Μποντιμπιλντεράδικο ιδίωμα, αναφέρεται σε γυμνασμένη τούμπανη γάμπα, η οποία λόγω μεγέθους, στιβαρότητας και σφαιρικότητας ομοιάζει με πλανητικό σώμα.

Καλά τον είδες το Χρήστο; Γύρισε από tour de france μόλις, με μία γάμπα πλανήτη.

(από doodoon, 31/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπαφοτσίγαρο, συνήθως στριμμένο με άσπρα ή πράσινα χαρτάκια, εξού και το έντονο άσπρο χρώμα. Προέρχεται από την λέξη γάρο, καμουφλαρισμένη για χρήση μπροστά σε τρίτους.

- Αλάνια, να γυρνάει ο γλάρος...
- Πάει ο γλάρος, πέταξε, τον τζιβάνιασε ο Τάκαρος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αρμάδα από στυλούς, μαρκαδοράκια, μηχανικά και συμβατικά μολύβια στοιβαγμένα σε κιτς βαζάκι στην βιβλιοθήκη του σπιτιού, από τα οποία ούτε ένα δεν φτάνει να γράψει μία πρόταση χωρίς να καταλήγεις να χαρακώνεις το χαρτί, ελέω ξεραμένου μελανιού.

Στις κρίσιμες στιγμές που μιλάς στο τηλέφωνο και πρέπει να γράψεις τάχιστα έναν αριθμό, σε προδίδουν όλα τους. Παρ' όλα αυτά, μπορεί να παραμένουν ως και 10 χρόνια στο βαζάκι χωρίς να τα πετάξει κανείς.

- Ε, μάνα, φέρε έναν στυλό γρήγορα να γράψω μία διεύθυνση!
- Ορίστε παιδί μου!
- Ε, αυτό δεν γράφει μία, φέρε άλλο.
- Αυτό σου κάνει;
- Κανένα τους δεν γράφει γαμώ τους δεγράφυλλους μου. Στείλ' τα στον κάδο τα γαμημένα!
- Ε, όχι, αυτά ήταν τα parker παππού σου του Γιώργου (μπλα μπλα μπλα...)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι πιο διαλεκτοί και σκληραγωγημένοι στον αθηναϊκό στίβο της αλητείας. Πολλά χιλιόμετρα πάνω κάτω στις λεωφόρους, μισόευρο στην τσέπη, μπάχαλα και φέρμες δημόσιας περιουσίας, χιλιοκομμένη για βανατζί κάρτα σίτισης, πάντα σε πεζούλι και πάντα αισιόδοξοι. Τους αγαπάμε και εμπνεόμαστε από αυτούς.

- Θυμάμαι τρίτη λυκείου, φίλε, είχαμε όλην την αφρόκρεμα της τσακαλοσύνης στο τμήμα.
- Γ3, η ελίτ της αλήτ όπως πάντα.

(από doodoon, 16/04/11)

ως προς το λογοπαίγνιο βλ. και ελίτης

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλάδος υπερεπιστημόνων που αφιέρωσαν την ζωή τους στην απόδειξη του αυτονόητου και αυταπόδεικτου, ήτοι την προέλευση των Ελλήνων από τον Σείριο, την χρήση νανοτεχνολογίας και πυρηνικής ενέργειας από τους Δαναούς, την πανσπερμία του Ελληνικού DNA... Ο κατάλογος είναι ατελείωτος.

- Καλά μιλάμε, ο Χάρης παρήγγειλε μια από τις μαλακίες του Τηλεάστυ και από τότε την έχει δει ελληνολόγος. Όλο για τον Τάλω και τους διαδρόμους προσεδάφισης λέει.
- Και με τα δύο χέρια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ζάκιας, ζέουλο, πρέζακλας, ή πιο απλά πρεζάκιας. Η χρήση των όρων αυτών ποικίλει ανά περιοχές, με την τελευταία να συναντάται σε περιοχές όπως Νεάπολη, Εξάρχεια, Μοναστηράκι.

- Φάε μια μπύρα ζέος στην γωνία εκεί! Αραχτός και cool!

(από doodoon, 15/04/11)(από doodoon, 15/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποδηλώνει απειλή, συνήθως με χιουμοριστική πρόθεση, κατά την οποία το υποκείμενο θα εισέλθει στην δράση με θεαμάτικο και βίαιο τρόπο, όπως πχ με μια ιπτάμενη κλωτσιά.

Ο μαλάκας ο Κώστας όλο πούστικα ξηγιέται, θα πάω να τον βρώ στην πλατεία και θα μπω με καρατιά!

(από doodoon, 15/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του θα μπω με καρατιά, παραπέμπει στο ευγενές άθλημα της καρεκλομαχίας, χρησιμοποιείται κυρίως όταν το υποκείμενο θέλει να απειλήσει με χιουμοριστική διάθεση, και δη, κατά την είσοδο σε κλειστούς χώρους.

Θα πάω κατά Λουκάνικο, και αν την πετύχω την ψώλα θα μπω με καρεκλιά!

(από doodoon, 15/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε παραλιακά γραφικά ταβερνάκια, είναι σύνηθες το πλαστικό τραπέζι όπου μασουλάς να τραμπαλίζεται σαν τον Μελισσανίδη και να σου διακόπτει συνέχεια το κόψιμο της μπριζόλας, το άπλωμα τζατζικιού στο ψωμί και ούτω καθεξής.

Σε πιο ακραίες περιπτώσεις ολόκληρα ποτήρια με μπύρα ή λεμονίτα λόγω ακριβώς αυτής της αστάθειας έχουνε γίνει θρύψαλα. Ως εκ τούτου, το ισιοποτήρι έρχεται να αποκαταστήσει την ισορροπία.

Ισιοποτήρι λοιπόν, ονομάζουμε το πλαστικό άσπρο ποτηράκι που ζουλάμε και στουμπώνουμε κάτω από το ένα πόδι του τραπεζιού.

-Πάω τουαλέτα να την αρμέξω, θέλετε τίποτα από μέσα;
-Ναι ρε μαν, τσίμπα ένα ισιοποτήρι να'ούμε, το τραπέζι θυμίζει μαούνα να 'ούμε.

Βλ. και ισορροπητήρι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος αποτελεί ομπρέλα για όλα τα ιπτάμενα έντομα που έχουν βουτήξει στα ποτά όλων μας έστω μία φορά, όσο και να προσπαθήσαμε να το αποτρέψουμε.

-Τι λέει ρε μαλάκα, την πέτσωσες εχτές την σλοβάκα που μου 'λεγες;
-Ου, που να σου λέω. Εκεί που 'χαμε αράξει στην δύση του ηλίου αγκαλίτσα, παραγγέλνω δύο white russian, πίνουμε αρχίζω τα χουφτώματα και ξαφνικά γυρνάει από την ανάποδη και ξερνάει! Τρελαίνομαι εγώ και πριν το καταλάβω έχει πάρει τσάντα, σιγαρέττα και πούλο!
-Τι λες ρε μαν, γιατί έτσι;
-Ε είδα μετά, είχε κάνει ένας μπάμπουρας καμικάζι το σάλτο μορτάλε του στην ποτηριά.
-Χαλάστρα άρρωστο ρεζιλίκι.

(από doodoon, 31/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified