Ο κακιασμένος, όλα του φταίνε, στριμμένος, δεν θέλει κανέναν, ακόμα και τα αθώα παιδάκια τον ενοχλούνε.
Κρύψου, κρύψου... θα μας δει ο φρικαντέλος.
Ο κακιασμένος, όλα του φταίνε, στριμμένος, δεν θέλει κανέναν, ακόμα και τα αθώα παιδάκια τον ενοχλούνε.
Κρύψου, κρύψου... θα μας δει ο φρικαντέλος.
Got a better definition? Add it!
O λωλός είναι ένα από τα καλύτερα δολώματα για μεγάλα λαβράκια και τσιπούρες. Πρόκειται για δελεαστικότατο μεζέ, αφού τα ψάρια τον βλέπουν ακόμη και τη νύχτα, κάποια τμήματά του φωσφορίζουν.
O λωλός φτιάχνεται από χταπόδι.
Φτιάχνουμε έναν ωραίο λωλό και είναι έτοιμος να δολωθεί με πολυάγκιστρο.
Got a better definition? Add it!
Ο τρελούτσικος, ο φευγάτος, αυτός που γυρνάει σα σβούρα, ο ανυπόμονος σε οτιδήποτε.
Κάτσε σε μια μεριά ρε τζιρανανά.
Got a better definition? Add it!
Στην τσακωνική διάλεκτο σημαίνει «Καλώς ήρθατε» (Λεωνίδι Αρκαδίας)
Γεια σας φίλοι μου... «Καούρ εκάματε».
Got a better definition? Add it!
Η ανεμοθύελλα. Κρητική Διάλεκτος.
Ιντα γίνε, ... μα ίντα ανεμοτσάπουρο έπιασε ίδια δα;
Got a better definition? Add it!
Εμφάνιση και συμπεριφορά που καταδεικνύει αυτόν τον ορισμό, η οποία προκαλεί χλευασμό, ρεζίλεμα, απαξίωση από τους άλλους.
Τι ντύσιμο είναι τούτο, για τα πανηγύρια... τελείως σουργελέ.
από το σούργελο
Got a better definition? Add it!
Ο κοινωνικός και ευπροσήγορος, ο λίγο υπεράνω προς τους συναδέλφους και κολλητός του διευθυντάκου, κάτι δωράκια, φιλοφρονήσεις, γελάκια και γενικά γλύψιμο. Απώτερος σκοπός η κατάληψη μετά από καιρό της θέσης αυτού.
Να ο φίλος του λελέτη ...Α ναι, ρε τον μπαγαπόντο, αυτός πάει με τα μπούνια να κάνει τον διευθυντή.
Got a better definition? Add it!
Ο εργάτης του μουνιού.
Λογοπαίγνιο με τον «μιναδόρο», εργάτη ορυχείου.
ιδιο με τον ορισμο
Got a better definition? Add it!
Έκφραση που καταδεικνύει την αρκετά όμορφη γυναίκα, η οποία στη δεδομένη χρονική περίοδο είναι χωρίς συνοδό, αλλά δεν θέλει κανέναν.
Διαθέτει πολύ τουπέ και ύφος (ύφος χιλίων καρδιναλίων και βάλε).
Γενικά είναι απρόσιτη και υπεράνω (εξ ου και το -ντίβα).
Γύρω της οι άντρες την θαυμάζουν, αυτή όμως τους κοιτά σαν κουνούπια.
Άσε ρε φίλε, δνε παλεύεται με τίποτα σου λέω... είναι σολοντίβα.
από τα solo + diva
Got a better definition? Add it!
Εμπόριο μούνων (λογοπαίγνιο με το δουλεμπόριο).
Διάλογος μεταξύ εφήβων:
- Τον είδες ρε, αυτός έχει τόσα μουνιά... για πάρτη του!!
- Σώπα ρε τι κάνει, μουνεμπόριο;
- Όχι ρε μαλάκα, έχει τα μπικικίνια!!
Got a better definition? Add it!