Εξυπηρετώ κάποιον φίλο/γνωστό σε κάτι που καίγεται και για μένα είναι ευκολάκι.

Συμβαίνει άλλοτε εντελώς τυχαία και άλλοτε ύστερα από ερώτηση / αναζήτηση του ενδιαφερόμενου. Τις περισσότερες φορές η θεόσταλτη λύση έρχεται όταν ο ταλαίπωρος φίλος μας έχει απελπιστεί να ψάχνει εδώ κι εκεί, και ενώ μας λέει το πόνο του, ξαφνικά του παρουσιάζουμε τη λύση στο πιάτο και μάλιστα πολλές φορές χωρίς να πληρώσει. Όλα τα λεφτά η έκφραση «παγωτό» του φίλου!

  1. - Άσ'τα μάστρο-Νίκο, έμεινε το αμάξι από σασμάν και το χρειάζομαι. Και ανταλλακτικό δεν υπάρχει πουθενά!
    - Τυχερός είσαι, τράκαρε ο γείτονας και μου έδωσε το αμάξι για παλιοσίδερα! Και το σασμάν είναι άψογο! Τώρα θα σε κάνω μάγκα! και τζαμπέ μάλιστα!

  2. - Πάλι κόλλησε το ρημάδι το πισί... δεν έχει αρκετή ram και ψιλοκολλάει..
    - Πάνω στην ώρα... έλα σπίτι και πάρε μία που έχω μιας και πήρα άλλο. Θα τη κουμπώσουμε σε χρόνο μηδέν πάνω, να σε φτιάξω μάγκα.

(από Vrastaman, 17/08/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως πανί χαρακτηρίζεται το πρόσωπο που είναι δόλιο Μπαμπέσης κουτσομπόλης και γενικά ανακατωσούρας. Μάλλον είναι η Πατρινή έκφραση (εκεί την πρωτάκουσα) για το άτομο το χαρακτηρισθέν ως μουνόπανο.

- Τι έγινε και είσαι τόσο χάλια;
- Τσακώθηκα με τη Σούλα, άστα...
- Θα της έβαλε πάλι λόγια ο γείτονας, είναι μεγάλο πανί...

- Χτες ο Τάκης ήταν με τη Καίτη στα ψηλαλώνια (Πάτρα)
- Σώπα ρε! της την έπεσε ακόμα δε χώρισε με το Κώστα;
- Ναι σου λέω γύρευε τι θα της είπε...ξέρει τι πανί είναι αυτός;...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τη λέξη πουτσούλα, πουτσούλας, πουτσούλα μου την άκουγα παλιά στο χωριό της μάνας μου στο Βούναργο Ηλείας και την ξανάκουσα πριν μερικές μέρες ξανά από μια γειτόνισσα! Θα τολμήσω να γράψω πως έχει την έννοια το άντρα που έχει πουτσούλα και δεν είναι μουνάκι στη συμπεριφορά. Σας την παραθέτω λοιπόν.

  • Ο κατά μίαν έννοια καταφερτζής, ο ξύπνιος και επίμονος που τελικά κάνει αυτό που θέλει ακόμα και πάνω από τις δυνάμεις του και είναι και το σωστό/κοινωνικά αποδεκτό.
  • Ο ντόμπρος, τίμιος και μπεσαλής άντρας ανεξαρτήτου ηλικίας.

- Κοίτα πως του χώθηκε ο μικρός του νταγλαρά του κουραδόμαγκα! το λέει η καρδούλα του! Απάνω του ρε πουτσούλα!

- Ήρθε και με βρήκε χτες στο καφενείο ο Μήτσος και μου τά' πε στα ίσια: Μάκη την αγαπάω την αδερφή σου και θα τη πάρω!
- Άντε η ώρα η καλή Μάκη μου! Στό' πα, πουτσούλα ο Μητσάρας!

- Γιαγιά βρήκα κάτι λεφτά στη κουζίνα, δικά σου είναι;
- Ναι λεβέντη μου! Νά' χεις την ευχή μου! Πουτσούλα μου, μένανε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο μιας κάποιας ηλικίας με καράφλα αλλά και κοτσίδα ή υπόλοιπο κόμης και μακρύ μαλλί, ή τύπος που ξεχάστηκε στη δεκαετία του '70 και απλά ο χρόνος έδειξε τα σημάδια του. Σιτεμένος κατά κανόνα λάτρης της εποχής των χίπηδων που τώρα τους ανακάλυψε, ή τώρα τόλμησε, αλλά το αποτέλεσμα του ντυσίματος / εμφάνισης είναι ολίγον αστείο ή και θλιβερό.

  1. - Πω,πω μηχανάρα πού' φτιαξε ο τυπάς! Χάρλευ δεν είναι ρε συ;
    - Ναι μωρέ,την έχει ένας καραφλόχιπας 55άρης γείτονας που την είδε born to be wild κι έτσι...

  2. - Άτσα εμφάνιση ο σιτεμένος...καπελάκι μαλλούρα και το πιπινάκι δίπλα! Μια χαρά τον κόβω...
    - Έλα καημένε ξεκόλλα με τον καραφλόχιπα!

  3. - Μιμίκα τι λέει με τον μεγαλωμένο; Πολύ παρέα σε βλέπω τελευταία...
    - Όχι μωρέ, τίποτα σοβαρό..
    - Καλά ντάξ...σιτεμένος ο καραφλόχιπας αλλά μην τον υποτιμάς...

για του λόγου το αληθές... (από Τσακ εις την μέσην, 24/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπερβολή φράσης για κάποιον που είναι: α) πολύ κουρασμένος σωματικά β) απλά κάποιος άρρωστος με πυρετό που έπρεπε να πάει στη δουλειά, ή γ) κάποιος που μπεκρόπινε μέχρι το πρωί και είναι χάλια...

  1. - Κουρασμένο σε βλέπω, τώρα γύρισες από δουλειά;
    - Τώρα από τις 12 το βράδυ έκλεισα 12ωρο και είμαι ψόφιος...
    - Πάμε για καμια μπύρα;
    - Τι μπύρα ρε συ... εδώ δε βλέπω την ώρα να πα' να πεθάνω...

  2. - Μάκη χάλια σε βλέπω, ιωσούλα και συ;
    - Ασ' τα, με πυρετό απ' το πρωί είμαι, αλλά έπεσε ο σέρβερ στην εταιρεία και πήγα...
    - Και τώρα πού πας;
    - Πού να πάω, πα' να πεθάνω σπίτι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κορίνθια φράση έκπληξης γεγονότος / συμβάντος μεταξύ 2 συνομιλούντων -συνήθως φίλων, για κάτι που ο ένας από τους δυο ή δεν το ξέρει ή δεν περίμενε ότι θα συμβεί.

  1. - Τά 'μαθες; ο Τάκης παντρεύεται!
    - Ναι; και ποια παίρνει;
    - Τη Μαίρη ρε, την κόρη του φαρμακοποιού!
    - Τη Μαίρη; Τ' είπες τώρα! Αυτή δεν καταδεχόταν να κοιτάξει άνθρωπο στη γειτονιά...
    - Κι όμως 3 χρόνια τά 'χανε καλά...

  2. - Άσε είμαι να σκάσω... χάλασε το μοτέρ στο Corollaκι μας.
    - Τ'είπες τώρα! Χαλάνε ρε τα Corolla; (σημ: τα toyota γενικώς είναι πολύ αξιόπιστα αυτοκίνητα).

Βλ. και τι λες τώρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified