Χρησιμοποιείται συχνά και για ανθρώπους με την έννοια έρχομαι στα ίσα μου, στανιάρω, να συνέρχομαι...

Άντε γ@μήσου να ισιώσεις.

Βλέπε και σάχνω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επαναφέρω μετά την υπερστροφή.

- Δώσε, δώσε, τσίμπα, τσίμπα λίγο, ίσιωσε, ίσιωσε, ανάποδο!

(ΓΚΡΑΟΥΚΑΠΑΚ!!!!!)

- Ε, ντιπ τραγί είσαι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Σεσί νε πά σλανγκ, άι νόου, αλλά μ΄έπιασε να παρανομήσω.)

  1. Ισιώνω την στροφή όταν δεν την ακολουθώ πιστά, την κόβω όσο πιο κάθετα μπορώ. Αγαπημένο παιχνίδι των καυλόγκαζων, ιδίως σε ορισμένους επαρχιακούς δρόμους (η Χίος έχει ένα ωραίο τέτοιο σημείο, αν θυμάμαι καλά είναι μεταξύ λιμανιού και Μεστών), όπου οι στροφές είναι απανωτές, υπάρχει πλήρης ορατότητα, κι έτσι τις ισιώνεις όλες μαζί, τουτέστιν για 4-5 ψαλίδες εσύ πας ντουγρού -μεγάλη κάβλα. Παρόλ' αυτά όμως, έχει πλάκα κι όταν δεν έχεις ιδιαίτερη ορατότητα. Με το ίσιωμα της στροφής κερδίζεις σε χρόνο, κουράζεις λιγότερο το αυτοκίνητο και τη μέση σου, σπας όμως τα νεύρα του κατακαημένου συνοδηγού.

  2. Ισιώνω το γλυκό, την πίτα, τον μουσακά, την τούρτα, το ζελέ. Η κλασική δικαιολογία ώστε να το φας τελικά ολόκληρο. Το ίσιωμα ενός φαγητού ή γλυκού είναι μέγας ψυχαναγκασμός της άπληστης και ναρκισσιστικής προσωπικότητας που θέλει όλα να τα ελέγχει. Είναι κάτι σα να σπας μπιμπίκια. Αν δεν τα σπάσεις όλα, δεν ησυχάζεις. Αν λοιπόν αρχίσεις και τρως πχ. ένα γλυκό μέσα από το ταψί ή την φόρμα του, δηλαδή το έχεις ολόκληρο μπροστά σου, ξέρεις ότι κάποια στιγμή πρέπει να σταματήσεις -επειδή είναι παχυντικό, επειδή δεν είναι ευγενικό να μη βρουν τίποτα οι άλλοι, επειδή θα ξεράσεις στο τέλος, επειδή, επειδή. Για να το καταφέρεις αυτό, προφασίζεσαι ότι θα φας τόσο μέχρι που θα ισιώσει το υπόλοιπο (έτσι, για το μάτι), δεν θα έχει δηλαδή προεξοχές, καμπύλες και λοιπές προκλήσεις. Πώς γίνεται όμως και δεν ισιώνει ποτέ και στο τέλος τρώγεται όλο, άγνωστο.

  1. Ρε μαλάκα, κόφ' το επιτέλους, μας έχεις γαμήσει να ισιώνεις τις στροφές, έχεις κι άλλους μέσα στ' αμάξι ξέρεις...

  2. - Έλα ρε! μην τρως άλλο ρε πστ!, δεν θα μείνει τίποτα για μαααας!
    - Τώρα, τώρα, να το ισιώσω και τέλος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Μπαίνω στη θέση μου.
  2. Ξεθυμαίνω, ξεχαρμανιάζω, ηρεμώ, χαλαρώνω, έρχομαι στα ίσα μου.
  1. - Πολύ γκομενάρα το έπαιζε, της έριξε όμως ο Τάκης ένα φτύσιμο και ίσιωσε!

  2. - Αγάπη μου, έχω υπερένταση... Δεν μπορώ να κοιμηθώ...
    - Να σου ρίξω ένα γαμήσι να ισιώσεις; (Ο σύζυγος ήταν ο Γκουσγκούνης)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αντώνυμο του πηγαίνω με τις πάντες (του οποίου ο ορισμός είναι λανθασμένος, αν και αποδίδει υπάρχουσα παρερμηνεία της φράσης. Για τον ακριβή ορισμό βλ. το σχόλιο εδώ). Δεν έχει την έννοια του πηγαίνω ευθεία, αλλά του δεν υπερστρέφω.

Δεν το θυμάμαι ως μεταβατικό, δηλαδή πχ. «ισιώνω το αυτοκίνητο» το οποίο θα σήμαινε μάλλον κάτι σε καλίμπρα, αλλά μόνο ως αμετάβατο και απόλυτο. Συνήθης η φράση του παραδείγματος («δεν ισιώνει πουθενά» ή «δεν ισιώνει ούτε [σε τόπο όπου είναι φυσικά αδύνατον να πηγαίνεις με τις πάντες]»), που σημαίνει ότι ο τύπος πηγαίνει μόνο με τις πάντες.

Από τότε που πήρε το S2000 ο Μπάμπης, δεν ισιώνει πουθενά.

Χρησιμοποιείται και για να δηλώσει ότι ένα συγκεκριμένο μοντέλο ή αυτοκίνητο έχει υπερστροφική οδική συμπεριφορά, κατ' επέκτασιν του προηγούμενου ορισμού.

Ήθελα να πάρω κάνα καλό πισωκούνητο, αλλά δε μπορείς να οδηγήσεις κουλάτος ούτε για να πας στη δουλειά. Με την άσφαλτο που έχουμε στο ελλάντα δεν ισιώνουν ούτε σταματημένα στο φανάρι.

Βλ. και γραμμές και τον υπάρχοντα λακωνικό ορισμό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified