Ξενόφερτο ιτερνετικό αρκτικόλεξο, εκ του «pissing myself laughing».
Ελληνιστί: ΕκΣτοΓέ (έκλασα στο γέλιο).
PMSL stop nit!!!
Ξενόφερτο ιτερνετικό αρκτικόλεξο, εκ του «pissing myself laughing».
Ελληνιστί: ΕκΣτοΓέ (έκλασα στο γέλιο).
PMSL stop nit!!!
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται συχνά και για ανθρώπους με την έννοια έρχομαι στα ίσα μου, στανιάρω, να συνέρχομαι...
Άντε γ@μήσου να ισιώσεις.
Βλέπε και σάχνω.
Got a better definition? Add it!
Η κολούμπρα είναι η κατάσταση κατά την οποία υπάρχει διάρροια και έμετος ταυτόχρονα... Όταν, δηλαδή, είσαι στην τουαλέτα και δεν ξέρεις τι να κάνεις... Να κάτσεις; Να την αγκαλιάσεις; Πρόκειται για φοβερό δίλημμα, κάπως όπως όταν πρωτοαντικρίζεις το μόριο του αγαπημένου σου! Να τον αρπάξω; Να διστάσω;
Συνήθως προκαλείται από κατάποση γενναίων ποσοτήτων αλκοόλης σε συνδυασμό με τσιγάρα...
- Τι κάνεις, ρε μαλάκα, δυο ώρες στην τουαλέτα;
- Ασε φίλε, έπαθα κολούμπρα...
Πολλά μαζί: αίμα, αίμα και πανί (με πήγε), εκδίκηση του Μοντεζούμα, ήρθε ο κινέζος, κολιάντζα, κολούμπρα, κομφετί, με κυνηγάει ζαρκάδι, με πάει αίμα, με πάει ζάρι, με πάει μαρούλι, με πάει μίλκο, με πάει Πάτρα Καλαμάτα, με πάει σερπαντίνα, με παει τσιλιό, με πάει τσιμέντο, τσίρλα, τσιρλίντινγκ, πρωκτοζούμι, σουλγκάνι, σπρέι, τσαπαρτάπαρ, τσιρλιπιπί, τσιρλονέρι
Got a better definition? Add it!