Είναι ο τύπος της γυναίκας που αρέσκεται στο να παίρνει πίπες. Ψοφάει για τσιμπούκια, δεν έχει αναστολές, το διασκεδάζει, δεν το κάνει για τα λεφτά.

Τι έγινε με εκείνη την πεοθηλάζουζα, βρεθήκατε τελικά;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που χάνει συνέχεια στο τάβλι και απ' όλους.

- Έλα ρε πελάτη να σε παίξω άλλη μια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι αυτός που βαριέται μέχρι αηδίας!!!
Δεν έχει όρεξη να κάνει τίποτα, όλο τρώει και κοιμάται.

Έλα ρε τρικάτσουλα να πάμε για καφέ, ξεκόλλα λίγο!

Βλ. και μούχλας.

Got a better definition? Add it!

Published

Κακή ψυχολογία, σκοτούρες, νεύρα, είμαι στις μαύρες μου.

Προέρχεται από τη γαλλική φράση de noir.

-Τι εχεις ρε μπαγλαμά, δεν σε βλέπω καλά.
-Άσε ρε, έχω κάτι ντενουάρια...

Got a better definition? Add it!

Published

Δες πορδοκόφτης, ο.

- Μπουγάδα τίγκα σκατοκόφτες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυναικείο εσώρουχο μικρού μεγέθους, το στρινγκ.

-Άσε φίλε, είχα πάει για μπάνιο σήμερα και είδα μια μουνάρα που φόραγε έναν πορδοκόφτη άλλο πράμα, τα είδα όλα σου λέω!!!!!!!!!!!!!!!

Βλ. και κόφτης, κουραδοκόφτης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ανδρικό μόριο.

Α ρε, τσόκος που σου χρειάζεται...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι όρχεις, το ανδρικό μόριο.

Θα σου γαμήσω τα πρέκια...

(από Galadriel, 28/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published