Ως πολεμική ιαχή, ως αλαλαγμός.

Κατά τον θρύλο, και σύμφωνα με την εθνική ηθική διαπαιδαγώγηση των ετών 50-75, ήταν η πολεμική ιαχή των πολεμιστών στο Αλβανικό Μέτωπο. Πιθανώς και να ήταν, υπάρχουν όντως μαρτυρίες ότι ήταν «άνωθεν εντολή». Αλλά πολλοί λέγανε άλλα αυτοσχέδια, όπως «σκατά να πάνε πέρα», «σκατά θα πάει η μέρα» κ.ο.κ. Επίσης πολλοί φώναζαν απλώς «γιούρια» ή «φάτε τους».

Κατά τον θρύλο επίσης, οι αρχαίοι ημών πρόγονοι φώναζαν «αλαλά» εξ ου και ο αλαλαγμός. Εκείνοι βέβαια, λόγω της τότε τεχνολογίας ήσαν πιο «αγχέμαχοι» και όπως ξέρουμε και από την Ιλιάδα βρίζονταν ασυστόλως.

Η ιδέα ήταν της Τζένης του Πειρατή, αλλά δεν είχε κέφι να το επεξεργαστεί κι έβαλε εμένα (μέσω e-mail). Το συσχετίζει προς το «γιούρια στον ταβά με τα κουλούρια». Νομίζω πως το απλό «γιούρια» θα έφτανε.

Ως άνω.

(από Nakas, 15/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πήρες αυτό που σου ανήκει, και μην κοιτάς παραπέρα!

Συνήθως με τη σημασία: «παντρεύτηκες, οι γυναίκες τέλος για σένα!»

- Έφαγες το κουλούρι σου, κάτω τη μούρη σου!

(πιθανό μοναδική εφαρμογή)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρώω.

Απλή ελληνικοποίηση του εβραϊκού «αχάλ», τρώω. Δεν είναι βέβαια «πολύ slang» αλλά το ανέβασα παρακινημένος από το «αβέλω αχαλία» = κάνω δίαιτα, από το λήμμα Καλιαρντά του Paparas. Δεν μπορώ να πω αν σχετίζεται, απλώς το δίνω. Δεν είναι καν συχνό. Το συνηθίζανε παλιά οι γριές μας.

Έλα μέσα να αχλάρεις, παιδί μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οπαδός, ακόλουθος, θαυμαστής.

Μεταφορά εκ του αγγλικού ατόφια αλλά τόσο ελληνοποιημένη που νομίζω πως έχει θέση κι εδώ.

Υπάρχει και το φανκλαμπ επίσης.

- Ο Λεώνικος και ο Hodja είναι φαν της Ελευθερίας Αρβανιτάκη και των Αδελφών Βουγιουκλή.

- Μπα! Βλέπω πως έχεις ρεύμα. Έχεις και φανκλαμπ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Για κάτι που προβάλλει ασυνήθιστη δυσκολία για να επιτευχθεί.

Δε θα τον μεταπείσεις εύκολα, είναι σκληρό καρύδι!

Σκληρό καρύδι, η Καρύδη; (από GATZMAN, 03/07/11)Για κάθε σκληρό καρύδι υπάρχει πάντα κάποιος τρυποκάρυδος που θα του ξηγήσει το όνειρο  (από GATZMAN, 03/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα κρεατικά, αυτά που ψήνονται, της ώρας.

Ομολογώ ότι ο ορισμός αυτός είναι αυτοσχέδιος καθώς προσπαθώ να ερμηνεύσω το παράδειγμα της αρχικής καταχώρισης. Δεν πιστεύω ότι ο ταβερνιάρης χρέωσε «ψηστικά», αλλά «ψητά», ακόμα κι αν τα είπε έτσι.

Βλ. αρχική καταχώριση

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χτύπημα.

Μεταφορικά: κι αυτόν που σε χτύπησε, τον απατεώνα, το ρεμάλι (οπότε καταλήγει και σε βρισιά).

Μπορεί όμως να έχει και θετική σημασία. Μ' ένα σφόλι να πετύχεις κάτι. Βλ. σχόλιό μου στο κυρίως λήμμα.

Η ετυμολογία από τη σφολιάτα εντελώς αβάσιμη.

Είμαι καλυμμένος από το κυρίως λήμμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην έκφραση: Δε θα γίνω και αρχαιοκάπηλος!

Ακολουθεί τα ακκίσματα (νάζια) ωρίμου / υπερωρίμου, χαριεντιζομένης νεαζούσης, προς την οποία κάποια επιστήθια φίλη της απευθύνει το εξής κομπλιμέντο: «Μάρθα μου... αν ήμουν άντρας θα σ' έκλεβα!» ή κάποιος ομήλικός της νεάζων Μιτζνούρ κ.λπ λέει: «Παγώνα μου... αν είχα καλύτερο αμάξι θα σ' έκλεβα!» Οπότε η υπερώριμος, χαριεντιζόμενη, νεάζουσα, ναζιάρα απαντά αιδημόνως (ντροπαλά): «Μην γίνεις και αρχαιοκάπηλος, χρυσέ μου, στα καλά καθούμενα!»

Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει ότι έχει απόλυτη συνείδηση της κατάστασής της και ενδομύχως δεν θα είχε σοβαρές αντιρρήσεις για μια «ελεγχομένης εμβελείας» κλοπή. Γι' αυτό τραγουδάει και το γνωστό «Αυτός ο άλλος, αυτός ο άλλος είναι ευεργέτης μου μεγάλος!» Αλλά τι να κλέψεις μ' ένα Opel του 1994;

Τη Μαρία τη γνώρισα το 1962 (εγώ 18, εκείνη 19 αλλά μου το έκρυβε). Μείναμε φίλοι μέχρι και σήμερα, κάνοντας ο καθένας τη δική του ζωή (εκείνη πιο normal από πολλούς άλλους).

Σήμερα φορούσε τουρκουάζ με ανάλογα σκουλαρίκια (η αλήθεια είναι ότι δεν νεάζει, ούτε χαριεντίζεται, αλλά ενοχλείται που μεγαλώνει όπως όλοι μας). Εγένετο δε η εξής στιχομυθία:

Μιτζνούρ: - Μαράκι μου... είσαι για κλέψιμο σήμερα!
Ο άντρας της: - Αμάν και πότε! Να δεις τι θα φέρω εδώ μέσα εγώ!
Μαρία (προς εμένα): - Είπαμε... αν πρόκειται να γίνεις αρχαιοκάπηλος, μην κλέψεις εμένα καταδικαστείς τζάμπα! (και προς τον άντρα της): - Όσο για σένα... θα σου πω εγώ τι θα φας το βράδυ!

Έτσι δεν την έκλεψα. Της πρότεινα να μπει στο site να το αναρτήσει, αλλά φοβήθηκε την Mes και άφησε εμένα να βγάλω το φίδι από την τρύπα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάτι που, σε σύγκριση με κάτι άλλο, είναι ή δείχνει μηδαμινό, ανάξιο λόγου.

Προέρχεται από κάποια διαφήμιση των τότε μοναδικών ανταγωνιστών Κολυνός / Kolynos και Colgate. Μία από τις δυο είχε βάλει φθόριο και ήταν ... Fluoride, ενώ όλες οι άλλες ήσαν απλώς οδοντόκρεμες.

Η έκφραση γενικεύθηκε με λίγο σκωπτική απόχρωση και ακούγεται ακόμα από κάτι γέρους σαν τον Hodjas για παράδειγμα.

  1. Μπροστά στη Μύκονο, όλα τα άλλα νησιά είναι απλώς οδοντόκρεμες.

  2. Μπροστά στη ρακή των Εξαρχείων (όταν την πίνεις παρέα με το Hodjas) όλες οι άλλες ρακές είναι απλώς οδοντόκρεμες.

  3. Μπροστά στον ΧΧΧΧΧ όλοι οι άλλοι χρήστες είμαστε απλώς οδοντόκρεμες.

  4. Μπροστά στο slang.gr όλοι οι άλλοι ιστότοποι είναι απλώς οδοντόκρεμες.

κ.ο.κ. ad infinitum

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο GATZMAN έγραψε στις 09/04/09: λέμε πάλι έπιασα τη μαλλιαρή, εννοώντας έπιασα χρήματα.

Συγνώμη που παρεμβαίνω, αλλά νομίζω ότι έπρεπε να μπει ως πρόσθετος ορισμός, διότι στα σχόλια μπορεί να ξεφύγει της προσοχής.

Επομένως δεν το αναρτώ εγώ. Το λήμμα ανήκει σ' εκείνον.

- Είδες τζιπάρα ο Κ;
- Και παλάτι θα χτίσει! Άνοιξε φασφουντάδικο κι έπιασε τη μαλλιαρή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified