Κάθε άτομο ή μέρος όπου συχνάζουν μουνιά, κυρίως μούναροι.

1 (άτομο): Μαριάννα, δε παίζεσαι ρε. Τη μία μου γνώρισες την Ιωάννα, χώρισα και τώρα στα καπάκια μου έψησες σκηνικό με τη Ράνια. Σκέτη μουνοπηγή είσαι!

2 (μέρος): - Χθες πήγα στο Γκάζι, έκατσα λίγο στο Gazzarte και δεν έπαιζε τίποτα. Μόνο ζευγάρια και ψωλαρία.
- Τζάμπα ταλαιπωρία δηλαδή, ε;
- Όχι, ευτυχώς μετά πήγαμε Socialista και πάθαμε πλάκα. Μουνοπηγή το μαγαζί σου λέω. Είχε δύο Bachelor party με γυναίκες κι έγινε της πουτάνας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του μουνοπηγή, με τη διαφορά ότι η μουνοφωλιά αφορά μόνο το μέρος όπου συχνάζουν θεόμουνα.

Έκανα γενέθλια στο Circus στα Εξάρχεια κι άνοιξα μπουκάλι. Το μαγαζί είναι σκέτη μουνοφωλιά ρε μαλάκα. Σκέψου ότι είχαμε 10 γυναίκες γύρω μας και φύγαμε με 3 τηλέφωνα!

(από HardcoreGR, 20/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάνω κάτι δικό μου, κτήμα μου. Το ρήμα αναφέρεται σε:
α) Πρόσωπο
β) Πράγμα
γ) Θέση

α) Πρόσωπο
Στα γενέθλιά του ήρθαν κι οι φίλες της αδερφής του. Σκάει η Αναστασία, ένα ψηλό 1.75 και το αρχίζει μετά από καμιά ώρα στα φασώματα. Ε στο τέλος την καπάρωσε. Τώρα πάνε για γάμο, σιγά μη το άφηνε τέτοιο άλογο.

β) Πράγμα
Έχω ήδη καπαρώσει την νέα BMW. Έσκασα την προκαταβολή και την περιμένω το Σάββατο.

γ) Κοίτα τον πούστη με την Aprilia, καπάρωσε τη θέση parking κι εκεί χωράει να παρκάρει ένα ολόκληρο αμάξι.

(από HardcoreGR, 20/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η περίοδος που ακολουθεί μετά τα πρώτα σιρόπια και κυρίως μετά τα πρώτα γκολ, όταν και θεωρούμε ότι το νέτο είναι πλέον μαζί μας, δηλαδή στα πρώτα στάδια της σχέσης. Το στρώσιμο στον άντρα είναι όταν μπαίνει σε σοβαρή σχέση.

Από αρσενικό προς θηλυκό χρησιμοποιείται στις περιπτώσεις:
- Όταν είναι παρθένα.
- Όταν βρίσκεται σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση.
- Όταν είναι κολλημένη με άλλον.
- Σε μεγάλες διαφορές ηλικίας, άλλα ενδιαφέροντα ή οτιδήποτε άλλο ανησυχεί το μυαλό του ασθενούς φίλου.

Από θηλυκό προς αρσενικό χρησιμοποιείται στις περιπτώσεις:
- Αν ο άντρας έχει άστατη ζωή (ποτά, γυναίκες κτλ.) και η σύντροφός του θέλει να τον βάλει στον ίσιο δρόμο.
- Αν συμπεριφέρεται άσχημα και θέλει λίγο φτύσιμο για να ζηλέψει.
- Αν είναι τεμπέλης και πρέπει να στρωθεί στη δουλειά.

  1. - Τι έγινε ρε Σάββα, το 'στρωσες το γκομενάκι;
    - Ναι. Καιρός ήταν. Μετά από τόσα ραντεβού, της έδωσα μερικές γερές δόσεις σεξ, της έσβησα τα τηλέφωνα του πρώην και τώρα μου άρχισε τους έρωτες και λέει ότι είναι ευτυχισμένη. Ε, ήθελε πρωτοβουλία το πράμα.

  2. - Μωρή λες ο άντρας σου να τραβιέται με τη Ρωσίδα που φέρνετε να σας καθαρίζει;
    - Μπα, από τότε που άρχιζα να βγαίνω με τις φίλες μου, έχει σκάσει απ' τη ζήλια του και δεν κάνει τίποτα. Τον έχω στρώσει σου λέω.

(από HardcoreGR, 26/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη γλώσσα των υπολογιστών, το φορμάτ (απ' το αγγλικό «format» που σημαίνει διαμόρφωση) σημαίνει την οριστική διαγραφή δεδομένων από έναν σκληρό δίσκο. Στην περίπτωσή μας, η ίδια έκφραση ισχύει και για την διαγραφή ανθρώπων, πραγμάτων ή καταστάσεων, απ' τον εγκέφαλο κάποιου/κάποιας, που διενεργείται υποσυνείδητα όταν η γνωριμία έχει γίνει κάτω από γρήγορες συνθήκες.

Στα πλαίσια μιας γνωριμίας, το φορμάτ μπορεί να επιτευχθεί ακόμα και μετά από φάσωμα ή σεξ, ανάλογα με την ψυχοσύνθεση του ατόμου που θέλει να κάνει το φορμάτ και την κατάσταση στην οποία βρίσκεται.

- Είδα ότι πήρες τηλέφωνο απ' τη μικρή το Σάββατο. Έκανες τίποτα;
- Ούτε καν. Δύο φορές την πήρα και δεν το σήκωσε. Στάνταρ έχει κάνει ήδη φορμάτ.

(από HardcoreGR, 26/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ψώνιο στον υπερθετικό βαθμό.

- Κάνε Like στη νέα profile photo που έβγαλα στο club.
- Άντε και γαμήσου ρε ψωνάρα που θες και Like.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο μαλάκας στο ουδέτερο. Χρησιμοποιείται κυρίως για τις μικρότερες ηλικίες.

- Μπαμπά, πάω να παίξω Pro στου Σπύρου.
- Κάτσε κάτω ρε μαλακισμένο και διάβασε. Εξεταστική έχεις!

(από HardcoreGR, 07/04/12)2.22: "Τό ΄χει δει Ωνάσης και Κάλας το μαλακισμένο". Ατάκα Κιμούλη. (από Khan, 19/04/12)

Got a better definition? Add it!

Published

Εκ του αγγλικού normal που σημαίνει «φυσιολογικός». Αφορά οποιοδήποτε φυσιολογικό άτομο, αντικείμενο, μέρος ή ακόμα και συμπεριφορά κάποιου, σε βαθμό που να χαρακτηρίζεται αξιόπιστος απ' την πλειοψηφία του κόσμου.

  1. (άτομο)
    - Μου είπε ο Σάκης να βγούμε αύριο. Δεν τον ξέρω καλά, τι να του πω;
    - Ξεκόλλα ρε, είναι νορμάλ παιδί. Κάνε κάτι μαζί του.

  2. (αντικείμενο/μέρος)
    - Να πάρω την τούρτα απ' το ζαχαροπλαστείο απέναντι απ' το σπίτι σου; Φτιάχνει νορμάλ γλυκά ο τύπος; Αξίζουνε;

  3. (συμπεριφορά)
    - Γιατί χώρισες πάλι ρε;
    - Άσε με τώρα με την κάθε μαλακισμένη. Δεν μπορώ να βρω μία νορμάλ γκόμενα να συννενοηθώ ρε φίλε. Δε μπορείς να φανταστείς πόσο στόκος ήτανε. Κάθε εβδομάδα ρόμπα με έκανε στα παιδιά.

(από HardcoreGR, 07/04/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απ' τον συνδυασμό των λέξεων «καυλί» και «καλά». Είναι η σύντομη εκδοχή του «έτσι θα είναι πιο καλά για τον πούτσο μας».

- Τώρα που τα έφτιαξα με την Χριστίνα θυμήθηκε να με πάρει τηλέφωνο η Μαρία για να βγούμε;
- Ε πιο καυλά ρε μαλάκα. Πάρτην και κανόνισε.

(από HardcoreGR, 13/04/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στ' αρχίδια μου, δεν τρέχει μία.

- Γιάννηηη, το φαϊ είναι έτοιμο.
- Στα παπάρια μου.

(από HardcoreGR, 15/04/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified