Προέρχεται από την πράξη παρασκευής μπιφτεκιών, συγκεκριμένα από το τελευταίο στάδιο όπου, με το ένα μας χέρι, κάνουμε κυκλικές κινήσεις στον κιμά και τελικώς του δίνουμε μερικά σκαμπιλάκια για να πατικωθεί λίγο. Ο παραλληλισμός είναι προφανής και δεν χρειάζεται περαιτέρω εξήγηση. Συνήθως χρησιμοποιείται μειωτικά για άσχημες λεσβίες.

Γέμισε το μαγαζί μπιφτεκούδες, πάμε να πάρουμε τον πούλο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που χαρακτηρίζει ανούσιες και πολλές κουβέντες.

Ένας άλλος τρόπος για να πεις στον συνομιλητή σου να σταματήσει να σου μιλάει γιατί σε έπρηξε.

Μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί με όσα μπούρου κρίνεται απαραίτητο από τον ομιλητή.

  1. Με άρχισε στα μπουρουμπούρου.

  2. - Μαλάκα πήγα εχτές στον δικό μας, πέτυχα το Μήτσο τον φλώρο και είχε δίπλα του έεεεενα μουνιιιιί! Αφού έπαθα πλάκα ρε σου λέω, είναι δυνατόν τέτοιο άτομο...
    - Μπουρουμπούρου...

  3. Με έβαλε κάτω και μπουρουμπουρουμπουρουμπουρουμπουρου δε σταμάταγεεεεεε!

βλ. και μπούρου-μπούρου μαλακίες, μπίρι-μπίρι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified