Χρησιμοποιούνται αυτές οι λέξεις στη σειρά για να ειρωνευτούν την ψευτική μαγκιά και το μούφα νταηλίκι.

Άντε ρε μη σε πλακώσω στα σούτια, να πούμε ξέρω 'γω και δηλαδής.

Βλ. και δηλαδής, επειδής δηλαδής

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο οπαδός του ΠΑΟΚ.

-Με ποιους παίζουμε το Σάββατο;
-Με τους Τουρκόγυφτους στην Τούμπα.

Βλ. και Βούλγαρος, γύφτοι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που είναι όλο μα και μου, ο δήθεν, αυτός που είναι μόνο λόγια αλλά στην πράξη τίποτα.

- Πάμε ρε σήμερα στα μπουζούκια;
- Όχι ρε βαριέμαι...
- Τι βαριέσαι ρε; Όλο λες να πάμε και τώρα μου δίνεις άκυρο! Μαμελούκε!

"Μαμελούκοι στρατιώτες" από τον Fransisco Goya (από Hank, 04/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χαρακτηριστικός τύπος που μιλάει για σκηνικά ενώ δεν ήταν ποτέ μπροστά, απλά τα έχει ακούσει. Συνήθως υπερηφανεύεται για τις κατακτήσεις του, για τις αντοχές του στο ποτό και για τους σαματάδες σε γήπεδα, τις πορείες που είδε αλλά δεν πήρε μέρος.

Μπορεί να συμμετέχει σε καταστάσεις που δεν υπάρχει περίπτωση να του βγουν σε κακό, π.χ. πεσίματα 10 σε 1.

Ακούει λαϊκή μουσική και βγαίνει κυρίως σε μπουζούκια, αλλά δεν έχει πρόβλημα να βρεθεί σε τρεντομάγαζα όπου συνήθως το παίζει ζάντα ακόμα κι αν έχει πιει μια μπύρα φωνάζοντας «Πω πάλι κομμάτια έγινα».

Συνώνυμο του στραβοστόμης.

- Τι σου έλεγε ο Γιώργος;
- Έλα μωρέ... Ότι έδειρε 10 άτομα μόνος του, ότι πήδηξε τρεις γκόμενες σε παρτούζα και τέτοιες παπαριές. Δεν τον ξέρεις τον βλαχόμαγκα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο οπαδός του Ηρακλή Θεσσαλονίκης.

— Πού έπαιζε ο Στολτίδης πριν τον γαύρο;
— Στις γριές.

(από Khan, 09/05/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειρωνική εκφώνηση όταν κάτι γίνεται στραβό σε αυτήν τη χώρα. Μάλλον λόγω ομοιοκαταληξίας με την Ουγκάντα.

- Πήγα να πάρω κάτι χαρτιά απο το ΙΚΑ και έκανα 5 ώρες. Από γραφείο σε γραφείο με στέλνανε.
- Τι να πεις; Ελλάντα!

Συνώνυμα: Ελλαδιστάν, Ελλαδαμαμπάντ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλος όρος για την κοκαΐνη, όπως κοκορέτσι, κόκορας, λόγω του άσπρου χρώματος.

Έχω 2 τζι χιόνι για το Σ/Κ. Θα γουστάρουμε.

(από Khan, 02/04/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο προμηθευτής ναρκωτικών, το βαποράκι.

Πήρα τηλέφωνο την πόρτα μου για να δω αν παίζει κάνα χόρτο, αλλά τίποτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο ανίκανος, ο άχρηστος.
  2. Το χειρότερο φύλλο της τράπουλας (ανάλογα με το παιχνίδι).
  1. - Σήμερα στη δουλειά ήρθε ένας καινούργιος μεγάλο λιμό. Του έλεγες να κάνει κάτι, και στην κοσμάρα του.

  2. - Άντε ρε, θα μου έρθει κανένας άσσος ή όλα τα λιμά;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κάτοικος της Κοζάνης.

-Πού πέρασες;
-Στα ΤΕΙ στη Κοζάνη.
-Ωχ... Θα αντέξεις τοσα χρόνια με τους Σούρδους;

Got a better definition? Add it!

Published