Μπαφοτσίγαρο, συνήθως στριμμένο με άσπρα ή πράσινα χαρτάκια, εξού και το έντονο άσπρο χρώμα. Προέρχεται από την λέξη γάρο, καμουφλαρισμένη για χρήση μπροστά σε τρίτους.

- Αλάνια, να γυρνάει ο γλάρος...
- Πάει ο γλάρος, πέταξε, τον τζιβάνιασε ο Τάκαρος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπαφοτσίγαρο, προέρχεται από την λέξη μπαφέος => φέος, και παραπέμπει σε κάψιμο φαιάς ουσίας.

- Να σας πω ρε μάγκες: Κάναν φέο θα πιούμε ή τσάμπα κουβαλήθηκα πάλι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χοντρό και ευμέγεθες μπαφοτσίγαρο, συνήθως στριμμένο με τεχνικές πέραν του Τ.

Τι μπουράκλα έστριψες πάλι ρε Κούλη; Σφύζει από φέο!

(από doodoon, 15/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του χόρτου.

- Πάλι με τον Μήτσο, αράζω καναπέτο, στρίβει καρτερικά άλλο ένα κανναβέττο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τύπος μεταξύ 35-50 με φαλακρίτσα, λαδωμένο μαλλί που ασπρίζει, ψηλόλιγνος με υποψία καμπούρας πενταβρώμικα ρούχα.

Συναντάται σε περιοχές όπως δικαστήρια, μουσείο, Αχαρνών, καβατζωμένα παρκάκια και συνδέσμους οργανωμένων ανά την επικράτεια. Δεν μπλέκεται σε σκηνικά και dealιές, παρά επιβλέπει αθόρυβα. Αγαπημένες του συνήθειες η φέρμα, το άραγμα για πρωινό καφεδάκι στην Μενάνδρου και χοροπηδητό σε κάγκελα σταδίων.

- Χθες βραδάκι που βόλταρα Αθηνάς με τον Μιχαλιό, παίζει να είδα φευγαλέα τον πρύτανη!

(από doodoon, 15/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ζάκιας, ζέουλο, πρέζακλας, ή πιο απλά πρεζάκιας. Η χρήση των όρων αυτών ποικίλει ανά περιοχές, με την τελευταία να συναντάται σε περιοχές όπως Νεάπολη, Εξάρχεια, Μοναστηράκι.

- Φάε μια μπύρα ζέος στην γωνία εκεί! Αραχτός και cool!

(από doodoon, 15/04/11)(από doodoon, 15/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλβανικό χόρτο, γνωστό επίσης ως μπάμπανος, μπαμπάνι.

Διακρίνεται από την ελεεινή γεύση πέραν φωτεινών εξαιρέσεων, μηδενικό κλάσιμο, χαμηλή τιμή, αρρωστιάρικο διαρροιές χρώμα και πληθώρα σπορακιών που παραπέμπουν μάλλον σε συσκευασία από φακές.

- Καλά Βασιλούκο, φέραμε μια αρχι-μπαμπάνα...σκέτη ρίγανη μαν!

(από doodoon, 15/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δηλαδή: Mπάφος με Ξίδια, συνδυασμός επιβλαβέστατος για την το κεφάλι και την αντίληψη εν γένει.

- Πάλι BMX ρε πούστη μου; Πουρές έχει γίνει ο εγκέφαλός μου. Πρώτα τα σκάγκια, μετά μαστίχα με γρεναδίνη... έχασα την μπάλα σου λέω!

(από doodoon, 15/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συντομογραφία της σοκολάτας, ήτοι, το χασίς.

Επίσης γνωστό ως τσοκό, τσοκάδι, πλαστελίνη, κουράδι.

- Λοιπόν Κούλη φτιάξε βανατζί, Μήτσο κόλλα, όσο εγώ θα μακαρονιάζω την λάτα!

(από doodoon, 15/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μπάφος που έχει καβατζωθεί στα αρχίδια κάποιου προς αποφυγή δυσάρεστων αποκαλύψεων από τσέους, λήττες ή αστυνομικά ντόγκια.

Ως εκ τούτου διακρίνεται από μία γαργαλιστική υποψία αρχιδίλας.

- Μανώλο, κοίτα, για να' μαι ειλικρινής μου' χει μείνει ένα παπάδι, αλλά παίζει να ναι αρχιδόφεος πλέον. Σόρρυ μαν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified