Και τσουρνέβω.

Κλέβω. Συνήθως εννοείται πως η πράξη γίνεται με διακριτικό και επιδέξιο τρόπο και αναφέρεται σε αντικείμενα και όχι χρήματα.

- Ρε μαλάκα, έχω κουραστεί να το αναλύουμε κάθε τρεις και λίγο!
- Εγώ; Τι έκανα πάλι;
- Άσε τα αυτά που ξέρεις, σε είδα όταν γύριζα από το μπάνιο που άφησες γρήγορα-γρήγορα το πακέτο με τα τσιγάρα μου για να μη το προσέξω. Καλά, δεν νιώθεις την παραμικρή ντροπή, να τσουρνεύεις πράγματα από τους γνωστούς σου;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περνώ τον χρόνο μου σε συγκεκριμένο μέρος.

Άνδρας: Ρε Σοφάκι, πού βλέπεις να τη βγάζουμε αυτό το καλοκαίρι;
Γυναίκα: Μύκονο και Σαντορίνη σαν ερωτευμένοι πιγκουίνοι που λέει και το τραγούδι μωράκι μου!
Άνδρας: Ναι, ναι... Αν πάρω αυτή τη ρημάδα την άδεια ποτέ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα καταφέρνω, συνήθως μετά κόπου και βασάνων.

— Πωωω... Τι ζέστη είναι αυτή φέτος ρε;
— Εμένα μου λες; Τη βγάζω δεν τη βγάζω στο σπίτι. Βρήκε μέρες να χαλάσει και το κλιματιστικό!

Μάλλον από το τη βγάζω καθαρή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συχνά χρησιμοποιείται όταν κανείς εμφανίζει το πέος του για τον οποιοδήποτε λόγο (ώστε να κάνει το ψιλό του, να γαμήσει, να προσκαλέσει σε συγκριτική μέτρηση άλλους παρευρισκόμενους άνδρες).

  1. Δύο τύποι συζητούν:
    — Χα χα, κοίτα τον γέρο που την έβγαλε και κατουράει στη ρόδα του φορτηγού! Νομίζει δεν τον βλέπει κανείς...
    — Γιατί, εσύ πιστεύεις πως νομίζει ότι βρίσκεται στο δρόμο τώρα;

  2. Κλασική ατάκα σε ανδροπαρέα:
    — Καλά ε, το Μαράκι εχθές αφού έφαγε την καραπουτσακλάρα μου δεν μπορούσε να πάρει τα πόδια της...
    — Σιγά ρε γαμιά! Όλο για το εργαλείο σου μας μιλάς...
    — Ε αφού το 'χω τιτανοτεράστιο ο πούστης, τι να κάνω!
    — Εγώ λέω να τις βγάλουμε να τις μετρήσουμε, να δούμε κατά πόσο λες αλήθεια.

Βλ. επίσης: τη βγάζω καθαρή

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός ανθρώπου που είναι άμαθος σε μία εργασία (για χειρωνακτικές συνήθως) και κατ' επέκταση κουράζεται εύκολα, μέχρι να πάρει το κολάι.

Η λέξη καβελινάκια προέρχεται από το «καβελίνα / καβαλίνα», περιττώματα ζώων δηλαδή (ο όρος χρησιμοποιείται απ' όσο ξέρω μόνο για άλογα / γαϊδούρια / μουλάρια), τα οποία αφότου έρθουν σε επαφή με το φως του ήλιου δεν αργούν να σκληρύνουν (ξεραθούν).

Το δροσιό είναι οι πρωινές ώρες γύρω στις 06:00 - 08:00 και χρησιμεύει ώστε να τονιστεί η αδυναμία αυτού που δέχεται τον χαρακτηρισμό να φέρει εις πέρας την εργασία του ακόμα και υπό ευνοϊκές συνθήκες, μιας και τα περιττώματα δεν ξεραίνονται εύκολα χωρίς παρουσία ήλιου.

- Αχ, γιαγιάκα, είχαμε πάει εχτές να σκάψουμε κάτι αυλάκια για να φυτέψουμε τομάτες με τον πατέρα μου και κοίτα να δεις πως έγιναν τα χέρια μου!
- Εμ, αφού εκεί πάνω στας Αθήνας όλο ξερομαλακώνετε μπροστά από τα λαπιτόπια σας, έχετε γίνει ντιπ για ντιπ λαπάδες... Τα μικρά καβελινάκια με το δροσιό ξεραίνονται!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λήμμα που οι ρίζες του εντοπίζονται στα παιχνίδια στρατηγικής (συνήθως ηλεκτρονικά). Για να γίνω πιο κατανοητός, ας παραθέσω ένα εξ αυτών το οποίο έχει απασχολήσει γενεές επί γενεών Ελλήνων. Στο παρόν παιχνίδι, η φράση απαντάται εναλλακτικά και ως «Στέλνω σπαθάκια», διότι όταν κανείς βρίσκεται υπό πολιορκία, εμφανίζονται δύο σπαθιά σε συγκεκριμένο σημείο του παραθύρου του παιχνιδιού ώστε να το αντιληφθεί και να πάρει τα μέτρα του.

Η σημασία της φράσης, όπως ίσως να έχετε ήδη υποθέσει, είναι η εκδήλωση εχθροπραξιών από το μέρος αυτού που τη χρησιμοποιεί, σε άλλους παίκτες, με σκοπό την ολική τους καταστροφή και την επιβολή και επέκταση της κυριαρχίας του.

- Έλα παιδί μου, θα κρυώσει το φαγητό και δεν θα τρώγεται μετά!
- Περίμενε ρε μάνα, έχω να στείλω κάτι επιθέσεις σε ένα νουμπά εδώ πέρα, και πρέπει να γίνουν σε... Δύο λεπτά και τριάντα-τρία δευτερόλεπτα ακριβώς.
- ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται όταν κανείς αντιλαμβάνεται πως οι συνθήκες είναι δυσμενείς και πως κάποιος πρόκειται να τον βάλει στο χώμα, ή εναλλακτικά η αυτοκτονία έχει αρχίσει να φαίνεται καλή ιδέα.

Η φράση προέρχεται από τη διαδικασία που ακολουθείται όταν κανείς «πνέει τα λοίσθια» και κατά την οποία ο ράφτης μετράει τις διαστάσεις του μελλοντικού νεκρού ώστε να μπορέσει να του παρέχει μια σινιέ αμφίεση την οποία θα φορά για τα επόμενα καναδυό χρόνια (μέχρι τα σκουλήκια να τη φάνε - πέραν του θανόντα - και αυτή).

- Συνάντησα τον Κώστα εχθές, και μου είπε πως αν σε πετύχει, καλά θα κάνεις να έχεις πάρει τα μέτρα σου, γιατί θα σε κάνει τόπι στο ξύλο...
- Ακόμα έχει νεύρα για τότε με την γκόμενά του; Πωωω, έλεος ρε μαλάκα! Τι εμπαθής άνθρωπος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη προέρχεται εκ του αγγλικού «Oh my god», έκφραση που στα ελληνικά σημαίνει «Ω θεέ μου».

Χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει κανείς άτομα τα οποία ρέπουν σε συχνή χρήση της προαναφερθείσας φράσης στην αγγλικής της μορφή έναντι της ελληνικής. Τέτοια άτομα απαντώνται σε μεγάλες συγκεντρώσεις σε σημεία παροχής υπηρεσιών διαδικτύου (internet cafe ρε αδελφέ!), όπου και καθημερινά σπαταλούν ώρες ολόκληρες μπροστά από μία οθόνη φωνάζοντας στον διπλανό τους γιατί feedαρε τον αντίπαλο στο DOTΑ ή καθαρά λόγω δέους απέναντι στην υπεροχή του εικονικού αντιπάλου λόγω εμπειρίας ή/και του προαναφερθέντος feedαρίσματος.

- Πήγα χτες σε ένα internet cafe για να κάνω κάτι δουλειές, και ήταν τίγκα στους ομιτζίμιτζίδες. Μου πήραν τα αυτιά. Ήταν και μεγάλος noob αυτός ο σκορπιός ρε φίλε... Ούτε ένα stun δεν πέτυχε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σπαταλάω ώρες και ώρες της ημέρας μου κάνοντας κάτι ή βρισκόμενος σε συγκεκριμένο μέρος.

  1. - Παιδί μου, θα πάθουν τίποτε τα μάτια σου τόσες ώρες που ξερομαλακώνεις με αυτό το παλιοπαίχνιδο στον υπολογιστή. Κάνε και ένα διάλειμμα!

  2. - Πού τον χάνεις πού τον βρίσκεις, ο Τάκης όλο σε κάποιο καφέ θα ξερομαλακώνει. Ειλικρινά, απορώ που βρίσκει τα χρήματα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται περί ατόμων ποταπών, που προσπαθούν να διαβάλουν άτομα ακέραιας ηθικής και χαρακτήρα, μεταφέροντας τους ευθύνες για πράξεις που δεν τους ανήκουν. Επειδή όμως -ειδικά σε μικρές κοινωνίες όπως αυτές των χωριών- ο κόσμος γνωρίζει πολύ καλά το ποιόν τους, δεν πείθεται.

Τα σκατά συμβολίζουν τις πράξεις για τις οποίες προσπαθούν τα εν λόγω κακόβουλα άτομα να αρνηθούν πως φέρουν ευθύνη.

Η χρήση της λέξης «ξερά» οφείλεται στην τάση αυτών των ατόμων να επαναλαμβάνουν συγκεκριμένες αρνητικές συμπεριφορές, με αποτέλεσμα να «ξεραθεί» η γνώμη του κόσμου για αυτούς, να παγιωθεί δηλαδή.

- Σου ξαναλέω, κυρα-Λένα μου. Άδειο το βρήκα το πορτοφόλι σου στο δρόμο, μα την παναγία! Κάποιος θα πήρε τα λεφτά και το άφησε.
- Άσ' τα αυτά Τιτίκα, ξερά σκατά σε αλλουνού τον κώλο δε χωράνε...! Σε ξέρω τι κουμάσι είσαι του λόγου σου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified