Προέρχεται από την πράξη παρασκευής μπιφτεκιών, συγκεκριμένα από το τελευταίο στάδιο όπου, με το ένα μας χέρι, κάνουμε κυκλικές κινήσεις στον κιμά και τελικώς του δίνουμε μερικά σκαμπιλάκια για να πατικωθεί λίγο. Ο παραλληλισμός είναι προφανής και δεν χρειάζεται περαιτέρω εξήγηση. Συνήθως χρησιμοποιείται μειωτικά για άσχημες λεσβίες.

Γέμισε το μαγαζί μπιφτεκούδες, πάμε να πάρουμε τον πούλο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τζιβιτζιλού, η λεσβία.

- Ρε, λένε οτι η Πέννυ είναι μπιφτεκού!
- Α, γι'αυτό τόσα κολλητιλίκια με την Ελένη...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified