «λαγό», είτε αφορά το Αιγαίο, είτε το χρέος. «Δεν είναι προσωπική του επιλογή. Την ώρα που εσείς ισχυρίζεστε ότι οι ελληνοτουρκικές διαπραγματεύσεις είναι σε καλό δρόμο, επίσημα βγήκε και είπε πως η υφαλοκρυπίδα φτάνει μέχρι τα 200 μέτρα βάθος, που αποτελούν το 15% μόνον των διεθνών υδάτων του Αιγαίου άρα το υπόλοιπο το αφήνει στο χώρο των λεγόμενων γκρίζων ζωνών», απηύθυνε προς τον πρωθυπουργό.
(χθεσινό, απ’ το σύνολο των ΜΜΕ)

Β. – Κι άλλο μπουκάλι ρε καρντάση; Για τη Σούλα;
- Σούζι είπαμε!!
- Ρε μαλάκα σ’ έχει για φάγωμα!! - Λέγε ό,τι μαλακία θες. Υπάρχει χημεία κάργα.
- Ναι ανόργανη!
- Δε μας γαμάς; Για τσολιά στ’ αρχίδια μας!
- Μωρό! Φέρε και κανένα καροτάκι μπίο για τον κύριο.
- Με λες λαγό ρε;
- Εγώ; Αυτή κι οι φίλες της σε φωνάζουν Μπαξ. Τυχαίο; Δε νομίζω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified