Πρήζω τα παπάρια κάποιου, τον ενοχλώ διαρκώς.

- Έλα ρε φίλε, πάμε μία μπουρδελότσαρκα Συγγρού. Ξανασκέψου το. Μόνο για λίγο...
- Πωπω, μου έχεις πρήξει τον πούτσο τρεις ώρες ρε μαλάκα. Άντε, πάμε, να πάρεις μάτι τα τραβέλια, να δω τι θα καταλάβεις!

(από HardcoreGR, 16/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταφορικά, όταν κάποιος περνά το χρόνο του άσκοπα.

- Βγήκατε με την Χρύσα;
- Όχι, με γείωσε η καριόλα.
- Γιατί έτσι;
- Τίποτα μωρέ, μαλακίζεται στο Facebook και chatάρει με τις φίλες της.

(από HardcoreGR, 16/01/12)

Σε άλλες γλώσσες: to dick around (αγγλικά), rumtrödeln (γερμανικά)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάθε είδους κατάσταση που προμηνύει ότι σύντομα θα παιχτεί μαλακία, δηλαδή κάτι θα στραβώσει άσχημα.

Δε φέρει ουδεμία σχέση με το «θα τραβήξω μαλακία» ή «μυρίζει σπέρμα».

- Μίλαγα στη γκόμενα και στο άκυρο μου γύρισε την πλάτη.
- Ωχ, νομίζω ότι είναι γκόμενα του φουσκωτού που έρχεται τώρα απ' την τουαλέτα και σε κοιτάζει αγριεμένος! Μυρίζει μαλακία! Παίρνουμε πούλο τώρα όπως είμαστε.

(από HardcoreGR, 08/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πέρα από το προφανές, η μαλακία αναφέρεται επίσης και στις περιπτώσεις:

  1. Όποτε ένα αντικείμενο είναι χαμηλής αξίας, περιττό, ελαττωματικό ή γενικά για τον πούτσο.

  2. Σε οποιαδήποτε κακοτυχία ή αναποδιά μπορεί να μας συμβεί.

1α. Τι μαλακία είναι αυτό το Wii ρε ψηλέ; Βάλε PS3 να παίξουμε κάνα Fifa.

1β. - Ωραία η ταινία κορίτσια;
- Sorry ρε παιδιά, αλλά μιλάμε για σκέτη μαλακία. Τουλάχιστον πάμε να μας κεράσετε κανένα ποτάκι να ρεφάρουμε.

  1. - Τι έγινε πήρατε την κούπα στο 5x5 την Κυριακή;
    - Όχι ρε φίλε, μαλακία έγινε μη μου το θυμίζεις. Χάσαμε 6-5 στα πέναλτι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έμμεσα συνώνυμο του αρχιδόκαμπος με την εξής διαφορά. Ενώ ο αρχιδόκαμπος αναφέρεται σε ένα μέρος γεμάτο άντρες, ο χαρακτηρισμός «αγγουριές» αφορά όσους άντρες είναι διαθέσιμοι για sex.

Συνήθως συνοδεύεται από λέξεις που αφορούν εκτάσεις. π.χ. «Οικόπεδο με αγγουριές» ή «Έκταση με αγγουρίες».

- Κορίτσι «για σπίτι» η Λίτσα.
- Σοβαρά;
- Τι σοβαρά ρε μαλάκα; Λέμε και καμιά μαλακία να περάσει η ώρα! Δεν τα έχεις μάθει για το ξέκωλο; Όπου βλέπει οικόπεδα με αγγουρίες πάει και κάθεται πάνω.

Got a better definition? Add it!

Published

Κλασική έκφραση που χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις ασέβειας, ειρωνείας ή χλευασμού προς κάποιο πρόσωπο, το οποίο στην συγκεκριμένη περίπτωση είναι κατά πολύ ανώτερο από αυτόν που σηκώνει κεφάλι.

Συνώνυμες εκφράσεις:

- Έβγαλε η μύγα κώλο κι έχεσε τον κόσμο όλο
- έκανε η μύγα κώλο κι έχεσε τον κόσμο όλο
- Ξύπνησαν οι καπότες και γαμάνε μόνες τους
- Σηκώθηκαν τα αγγούρια να γαμήσουν τον μανάβη
- Σηκώθηκαν τα σκατά και τράβηξαν καζανάκι
- Σηκώθηκαν τα ρηχά πιάτα και ζητάνε σούπα

- Πήρα το Fifa 12. Μπες στο PSN απόψε να σε παίξω.
- Τι να παίξεις ρε μπαγλαμά; Level 20 κι έχω σαρώσει όλα τα trophies. Σηκώθηκαν τα πόδια τώρα να χτυπήσουν το κεφάλι.

(από HardcoreGR, 04/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξεσπαθώνω/ξυπνάω έστω και αργά. Η έκφραση «σήκωσε κεφάλι» χρησιμοποιείται από όσους είναι μονίμως στη φάπα. Όταν λοιπόν σηκώνουν κεφάλι, τότε δείχνουν ότι έφτασε η ώρα να αντιδράσουν.

  1. - Δεν γνωρίζουμε πότε θα κάνουμε εκλογές φέτος.
    - Καλύτερα να μάθετε, γιατί άμα ο λαός σηκώσει κεφάλι όπως πέρυσι, τότε φέτος προβλέπω ότι θα σας κρεμάσει ανάποδα στο Σύνταγμα.

  2. - Πετρόπουλος, κάνε ζέσταμα.
    - Τι λες ρε κόουτς; Για να μπω στο '90; Μισή σεζόν βγάζω μάτια στην προπόνηση και τους περνάω σαν σταματημένους, για να με έχεις στον πάγκο; Δε μπαίνω και πες ότι μαλακία θες στον πρόεδρο.
    - Όπα ρε Κωστάκη, χαλάρωσε. Σηκώσαμε κεφάλι;

(από HardcoreGR, 04/01/12)(από HardcoreGR, 04/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published

Λέξη με πολλές ερμηνείες.

Η πρώτη επίσημη εμφάνιση του «πατώνω» ήταν το 1925, όταν και το τραγούδησε ο Γιάννης Στυλιανόπουλος, σε μουσική Γρηγόρη Κωνσταντινίδη και στίχους Αιμίλιου Δραγάτση. Το κομμάτι έγινε γνωστό από την επιθεώρηση «Πρωτευουσιάνα του 1925» του θεάτρου Κεντρικόν (οδός Κολοκοτρώνη) με τον θίασο Νίκου Γονίδη. Το επανέφερε σε remake ο ηθοποιός Τάκης Μηλιάδης την δεκαετία του '60.

Χρησιμοποιείται στις παρακάτω περιπτώσεις:
1. Κυριολεκτικά: Ρωτώντας τον άλλο αν πατώνει ή όχι στη θάλασσα.

2. Μεταφορικά: Για το αν έχει πιάσει κάποιος πάτο στα επαγγελματικά, τα αισθηματικά του κ.ο.κ. (λινκ)

3. Σεξουαλικά: Σε όσες θέλουμε να σκίσουμε τον πάτο ή στο ρητορικό ερώτημα για το αν το πέος μας πιάνει πάτο ή όχι. (λινκ «να κρατήσω κόντρα για να την πατώνω την πουτάνα»)

4. Μεταφορικά: Για να δηλώσει ότι το άτομο τα έχει χαμένα. (λινκ)

  1. - Γιωργάκη, μη πας πιο βαθιά. Εκεί που είσαι πατώνεις;

  2. - Τώρα που σε ρήξανε στο Περιφερειακό για τα στημένα, πατώνεις; Η έχει και πιο κάτω ο πάτος σου;

  3. - Μωράκι μου ...πατώνεις;
    - Ναι καύλα μου, μέχρι κάτω.

  4. - Ρε τούβλο, πατώνεις; Τι μαλακίες πας και λες στη κοπέλα μου;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε σε όποιον έχει χάσει το μυαλό του, είτε λόγω αφηρημάδας, είτε λόγω ασχετοσύνης, είτε τέλος πάντων λόγω της μαλακίας που τον δέρνει.

- Τι μέρα είναι σήμερα;
- Καλά τα έχεις χαμένα; Κυριακή είναι κι έχεις κανονίσει να μαζευτούμε σπίτι σου για το ντέρμπι!

Got a better definition? Add it!

Published

Όρος που αναφέρεται όποτε μια κατάσταση πάει στραβά σε βαθμό γάμησέ τα. Κοινώς, την κάτσαμε, τη γαμήσαμε τη βάρκα, γαμήθηκε ο Δίας και όλα τα παράγωγα.

- Περιμένω να μου πεις τι έγινε με το νέτο χθες.
- Άσε, έγινε μαλακία. Με πήρε ο ύπνος και την έστησα στο ραντεβού. Τώρα ούτε που μου το σηκώνει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified